Όνειρα πάνω σε ρέμα
Δικαστής κι ονειροκρίτης, δεν πρόκειται να γίνω. Μα ώρες-ώρες α π ο ρ ώ, με κόσμο που επιμένει να ξυπνά και να κοιμάται πλάι σε μπαζωμένα ρέματα, ή σε ξεχερσωμένα βαλτοτόπια· να χτίζει σπίτια όπως η ομόνοια, αδιαφορώντας επιδεικτικά για τη διχόνοια του Άνω με τον Κάτω κόσμο, την οποία προξενούν οι —εν Ελλάδι— ονειρογκρεμιστές σεισμοί. Το αμαρτωλό μας παρελθόν, εμπλουτισμένο με προχειρότητα και αντιπαροχή, δείχνει κ α ν έ ν α ν να μην έχει παραδειγματίσει: όχι μονάχα τους «ευκαιριατζήδες» μικροαστούς, αλλά και τους νεόπλουτους, και τους εν γένει έχοντες καβούρια μες στες τσέπες· χτίζουν αβέρτα παν’ σε ρέματα, τα γυάλινα της ευτυχίας τους παλάτια, πατώντας σε έδαφος ολότελα σαθρό, συνάμα κι ακατάλληλον δια βίον ανθόσπαρτον.
Ωστόσο με τα χρόνια, κακτόσπαρτη, και των νεόπλουτων, είναι η ζωή· και όσο ζουν… βαδίζουν. Γι’αυτό καλύτερα να μ η ν τους στήνετε εύκολα σε τοίχους, Καισαριανές και Κοκκινιές. Φτέρνες σκληρωμένες έχουν κ α ι τα πόδια των νεόπλουτων, και τέως μικροαστών. Είναι, άλλωστε, γνωστή η εξοικείωση που αποκτάται, ειδικά κατά το βάδισμα πάνω σε αγκάθια, με τις βελόνες πιά να μοιάζουν —μετά από τόσο ποδοπάτημα— με γρασίδι ξεραμένο, άρα και ανώδυνο. Σε τελική ανάλυση, όλα τα παραπάνω είναι —στο τέλος— λίγο-πολύ γνωστά, με την ανθρώπινη ύπαρξη να στεφανώνεται κ α ι με αγκάθια. Κι όσοι πλουτίσαν —απ’τη μιά μέρα στην άλλη— με τρόπο αθέμιτο και δίχως τύψεις, τώρα είναι η ώρα η κατάλληλη, για να διακόψουν την ανάγνωσή τους.
Γι’αυτό να μας επιτραπεί έστω για λίγο —στις παρακάτω αράδες λέξεων— ο εξοστρακισμός του λίγο-πολύ προβλέψιμου, μες στες ζωώδεις αντιδράσεις του, γένους των ανθρώπων. Στη θέση του —και προφανώς σε ένα παράλληλο σύμπαν— όλα τα ζώα του κόσμου θα συνεννοούνται σε μία πανανθρώπινη, με συγχωρείτε, «παν-ζωική» ντοπιολαλιά. Μια γλώσσα τύπου εσπεράντο, όμοια για αμφότερα τα βασίλεια: ζώων (πλην των «Λακε-δο-δαιμονίων» ανθρώπων, φυσικά) και φυτών· δεμένα πισθάγκωνα με τροφική αλυσίδα, δίχως ανθρώπινη παρέμβαση, άρα —μάλλον— ούτε και θεϊκή.
Ένα συννεφόκαμα από πανουσέντονα, εν είδει προίκας, καλύπτει τα —γεμάτα με δανεικά σπιτόνειρα— άδεια ακίνητα εκατέρωθεν του ρέματος, που σας προείπα. Έτσι, χωρίς ανθρώπια και άλλες περιττές χρονοτριβές, επιστρέφουμε επιτέλους στη σιγή μιάς τέτοιας, μπαζωμένης ουτοπίας. Σε μία από τις όχθες της, μιά γάτα μόνη κι όρθια στα πίσω πόδια, και μπρος σ’ένα πεζούλι, έχει κλείσει ερμητικά με την αγκαθωτή της γλώσσα το διάκενο ανάμεσα σε δύο κατακόρυφες πλάκες Καρύστου, το οποίο συνιστά και οδό ταχείας κυκλοφορίας για ουλαμό μυρμηγκιών, που μεταφέρνει όλα τα προς το ζην, προς την υπόγεια βάση της αποικίας. Είναι οι μέρμηγκες, λοιπόν, κείνοι οι εξαίρετοι χτιστάδες και κουβαλητές· και μάλιστα σ’αυτό, δε, το σημείο αξίζει να τονίσουμε, το ότι κανένας μέρμηγκας δεν βλάφτηκε για τους σκοπούς της ιστορίας μας, μα ούτε και ζητήθηκε από τους γνωστούς ακάματους και «έντομους» εργάτες, να απομακρύνουν χώματα και μπάζα, αφού όλες οι στοές κι οι διακλαδώσεις της φωλιάς είχαν προκύψει εκ παραδρομής. Βγάζανε μάτι οι εγκλωβισμένες φυσαλίδες που παράχθηκαν ανάμεσα στις πρόχειρα συγκολλημένες, με αρμό δευτέρας διαλογής… αυλακώδεις και υποκίτρινες, πλάκες πεζοδρομίου για τυφλούς. Η αυξημένη τους κινητικότητα —πλάκες να σου πετύχουν δηλαδή— έδινε στον εκάστοτε διαβάτη, την αίσθηση ενός στρώματος νερού, την αίσθηση του περπατήματος στη θάλασσα. Θαύμα!
Και ως εκ θαύματος λοιπόν, λαμβάνει χώρα, κάπου εδώ, μία ε κ τ ρ ο π ή· πρώτιστα, μία εκτροπή της… «μυρμηγκο-φορίας» προς τον στοματοφάρυγγα της όρθιας γάτας, που έμενε λέει για μέρες νηστική, ελλείψει ανθρώπων και, συνεπώς, κ α ι γατοτροφής: τροφής που έκανε το ζωντανό ολότελα επιλεκτικό, ακρωτηριάζοντάς του έτσι με τα χρόνια, το ένστικτο για ψάξιμο τροφής απ’την π η γ ή , από το χώμα. Μόνη του ελπίδα ήταν πιά: αυτό το «μάννα» — πλήρες πρωτεϊνών, και κατερχόμενο εκ της κορυφής βραχώδους πεζουλιού από πλάκα Καρύστου.
Μαχόμενο στο να ξεφύγει από του γάτου τα δόντια, το μυρμηγκότσουρμο έχανε —στο μεταξύ— συχνά τον προσανατολισμό του· γι’αυτό και κάποιοι εργάτες — στην απέλπιδα προσπάθειά τους να ξανάβρουν την οπή των κεντρικών γραφείων της μυρμηγκοφωλιάς, ρυθμού bauhaus, που ήδη δεχόταν τα σήματα κινδύνου από την επιφάνεια – στο τέλος πέφταν ηρωικά, στις ράγες των πλακών για τους τυφλούς. «Φοβούμαι πως, όταν μετρηθούμε, θα βρεθούμε παρακάτω», ξεστόμισε μέσα απ’τις σήραγγες, ένας μέρμηγκας από το συνδικάτο των εργατών, υποδεχόμενος με τρόπο ποιητικό τους τραυματίες.
Εν όψει των βαρέων απωλειών, που ήδη καταγράφονταν σε αριθμό και ηθικό, διατάχθηκε άμεση αντεπίθεση —με διπλή, μάλιστα, κίνηση αντιπερισπασμού— και με σκοπό, φυσικά, την κάμψη του ηθικού του αναιδούς αιλουροειδούς. Από τη μιά, ορδές σαν και του Τσενγκισχάνου —διαγράφοντας παρόμοιες τροχιές που εσχημάτιζαν το σύμβολο του απείρου— έκαναν υποδόριες επιδρομές στο τρίχωμα του γάτου, προκαλώντας του έτσι έντονο κνησμό, και με αποτέλεσμα η γλώσσα του συχνά, να χάνει μέρος της αγκύρωσής της εντός του κενού μεταξύ των πλακών Καρύστου. Από την άλλη, ένα δεύτερο απόσπασμα διαπέρασε την εκ του φυσικού χνουδωτή γραμμή άμυνας εντός του αυτιού της γάτας, και κατευθύνθηκε ευθύς προς έσω ους της τελευταίας.
Ήταν η στιγμή της φωνητικής, μετά χωνίου, επίδοσεως τελεσιγράφου, που αξίωνε την άμεση απελευθέρωση των αιχμαλώτων, με την παράλληλη απαίτηση για διεξαγωγή νεκρικής πομπής, που θα απόβλεπε στον νεκροπρεπή ενταφιασμό εκείνων των εργατών, που δεν άντεξαν τις όξινες και διαβρωτικές, γαστρικές αναθυμιάσεις εντός του πεπτικού σωλήνος του θύτη. Στην περίπτωση που το τελεσίγραφο θα απορριπτόταν, μέρος της μυρμηγκώδους κουστωδίας θα επιχειρούσε α π ό β α σ η στη ρινική κοιλότητα της πειναλέας γαλής, έχοντας ως απώτερο σκοπό το φτάρνισμα της τελευταίας και —συνεπεία αυτού του αντανακλαστικού— την βίαιη έξοδο των, μη εχόντων οδό διαφυγής, νεκροζώντανων εντόμων.
Η διαπραγμάτευση ήταν ολιγόλεπτη, και δίχως ευτυχή κατάληξη. Ο πεινασμένος θύτης, αρχικά, είχε αντιπροτείνει να κρατήσει ένα μέρος των επισήμως καταγεγραμμένων θυμάτων, με σκοπό την χώνεψή τους και, συνεπώς, την επιβίωσή του για μία ακόμα ημέρα. Του κάκου, όμως, διότι μεν η γάτα φταρνίστηκε και πέθανε την επομένη· αλλά και την μεθεπομένη, μιά άλλη γάτα απ’ το πουθενά, υπέστη ακριβώς τα ίδια δεινά, έχοντας καταναλώσει τα εναπομείναντα μυρμήγκια, που δεν πρόκαμαν να μπουν στα καταφύγια, κάτω από τις γνωστές… αυλακώδεις υποκίτρινες
πλάκες πεζοδρομίου για τυφλούς. Γάτες και μυρμήγκια αντάλλαξαν λόγια σκληρά, μιλώντας μιά δική τους «παν-ζωική» ντοπιολαλιά, μέχρις ότου γύρισαν —ανέλπιστα— οι άνθρωποι από τις εξοχικές τους κατοικίες, φέρνοντας μαζί τους σάκους ξέχειλους από αγάπη και γατοτροφές, μες στις αποσκευές τους. Η ισορροπία έδειχνε να αποκαθίσταται, ενώ το μέλλον προφανώς και θα παρέμενε ανοικτό, σε όποιο νέο μηχάνεμα θα επινοούσανε οι δίποδοι —των ονείρων τους— νοικάρηδες, εκατέρωθεν του μπαζωμένου ρέματος.
Δεν έχει σημασία σε ποια γλώσσα, μιλούν τα όνειρά σου·
ούτε ακόμα κι αν τα έχτισες σε ρέμα.
Μα για να ξεκινήσει η ό π ο ι α πάλη,
—με σκοπό το αλληλοσκότωμα, τη συνεννόηση,
και ίσως και με τον καιρό, μια κάποια συμφιλίωση—
ίσως, θα πρέπει πρώτα να χεις φάει κάτι.
Σύντομο βιογραφικό:
Με καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη, ο Ζώης Ξένος γεννήθηκε το 1981 στην Αθήνα, όπου και διαμένει. Είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ, υποψήφιος διδάκτορας στο ΕΚΠΑ, ενώ εργάζεται και ως μεταφραστής.