Έρωτες, φευγάτοι πυροβολισμοί*

 

Σε εκείνο το λάιβ αράξαμε έξω, με πληρωμένο εισιτήριο, στο πεζούλι.
Είχα βάψει τα νύχια μου με κάθε στιγμή που πήγες να χτυπήσεις την μάνα σου
και εσύ,
είχες ντυθεί με όλα τα όνειρα που έκανα απ’ την Βασιλίσσης ως το Βαγιέκας
στο τρίτο μέρος μίας εφηβικής γραφής.

Όταν εκείνο το πρωί, άλλοι από αλληλεγγύη και άλλοι από λύπηση,
μας έφεραν νερό και μας κάλεσαν ταξί, έγινε μέσα μου μία έκρηξη δημιουργίας
και κουρεύτηκα στα σχήματα της ψύχωσης σου.

Στο μπαρ μας, είχαν απλώσει τους χάρτες ενός πνευματικού αδιεξόδου
που δεν κράτησε περισσότερο από ένα μανιφέστο αλόγου έρωτος,
υπό το πρίσμα δύο ψυχών σε φορμόλη μουσείου φυσικής τρέλας.

Οι φίλοι μου με κράτησαν στο τελευταίο βήμα από την γέφυρα με τις μέλισσες,
που θα τσιμπήσουν τις φλέβες μου με εκφυλιστική αρρώστια,
τρεις μήνες πριν πεθάνω.

Χαμένα χρόνια, ανέπαφα αγγίγματα.

Την τελευταία μου μέρα στον αστικό ιστό της πλήξης, έστριψα στην Ιπποδρομίου
και το παλιό σου σπίτι ήταν σκεπασμένο με κουβέρτες:
“CONSTRUCTION – σκαλωσιές, εξέδρες, κερκίδες εκδηλώσεων”,
βαμμένο με γκρίζα εγκατάλειψη.

Σήμερα, σπίτι μου είναι το πηγαίο νερό,
όμως όσο απαλό κι αν γίνεται το δέρμα, είναι αλήθεια:
στο τέλος,
έμεινα με αυτούς που με άντεξαν,
κουβαλώντας στο πραγματικό μου πισωκείμενο,
ακόμα,
τον ιό της πόλης σου

 

 

Victims Of The System**

 

Όταν με κοιτάς από μακριά,
ανάμεσα σε ρεμπέτικα και επαναστάσεις,
μπορούμε να βάλουμε εκείνο το στοίχημα και να παίξουμε:
ποιος θα πιεί τις περισσότερες αμαρτίες
και μετά μεθυσμένοι,
να κλαίμε την κοινή ζωή που δεν διεκδικήσαμε.

Αν σου πω ότι θα μείνω, μην με πιστέψεις.
Η ζωή μου έχει την τάση να μεταβάλλεται καθημερινά
και εγώ βαρέθηκα να αναλώνομαι σε περασμένες δεκαετίες
που κουβαλάνε χρόνια τραύματα στην τσάντα.

Εμένα, το χειρότερο που μου έχει συμβεί είναι να πρέπει
ο εαυτός μου να μαζέψει την εαυτή μου
και πάλι, πρόκειται για νύχτες που, από άμυνα, δεν συγκράτησε η μνήμη μου,
λίγο πριν η φίλη μου αναφέρει το όνομα σου και πάθω κρίση άγχους
και χαρεί ο ψυχολόγος μου που τις ονομάζω κρίσεις ψυχής.

Δύο ολόκληρες γενιές που “δεν τους λείπει τίποτα” σέρνονται
ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους και κακές περιβαλλοντικές πρακτικές
και παλεύουν, άλλοι με καταχρήσεις, άλλοι με το κράτος
κι άλλοι και με τα δύο μαζί.
Άλλοι με σχολές και άλλοι με μουσικές,
μπροστά από βιβλιοθήκες γεμάτες Ρεμπώ
και γυναίκες του Καραγάτση να χορεύουνε στα ράφια.

Δύο λεπτά πριν την μεγάλη πτώση,
στον δρόμο,
κράτα μου το χέρι
να φτάσουμε πιο γρήγορα.

Αν τελευταία σου πω ότι ξυπνάω με όρεξη, μην με πιστέψεις.
Μέχρι να βραδιάσει αρρωσταίνω από υπερκόπωση
και η νύχτα σταμάτησε να με καλεί,
στο σπίτι δεν πιάνει σήμα.
Δεν είναι ότι με νίκησε ο κόσμος τους,
απλώς διακοπές δεν πήγα ούτε φέτος,
μόνο τρέχω χαμένη στις πόλεις όλου του κόσμου
και επιστρέφω πιο κουρασμένη.

Στην κουζίνα τα δανεικά αδιάβαστα πληθαίνουν,
με μένα να γυρνάω και να πέφτω σε λήθαργο άγραφων καιρών
και να αναρωτιέμαι:
πότε φτάσαμε μέσα Οκτώβρη;

Στην κουζίνα ακόμα βάζω τον ίδιο πρώτο δίσκο
και ακούω σε χίλιες επαναλήψεις το ορχηστρικό***,
με την ίδια απορία:
πώς σκατά δεν το ακούνε,
όταν με βλέπουν να περιμένω στο φανάρι.

Στην τελειότερη εκδοχή μας,
αν σου πω ότι δεν θα ξανά φύγω,
μην με πιστέψεις.
Λέω πολλές μαλακίες πότε πότε.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

* Ωχρά Σπειροχαίτη, “Εσωτερική Διαδρομή” στο Πρώτος Δίσκος (1996)
**ΛΑΡΓΚΟ, “Victims Of The System” στο ΛΑΡΓΚΟ (2017)
***Ωχρά Σπειροχαίτη, “…Ορχηστρικό” στο Πρώτος Δίσκος (1996)

 

 

 

 

Σύντομο βιογραφικό:

Η Φωτεινή με επίθετο Μεστροπιάν και ηλικία τα 22 έτη επιβίωσης στην πόλη της Θεσσαλονίκης, βάζει τις λέξεις σε μία σειρά, πότε το πρωί, πότε το μεσημέρι και κυρίως, το βράδυ, με σκοπό να ξετυλίξει το κουβάρι που της έλαχε αντί εγκεφάλου. Σε κάθε άλλο παρά ισορροπημένους καιρούς, γράφει για ανισόρροπες νύχτες, ντυμένες με δυσνόητες μουσικές και κίτρινα φώτα. Η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο Κοιμήσου, ο ήλιος δεν θα λάμψει κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πηγή και αποτελεί το πρώτο μανιωδώς δειλό της βήμα στον κόσμο των φθόγγων και των φωνηέντων, συμβολίζοντας για εκείνη ό, τι κι αν η ζωή μας αποτελεί, σε ένα ραφτό, κεντημένο άνισα, τόσο με ευτυχία, όσο και με θλίψη.