Ευτυχισμένες μέρες (σύνθεση)

 

Attendre la mort

Αν τα λουλούδια δεν σκοτώνανε
δεν θα μιλούσαμε για κάλυκες
κι αν ο νοικοκύρης δεν ζητούσε πάντα
το ίδιο αντίτιμο απ’ όλους
δεν θα τρώγαμε στο παράθυρο
τα μανταρίνια
κοιτάζοντας τα περιστέρια
στα καλώδια
τα σύννεφα που
«για βροχή το πάνε πάλι»
και «θέλει η υγρασία προσοχή
για τα πρησμένα κόκκαλα»

δεν θα κοιμόμασταν
με τα παπούτσια φορεμένα
ούτε και θα’ χαμε έτοιμες δεμένες
τις γραβάτες
στον καλόγερο

δεν θα παριστάναμε
εν ολίγοις
πως θέλουμε απ’ το γείτονα
αναπτήρα
ή λίγη ζάχαρη
-ρε αδερφέ-
για τον καφέ.

 

 

 

 

Τελεμάρκετινγκ

…και να διάγω εν γένει
ως πιστός και φιλότιμος καταναλωτής

Τον πήρε πάλι
ο καναπές στον ύπνο
με την τηλεόραση να παίζει
τελεμάρκετινγκ
στα χαμηλά τα βόλιουμ

εγγαστρίμυθα.

Ξύπνησε το επόμενο πρωί
στο πάτωμα
βαρύς
και μες σε ξένο σπίτι
δεν το ήξερε
μα είχε πωληθεί
εν τω μεταξύ
για περσική μοκέτα.

Στα βλέφαρά του κρέμονταν
χρυσά κι επάργυρα
τα φο μπιζού.

 

 

 

Ευτυχισμένες μέρες

Μείνε μαζί μου λίγο ακόμα, Γουίλι
μου φτάνει να είσαι εδώ
σ’ ευχαριστώ
που βρίσκουνε οι λέξεις μου
τουλάχιστον
μια πλάτη που αναπνέει
δεν πάει άδικα ο αντίλαλος.
Mέρες ολόφωτες χαράς
ευτυχισμένα χρόνια
με την δερμάτινη καρέκλα
τις κουρτίνες
τον λουλουδένιο μουσαμά μας
γλυκό νανούρι της τηλεόρασης
τα βράδια ύστερα απ’ το δείπνο
τον ίδιο δίσκο στο πικάπ
τα ωραία μας καπέλα
στην κρεμάστρα της εισόδου

γ ι α
π ά ν τ α
ο έ ν α ς
π λ ά ι
σ τ ο ν ά λ λ ο ν

διάολε.