Η ποιητική φαντασία στα Φιλιά στη γη της Ελένης Κοσμά.

 

Ελένη Τσαντίλη

 

 

 

Τα Φιλιά στη γη είναι το πρώτο ποιητικό βιβλίο της Ελένης Κοσμά και εκδόθηκε το 2016 στις εκδόσεις Πόλις. Θέμα του είναι η εξερεύνηση του βιώματος της απουσίας ή της απώλειας, που σημαίνει εξερεύνηση του κενού χώρου σε ένα περιβάλλον φαντασιακό, που θυμίζει λίγο σπίτι, αλλά έχει και πουλιά έχει και γη, είναι λογοτεχνικό αλλά μοιάζει να είναι και βιωμένο. Το βιβλίο περιέχει δεκατέσσερα ποιήματα της μίας σελίδας χωρίς να συνωστίζονται οι στίχοι πάνω της. Τα χαρακτηρίζει η ακριβολογία και η αρμονία. Αντί για τίτλο έχουν λατινική αρίθμηση που αισθητικά ταιριάζει σε μια ποίηση κλασικότροπη όσον αφορά τις συνδηλώσεις της, με αναφορές στον Δάντη, τον Διονύσιο Σολωμό, τον Σαίξπηρ, και μορφικά με χαϊκού, σονέτα, δίστιχα.

Κάθε ποίημα ξεκινά με ένα χαϊκού, το οποίο θα μπορούσε να είναι τίτλος, μότο, εισαγωγή στο κυρίως ποίημα ή να το θεωρήσουμε ως την πρώτη στροφή (η δική μου προτίμηση), ή και όλα αυτά μαζί. Η συνέχειά του είναι μια παραλλαγή ή το ανάπτυγμα του λεκτικού του πυρήνα. Έτσι, κάθε ποίημα είναι μια εκτενέστερη, ίσως επαναληπτική εκδοχή του εναρκτήριου χαϊκού.

Φιλιά στην άδεια
γη, άταφα στάζουνε
λάδι και χώμα.

Πέφτουν φιλιά στη γη απ’ τον ουρανό,
πέφτουν σε κλίνη νεκρική· τον ασπασμό
καθώς δίνουν τον ύστατο, το βλέμμα
στρέφω ανατολικά: σάρκα και αίμα
ενός σωτήρα που τα θρηνεί ακόμα
και στάζει πάνω τους λάδι και χώμα. (σ. 14)

Τα κυρίαρχα σχήματα λόγου είναι η επανάληψη και η αναδίπλωση. Ρυθμίζουν το μέτρο και τη μουσική, δημιουργούν συνοχή. Κάθε λέξη που επαναλαμβάνεται δεν είναι πάντοτε ίδια σημασιολογικά. Για παράδειγμα οι λέξεις “χειμώνας” και “ύπνος” (και “βαρύς”, “ξένος”). Αρχικά, και καθώς μιλάμε για σύγχρονα ποιήματα σε “παλαιές” μορφές, η πυκνή συχνότητα με την οποία εμφανίζονται ανάμεσα στις σελίδες 18 έως 22, υπονομεύει την κληρονομημένη νοηματική και ερμηνευτική τους βαρύτητα. Έχουν συνδεθεί μεταφορικά με ψυχολογικές καταστάσεις όπως η μελαγχολία, ο θρήνος, η θλίψη, η αποξένωση ή η απόσυρση. Όμως, σε κάθε επανάληψη έχουν διαφορετική χροιά. Παραδείγματος χάριν, στη σ.21 ο «βαθύς χειμώνας» στην αρχή του ποιήματος είναι ένας ψυχικός προσδιορισμός, όμως στο τέλος, «περνάνε αργά οι χειμώνες», χωρίς να έχει απολέσει την προηγούμενη μεταφορική του σημασία, είναι ένας χρονικός προσδιορισμός. Έτσι το συγκεκριμένο ποίημα κυλάει όπως οι εποχές και νιώθεις ότι ο χρόνος κινείται. Θέλω να πω ότι εδώ κανένα ποίημα δεν τελειώνει διαπαντός με την τελεία, είναι σαν να ολοκληρώνεται ένα κεφάλαιο και να πηγαίνουμε στο επόμενο.

Ακόμα, όσον αφορά στην επανάληψη, βλέπω τη λειτουργία της και ως άσκηση στην γλωσσολογική έννοια της αντικατάστασης (ας θυμηθούμε τον Σολωμό και τις διάφορες παραλλαγές ενός μόνο στίχου ή φράσης στα σχεδιάσματά του). Εδώ η ποιήτρια σαν να θέλει να επεξεργαστεί μια φράση λίγο ακόμη, κι έτσι κάθε φορά δημιουργείται ένα νέο περιβάλλον. Αντί λοιπόν να έχουμε μία και μοναδική επιλογή, βλέπουμε όλες τις πιθανές της εκδοχές ενσωματωμένες σε ένα ποίημα.

Η αναδίπλωση νομίζω ότι, περισσότερο και από την επανάληψη, υπονομεύει αυτοσαρκαστικά κάθε ποίημα. Όσο διαβάζουμε βλέπουμε το ποιητικό παιχνίδι ως ύφανση. Στο ποίημα I:

Πριν από σένα
αόρατη με υφαίνει
μία αράχνη.

Η αράχνη υφαίνει αόρατο ιστό […] ) (σ. 9)

Σε διάφορες γλώσσες η μεταφορά μεταξύ γραφής και ύφανσης έχει ετυμολογική ρίζα (ιταλ. testo = κείμενο > tessuto = ύφασμα αλλά και ιστός, γαλλ. texte > textile, παρόμοια και στα αγγλικά, κτλ.). Η ύφανση συγκροτείται από μοτίβα (π.χ. τα κιλίμια των αργαλειών έχουν σταθερά σχέδια, “γαρίφαλο”, “τριαντάφυλλο”, γεωμετρικά σχήματα κ.ά.). Τα μοτίβα δημιουργούνται και καθιερώνονται με την επανάληψη. Στα ποιήματα η αναπαραγωγή λέξεων ή φράσεων δημιουργεί ένα κυκλικό μοτίβο κυλιόμενων εικόνων. Κατά τον Bachelard (Η ποιητική του χώρου, σ. 15) οι ποιητικές εικόνες δεν ανασύρονται από κάποια μνήμη ή περιγραφή, αλλά είναι δημιουργημένες αφ’ εαυτές, ακόμη και εάν αναγνωρίζουμε πίσω τους ένα αρχέτυπο. Κατ’ αυτόν, η ποιητική φαντασία “δημιουργεί” το βίωμα. Κι εδώ, η εξερεύνηση του βιώματος της απώλειας γίνεται σε επίπεδα που δημιουργεί η ποιητική φαντασία. Θυμίζει “inception” αλλά κάπως έτσι το κατανοώ:

Πώς πέφτουμε από όνειρο βαθύ
σ’ άλλο κι έπειτα άλλο; […], (σ. 9)

Αυτό που έχει χαθεί, έχει παράλληλα δημιουργήσει και αφήσει πίσω ένα περιβάλλον οικειότητας. Και αυτή η οικειότητα υπενθυμίζει την απουσία του. Στο βιβλίο της Κοσμά τα οικεία αντικείμενα είναι η βιβλιοθήκη, επιστολές ή μια ανάμνηση που πασχίζουμε να ανασύρουμε και να κρατήσουμε ζωντανή μέσω μιας ψυχονοητικής “κατάβασης”.

Διάβασα πρόσφατα στο δοκίμιο της Ετέλ Αντνάν «Ο Ορφέας απέναντι στο κενό» (εκδ. Άγρα) τη δική της ερμηνεία για τον μύθο του Ορφέα, σύμφωνα με την οποία οι θεοί, όταν ο Ορφέας κατεβαίνει στον Άδη για να πάρει την Ευρυδίκη με την προϋπόθεση να μην γυρίσει και την κοιτάξει, είχαν προαποφασίσει ότι η Ευρυδίκη θα ήταν ένα δόλωμα. Η Αντνάν μάς λέει ότι εξαρχής πίσω του δεν υπήρχε τίποτα, ο Ορφέας γυρίζει και αντικρίζει ένα κενό. Έτσι, ανακαλύπτει το μυστικό των θεών, ότι δεν υπάρχει τίποτε άλλο μετά τον θάνατο! Πρωτότυπη σκέψη και παρ’ ότι η Κοσμά ίσως έχει κατά νου άλλες καταβάσεις (από την Κωμωδία του Δάντη λόγου χάρη), η εν λόγω ερμηνεία ταιριάζει και στην δική μου ανάγνωση. Πώς βιώνει κανείς την απουσία, το κενό; Την επίγνωση της ανυπαρξίας;

Η ποίηση δημιουργεί μια νέα εικόνα που αναστήνει την χαμένη εμπειρία της οικειότητας. Χωρίς την ποιητική φαντασία θα υπήρχε απλώς μια αναμνηστική περιγραφή ενός γεγονότος από το παρελθόν. Στο ποίημα VIII (σ. 16) τα ράφια της βιβλιοθήκης, τα βιβλία, δεν είναι αντικείμενα αναμνήσεων, αλλά αντικείμενα μορφοποιημένα από την ποιητική φαντασία, ώστε να τα αισθανόμαστε οικεία. Στο ποίημα XI, το κομμένο άνθος είναι η δήλωση μιας χειρονομίας, κάποιος προσφέρει λουλούδια. Χωρίς την ποιητική φαντασία θα υπήρχε απλώς η αναπαραγωγή μιας πράξης, απογυμνωμένη από το συναίσθημα της οικειότητας. Αντιθέτως, η ποίηση δημιουργεί μια νέα -λίγο μακάβρια και γοτθική, είναι αλήθεια- εικόνα:

«Ο θάνατός τους [σσ. των ανθέων] είναι από τη ρίζα
αργός.
Μέσα στην άκοπη υγρασία τους ακόμη» (σ. 19)

Τα παραπάνω δεν είναι αυτονόητα κατά την παραγωγή ενός έργου και γι’ αυτό ήταν σκόπιμη μια μικροανάλυση. Σε άλλα βιβλία, δεν βρίσκουμε ακριβώς την ποίηση αλλά τη μίμηση ή την αναπαραγωγή ενός αντικειμένου, μιας πράξης, μιας ανάμνησης, και μετά τελεία.

Η Κοσμά κάνει μία ποιητική πρόταση (όχι καινούρια, βλ. Λάγιος κ. ά.) οικονομημένη σε μόλις εικοσιδύο σελίδες, με συγκεκριμένο θέμα και τεχνοτροπία. Τα ρητά από εκείνη διακείμενά της είναι κλασικές ποιητικές μορφές με τις οποίες “παίζει” δημιουργικά, χωρίς να γίνεται βαρύγδουπη αλλά και ούτε ακραία υπονομευτική. Άρα, δεν είναι ούτε κλασικίζουσα ούτε μεταμοντέρνα. Υπάρχει μια φυσικότητα σε αυτό που διαβάζουμε και μια ασφάλεια. Το κυριότερο όμως είναι ότι δεν φαίνεται ο λόγος της επιτηδευμένος, ούτε δίνει την εντύπωση ότι κάνει επίδειξη τεχνικής ή γνώσης που θα ερέθιζε μόνο το φιλολογικό ένστικτο.

 

 

Σημειώσεις

Bachelard Gaston, Η ποιητική του χώρου, εκδ. Χατζηνικολή , 20105
Διονυσίου Σολωμού, Ποιήματα, επιμ. Λίνου Πολίτη, Ίκαρος, 20069
Adnan Etel, Ο Ορφέας απέναντι στο κενό και Χάινερ Μύλλερ και Τιντορέττο, το πιθάνο τέλος του κόσμου, Άγρα, 2021