Η ποιητική συλλογή της Ευαγγελίας Τάτση Φυτά Εσωτερικού Χώρου (εκδ. Βακχικόν, 2022) διαπερνάται στο σύνολο της από ετερονομικά δίπολα προσπαθώντας σκόπιμα να πυκνώσει τις αντιφάσεις. Η νεωτερικότητα είναι το κατ’ εξοχήν αισθητικό, φιλοσοφικό και πολιτικό ρεύμα το οποίο βασίζεται στη μέθοδο που τοποθετεί απέναντι τους δύο αντίθετους πόλους των εννοιών και του κόσμου. Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τη νεωτερικότητα στην περίφημη φράση «η άρνηση της άρνησης». Η πολιτισμική παραγωγή της νεωτερικότητας διαπερνάται από μια κεντρική διαλεκτική, την σύγκρουση μεταξύ δύο αντικρουόμενων και συμπλεκόμενων πλευρών: από τη μια αυτής του κατακερματισμένου, διαρκούς μεταβαλλόμενου, ασταμάτητα ασταθούς και απρόβλεπτου, και από την άλλη αυτής του συνεκτικού, του σταθερού, του αιώνιου και αμετάβλητου (Παπαγκίκας 2012). Η σύγκρουση έχει τόπο και χρόνο.

Γράφει η Τάτση, στο ποίημα ENDLESS LOOP: «Ο κόσμος / μέσα μου / βυθίζεται / όπως / το χαλίκι / βυθίζεται / αργά / στο βάθος / του ωκεανού / χωρίς / να βουλιάζει / ποτέ.». Με τον ίδιο τρόπο και στο ποίημα ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΣΟΥ ΔΕΙΞΕΙ, ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ: «Είμαι όσα έγιναν / ενώ όσα έγιναν δεν είναι / –αντίφαση–». Ή στο ποίημα του Σάμουελ Μπέκετ το οποίο παρατίθεται «αυτό εδώ λοιπόν / ακόμα κι αυτό εδώ / υπάρχοντας / δεν υπάρχει / ας μιλήσουμε γι’ αυτό.». Η άρνηση αρνείται την ύπαρξη της καθώς ο κόσμος βυθίζεται χωρίς να βουλιάζει ή υπάρχοντας χωρίς να υπάρχει.

Η ουτοπία ετυμολογικά είναι ο μη τόπος. Είναι ο ετερονομικός πόλος του τόπου, του εδώ. Είναι ανύπαρκτος, αλλά καθώς σκιαγραφείται ετερονομικά αρχίζει να γίνεται δυνατό περιγραφής. Ο τόπος είναι κατ’ εξοχήν πεδίο αντιφάσεων, ειδικά από τη στιγμή που το παρόν δεν είναι απλά τόπος, αλλά δυστοπία. Για την Τάτση η δυστοπία συνοψίζεται στο ποίημα ΣΕ ΥΨΗΛΗ ΑΝΑΛΥΣΗ: «Βλέπω όσα θα πω / και είναι σαν να βλέπω / ένα μαύρο ρούχο / σε ανάστερη νύχτα / η λύπη των ανθρώπων. / … / τα σύννεφα πέφτουν / μέσα στην τρύπα του κόσμου / σαν άνθρωποι».

Η αντίθεση μεταξύ της ουτοπίας, δηλαδή του ανύπαρκτου τόπου και της δυστοπίας, δηλαδή της τρομακτικής ή ανεπιθύμητης κοινωνία, επικεντρώνεται στη λέξη αλλού. Γράφει η Τάτση στο ποίημα «Η ΑΠΕΙΡΗ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΦΥΓΗΣ I»: «Εκεί, είναι οπουδήποτε / αλλά είναι κάπως στενά / … / αλλού / θα είναι πάλι πιο στενά / … / να μη φτάνεις / μα πάντα κάπου πιο στενά / να ’χεις να πας.» και συνεχίζει στο ποίημα «Η ΑΠΕΙΡΗ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΦΥΓΗΣ II»: «Αλλού είναι εκεί που δεν είμαι. / Να φύγω είναι απόφαση / να φεύγω είναι το αντίθετο. / Ζω σ’ ένα σπίτι που οι προορισμοί / έρχονται για να μείνουν».

Απέναντι σε μια γραμμική πορεία αποκάλυψης της αλήθειας, τα υπαρξιακά ερωτήματα εμφανίζονται σε μια σπειροειδή κίνηση που μοιάζει με τυφώνας, φτιάχνοντας συνεχή σπιράλ όπως στο ποίημα Η ΝΥΧΤΑ, ΤΟ ΤΡΙΖΟΝΙ ΚΙ ΕΓΩ: «Αυτή η νύχτα / είναι μια μπάμπουσκα / μέσα της / βρίσκομαι εγώ / –μια άλλη νύχτα– / μέσα μου / είναι αυτό το τριζόνι / μέσα στο τριζόνι / μια άλλη νύχτα / πάλι εγώ / άκου, / αυτή η νύχτα τρίζει / Τρ, τρ, τρ ,τρ, τρ / τρ, τρ, τρ, τρ, τρ.». Ακριβώς στο ίδιο μοτίβο, το ποίημα ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΕΡΠΑΤΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ II: «Κάποτε η ένωση / γίνεται ίδια με το τίποτα / τη στιγμή που σβήνει το περίγραμμα / και τα σύννεφα γίνονται βουνά / και τα βουνά γίνονται σύννεφα / κι όλα ένας ορίζοντας άχρωμος / όπως η απουσία του ορίζοντα. / Στην πλατεία που δεν έχει πουλιά / εξαφανίζονται οι άνθρωποι / σαν τα δέντρα που μόνα τους / γίνονται ίδια με τις πέτρες. / Τα δέντρα πέτρωσαν / γιατί οι άνθρωποι / έγιναν δέντρα ακίνητα / (όπως τα σύννεφα γίνονται βουνά / και τα βουνά γίνονται σύννεφα.) / Και δεν είναι θαυμάσια / η στιγμή αυτής της ένωσης / που η ζωή μένει γυμνή / όπως η πέτρα». Το ίδιο και στο ποίημα ΔΙΑΚΕΚΑΥΜΕΝΗ ΖΩΝΗ, όπου λέει: «Εδώ / έχω στο στόμα / την υγρασία των ανθρώπων / από τη μια / την ξηρασία της ματαιότητας / από την άλλη / –άπνοια μέσα μου– / από τη μια / η μνήμη εξατμίζεται / από την άλλη ξεχειλίζει / από τη μια / ο χρόνος στο ζενίθ / από την άλλη ο χρόνος στο ζενίθ / –δυο φορές– / στους τροπικούς ανάμεσα / οι νύχτες μικραίνουν / από τη μια / κι από την άλλη / και μικραίνουν τόσο / που δεν χωρούν ποτά παράφορα / –μετά τα μεσάνυχτα– / παρά χωρούν / στεγνές αγρύπνιες / σαν μια κανονική εργάσιμη / που ξημερώνει / άπνοια
μέσα μου / στο μάτι του κυκλώνα.». Τέλος, στο ποίημα ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΕΡΠΑΤΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ I, η Τάτση γράφει: «Ας υποθέσουμε πως ανοίγει μια πόρτα∙ / στο βάθος βλέπεις το σπίτι σου, / αρχίζεις να περπατάς συγκεντρωμένος σ’ αυτό / … / στην πλατεία οι άνθρωποι περπατούν / όπως αυτοί που επιστρέφουν / στην προηγούμενη ζωή τους∙ / … / όμως η προηγούμενη ζωή είναι πίσω / –ο ορίζοντας είναι δεμένος στην πλάτη μας–». Στη νεωτερικότητα, για πρώτη φορά ίσως, ο καλλιτέχνης μοιάζει να συνειδητοποιεί την ανάγκη μιας κριτικής των ίδιων των συνθηκών ανάδυσης του ως ιστορικού υποκειμένου αλλά και των συνθηκών
παραγωγής του αντικειμένου του (Δασκαλοθανάσης 2004, σελ. 105). Γράφει η Τάτση στο ποίημα Η ΠΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΟΥΤΣΙΩΝ (ολόκληρο): «Ο κόσμος δυστυχώς / γεννήθηκε με μια συγγενή δυσπλασία / –με πιο κοντό το δεξί του πόδι– /
Όταν μεγάλωσε, για να τα βγάλει πέρα / έφτιαξε ένα ζευγάρι παπούτσια / με άνισα τακούνια / –για να τα φτιάξει χρησιμοποίησε ανθρώπους– / Όσοι βρέθηκαν απ’ τη μεριά / που ο κόσμος έγερνε / έμαθαν τι θα πει καταπίεση / –ψηλώνοντας το κοντό πόδι του κόσμου– / Κάποτε οι άνθρωποι κουράστηκαν / είπαν ο κόσμος πρέπει ν’ αλλάξει / και τον χειρούργησαν / όμως ξέχασαν να του αλλάξουν παπούτσια / Έτσι ακόμα / ο κόσμος γέρνει».

Η διαλεκτική είναι διαδικασία. Η διαλεκτική μέθοδος, όπως την οραματίστηκε ο Χέγκελ, είναι μια ατέρμονη διαδικασία ακριβώς επειδή η σύνθεση που επιτυγχάνεται σε ένα στάδιο γίνεται η θέση για το επόμενο στάδιο της διαλεκτικής εξέλιξης. Στο ποίημα Ο ΚΡΟΤΟΣ ΤΗΣ ΑΡΘΡΩΣΗΣ, η Τάτση γράφει: «Ο κόσμος ήταν πάντα γέρος / είναι ο παππούς μου / ο δικός μου παππούς. / Τρίζει τα δόντια του / για να με τιμωρήσει / από τότε που πέθανε. / Η τιμωρία είναι τρόπος ευθανασίας / η λύπη είναι απρόβλεπτη / είναι δίκαιη / και την προτιμώ σκέτη. / … / θρυμματίζω τον καταρράκτη του χρόνου∙ / έχω την ηλικία του κόσμου που ονειρεύομαι. / Η ψυχή είναι κρυμμένη στους μύες της λεκάνης μου∙ / τρέχω για να μείνει όρθια.». Η διαδικασία μοιάζει με το ποδήλατο, προχωρώντας στέκεται. Στο ποίημα ΜΟΝΟ ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΜΕΝΟΥΝ ΖΩΝΤΑΝΟΙ: «κι απ’ τους πολλούς θανάτους τους / ώσπου να συνηθίσουν / στην ωχρότητα της απώλειας / … / μέχρι που ο Θεός / να εγκαταλείψει
τον θρόνο του». Το τέλος της διαδικασίας αυτής της εξέλιξης είναι η εγκατάλειψη του Θεού.

Ο Χέγκελ θεωρούσε τη διαλεκτική μέθοδο ή τον «τρόπο νόησης που ενέχει αισιοδοξία» ως το σήμα κατατεθέν της φιλοσοφίας του και χρησιμοποίησε την ίδια μέθοδο στη Φαινομενολογία του Πνεύματος. Ο Χέγκελ περιγράφει αυτή τη διαδικασία ως μια διαδικασία «αυτο-ένωσης». Το αγγλικό ρήμα του «ενώνειν»
μεταφράζει την τεχνική χρήση από τον Χέγκελ του γερμανικού ρήματος aufheben. Ο Χέγκελ λέει ότι το aufheben έχει διπλή σημασία: σημαίνει ταυτόχρονα ακυρώνω (ή αναιρώ) και διατηρώ. Στο ποίημα Η ΑΠΟΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΒΡΕΦΟΚΟΜΟΥ γράφει: «Σ’αυτή την πόλη / γεννιούνται μόνο / παλιά σπίτια / και γεννιούνται / πεθαμένοι / που τραγουδάνε / μανάδες πηγαινοέρχονται / σε δικαστήρια και τάφους / πηγαινοέρχονται με τσακισμένες βάρκες / στα χέρια μου / τα χέρια μου / είναι γεμάτα με μωρά που κλαίνε / με τα μωρά / χορταίνουν χρόνια / τα ερείπια». Η διαλεκτική είναι μια διαδικασία επανάληψης, στα πλαίσια της εξέλιξης της, κάθε νέο στάδιο της έχει πόλους, όπως στο ποίημα ΟΙ ΣΤΑΓΟΝΕΣ: «Η αμφιβολία δεν είναι λέξη / είναι οι σταγόνες / κάθε πιθανού μέλλοντος / που θα ζήσουμε / ανόητα / αν έχουμε λίγες / αμέτοχα / αν έχουμε πολλές». Η διαλεκτική είναι διαδικασία και όπως όλες οι διαδικασίες έχουν δυσκολία ορισμού του σημείου εκκίνησης, της αφετηρίας. Στις κοινωνικές επιστήμες είναι διαρκές ερώτημα η εύρεση όχι μόνο του αφετηριακού σημείου, αλλά και των ειδικών χαρακτηριστικών που το χαρακτηρίζουν. Συνήθως πρόκειται για μια αφαιρετική σύμβαση μιας κατάστασης, η οποία έχει ιδεώδη ή καθαρά χαρακτηριστικά. Γι αυτό η Τάτση, στο ποίημα ΔΕΔΟΜΕΝΟΣ ΧΩΡΟΣ, γράφει: «Η ανθρώπινη ιστορία / ξεκινά απ’ τη μέση. / Αν ξεκινούσε απ’ την αρχή / θα είχε δει το τέλος./ … / Η μέση της ιστορίας / είναι ο μόνος χώρος / που έχουμε / για να ζήσουμε.». Με τον ίδιο τρόπο, στο ποίημα ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ, γράφει: «από τη μέρα που γεννηθήκαμε / είμαστε / μέσα στη βάρκα / στη μέση της θάλασσας / κανείς εδώ / δεν πεθαίνει από γεράματα». Η μέση εξυπηρετεί την διαφυγή από μια αρχική κατάσταση από τη μια, και από την άλλη συγκεντρώνει τη μεστότητα του προτσές που έχει διανύσει ήδη μια πορεία. Τέλος, στο ποίημα ΤΑ ΜΑΝΟΥΑΛΙΑ, η Τάτση γράφει: «Η πατρίδα μου / είναι πατρίδα στη μέση / και Θεός γύρω γύρω / ένα νησί που αργά / το τρώει η θάλασσά του∙ / τώρα πια ξέρω / τι χρειάζονται οι αμμουδιές της∙ / εκεί τα κεριά μας ανάβουμε- / για να συγχωρεθούμε.».

Η διαλεκτική δημιουργεί ένα διαρκές παρόν το οποίο είναι δέσμιο της κάθε φορά προηγούμενης κατάστασης. Χωρίς το παρελθόν, το τώρα, δεν θα μπορούσε να υπάρξει, αλλά τη στιγμή που υπάρχει, συντελείται μια ά-συνέχεια. Για τον Αριστοτέλη, η μνήμη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς «φάντασμα», δηλαδή φαντασιακή
εικόνα. Για τον Μπένγιαμιν το περιεχόμενο μιας ανάμνησης βρίσκονται εικόνες του παρελθόντος οι οποίες δεν ανασυγκροτούν αυτό που υπήρξε, αλλά αναδεικνύουν την πραγματικότητα τη στιγμή που αυτή ήρθε στο φως. Το παρελθόν γίνεται πεδίο ανεκπλήρωτων δυνατοτήτων. Οι εικόνες του παρελθόντος δείχνουν ένα μέλλον που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, ένα μέλλον υποσχέσεων και ξαστοχημένων ονείρων (Καρύδας και Σταυρίδης 2004, σελ. 161). Η μνήμη σημαίνει απώλεια. Η μνήμη της απώλειας έχει ένα περιεχόμενο και μια μορφή: ένα εμπειρικό σημείο αναφοράς και ένα σημειωτικό μέσο. Η λησμονιά είναι η πιο φλογερή λαχτάρα, λέει ο Μπρετόν, τον οποίο παραθέτει η Τάτση.

Από την άλλη, η σημερινή δυστοπία κάνει τα υποκείμενα να εξιδανικεύουν το παρελθόν. Σε μια περίοδο με ζοφερό μέλλον, η ανάμνηση λάμπει, πολλώ δε μάλλον αν λάβουμε υπ’ όψη το πέρασμα του χρόνου στον άνθρωπο. Γράφει η Τάτση SPC / (ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ): «Οι αναμνήσεις / είναι μια νόσος αυτοάνοση / τρώει τα κύτταρα του μέλλοντος.», και στο ποίημα ΟΙ ΕΞΑΦΑΝΙΣΜΕΝΟΙ: «Δέκα χρόνια μετά / εξερευνούσαμε δρόμους / μακριά απ’ τη γειτονιά μας / και μια πλατεία κατάλληλη / για επερχόμενους έρωτες / (γιατί ο έρωτας ζει σε άγνωστους δρόμους / μακριά απ’ το σπίτι.) / Κάθε μέρα συναντιόμαστε / σε κείνη την πλατεία / με τα μεγάλα δέντρα / –δίπλα στο καινούριο μου σπίτι– / στα κόκκινα παγκάκια της / καθόμαστε όλοι / οι εξαφανισμένοι.». Ο χρόνος περνάει μέσα
από τα υποκείμενα δημιουργώντας υπαρξιακά ερωτήματα, αλλά καθώς η Τάτση παρατηρεί προκαλεί μια μίξη χιούμορ και βαθιάς λύπης. Γράφει στο ποίημα ΜΗΤΡΙΚΗ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗ: «(Διακεκριμένες κλοπές) / Η μάνα μου / πιστεύει πως τα βράδια / της κλέβουν τα υπάρχοντα / στη θέση τους βάζουν άλλα / δεύτερα και φτηνά. / Αυτό το τραπεζάκι του σαλονιού / δεν είναι το δικό της που γυάλιζε / το καινούριο ψυγείο / που πήρε στη σύνταξη / το άλλαξαν μ’ αυτό το χαλασμένο / την κουζίνα με τις κεραμικές / με μια άλλη που δεν ψήνει νόστιμα φαγητά / το φόρεμα που έραψε στον γάμο μου / ποτέ δεν τη χόντραινε / τα παράθυρα τώρα τρίζουν / όπως τα κόκαλά της / που δεν έτριζαν. / … / Όταν οι άνθρωποι γερνούν / μικραίνουν πολύ, πάρα πολύ / τόσο που να χωράνε στην καρδιά μας.».

Γυρνώντας στην αρχική αντίφαση μεταξύ δυστοπίας και ουτοπίας στα πλαίσια της διαλεκτικής ενότητας των αντιθέτων, η Τάτση αντί επιλόγου επανανοηματοδοτεί την ουτοπία όχι ως ανύπαρκτο τόπο, όπως στην αρχή αλλά ως χαραμάδα για έναν άλλο κόσμο. Παραθέτει τους στίχους της Έμιλι Ντίκινσον «Είναι μια κλίση του
φωτός / απόγευμα χειμερινό / που μας συνθλίβει σαν σκοπός / από καθεδρικό ναό.» κι έπειτα το ποίημα ΦΩΤΟΠΤΕΡΑ: «σε κάθε περίπτωση / όπως εγκλωβισμένη είμαι / στον κόσμο / ταυτόχρονα ο κόσμος / εγκλωβισμένος σε μένα / βρίσκεται / η λύση προϋποθέτει μια διάρρηξη / μια ελάχιστη χαραμάδα / –η εικόνα της χαραμάδας / … / το φως / είναι ζωντανό και πετούμενο / είναι πουλιά το φως / και είναι τα φτερά τους.». Η φύση και το φως είναι οι πολιορκητικοί κριοί της ουτοπίας. Ή με τα λόγια του Ροζάνη (2017), «η ουτοπία δεν είναι εικόνες φαντασιακής εκπλήρωσης του παρελθόντος. Είναι μια διαρκής εξεγερτική κατάφαση του μη δυνάμενου να ολοκληρωθεί και μαζί μια απόλυτη πίστη σε αυτό, μια γοητεία που ωθεί την ψυχή να οραματίζεται και να προαναγγέλλει το λανθάνον μέσα στο πραγματικό, το λανθάνον ως δυναμική ενός ‘καθ’ οδόν’ προς τον κόσμο».

 

Φάνης Παπαγεωργίου

 

Αναφορές:

Δασκαλοθανάσης Ν. (2004) Ο καλλιτέχνης ως ιστορικό υποκείμενο: από τον 19ο στον 21ο αιώνα, εκδόσεις Άγρα, 2004.
Καρύδας, Δ., Σταυρίδης, Σ. 2004, «Εικόνες οδοδείκτες της ιστορίας» στο W. Benjamin, Μονόδρομος, Άγρα.
Ροζάνης Σ, Η ουτοπία και οι εικόνες της, εκδ. Έρμα 2017.
[SL-dG], Georg Wilhelm Friedrich Hegel: The Science of Logic [Wissenschaft der Logik], translated by George di Giovanni, New York: Cambridge University
Press, 2010.