Το μηδέν της επιθυμίας: Μία προσέγγιση της συλλογής Το πούρτσον που κουτσαίνει της Ανθής Θεοχάρη
Βασίλης Λορεντζάκης*
Η συλλογή Το πούρτσον που κουτσαίνει (εκδόσεις Ρώμη, 2023) είναι η πρώτη της Ανθής Θεοχάρη, μαρτυρά παρά ταύτα τη βαθιά και μακρόχρονη επεξεργασία των γλωσσικών της τρόπων, χωρίς παράλληλα να επαίρεται και να αυτοπροβάλλεται για την ωριμότητα και την αυτοπεποίθηση του ύφους της. Το επιβεβαιώνει αυτό η δόμηση της συλλογής, η οποία από το πρώτο της κείμενο, την Παλαιστίνη, ρίπτει την ανάγνωση στο κέντρο του ενδιαφέροντος και από εκεί κάθε επόμενο κείμενο διανοίγει νέους πολυμορφικούς, πολλαπλά δομημένους ορίζοντες που με τη σειρά τους εκκαλύπτουν επάλληλα επίπεδα ερμηνειών, αλλά και ετερόκλητων διαδράσεων με τις λέξεις και τις ηδυπαθείς εμπειρίες της λογοτεχνικής πράξης.
Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι ολόκληρη η συλλογή δεν συνιστά ένα σύστημα σκέψης, ούτε ότι είναι ένα ασπόνδυλο και ασύνδετο συνάθροισμα άσχετων αναμεταξύ τους κειμένων. Αντιθέτως εδώ θα υποστηριχθεί ότι τη συλλογή διατρέχει μία γραμμή, η οποία συνενώνει το σύνολο αναπτύσσοντας εφαπτόμενες αναστοχαστικές θεματικές εντός των πολυποίκιλων λεκτικών τεχνουργιών και μεθόδων. Αυτή η θεματική όσο και λογοτεχνική ποικιλία φαινομενικά μόνο επιλέγει εύκολα αναγνωρίσιμους κώδικες και παραπέμπει συνειδητά σε μοντερνιστικούς κανόνες του ελληνικού και δυτικού πανθέου (π.χ. πολύ ενδεικτικά: Rimbaud, Καρυωτάκης, Pound, Σαχτούρης, René Char, Εμπειρίκος, Plath, Γώγου κλπ.), ακριβώς για να υπερβεί την απλή αναφορά και να επεκτείνει με τον διάλογο το πεδίο αναδόμησης και περιπλοκής το οποίο πλάθει το κειμενικό σύμπαν της συλλογής.
Το αποτέλεσμα είναι ότι ο άξονας της συλλογής γίνεται έκκεντρος και διαρκώς μετακινούμενος, χωρίς πάντως οι μεταθέσεις του να περιστρέφονται μόνο γύρω από το εγώ του πομπού ή το εσύ της απεύθυνσης ή της ανάγνωσης, οπότε και το ύφος δεν είναι στενά και ομφαλοσκοπικά φορτισμένο και επενδεδυμένο με αισθηματολογίες∙ αντίθετα μπορεί να γίνει διακριτή μία πλάγια υπονόμευση των όρων και θέσεων της ίδιας της υποκειμενικότητας και κατά συνέπεια της γλωσσικής, αυτοαναφορικής ηδονικότητας της γράφουσας τη συλλογή, υπενθυμίζοντας τα όρια ελέγχου και πραγμάτωσης αυτού του πεδίου –του κειμένου– που καλεί την ανάγνωση στη διεύρυνση της εμπειρίας του. Για αυτό η συλλογή άλλωστε δεν έχει ανάγκη από γλωσσικά και άλλα πυροτεχνήματα: απουσιάζουν οι διαγλωσσικές και ενδογλωσσικές υπερβάσεις, αποφεύγεται ο λυρισμός και προτιμάται συχνά η πεζότητα, η σύνταξη και η εκφραστικότητα δεν είναι δύσκολες ή δυσνόητες παρά μόνο ελλειπτικές, πλήρης η αδιαφορία για τις μετρικές και ηχητικές ακροβασίες και για τα γλωσσοπαίγνια. Και γενικά η σοβαρότητα αυτής της συλλογής μπορεί να συναχθεί από την απλότητα, λιτότητα και εν πολλοίς εντιμότητα των υλικών και των δυνάμεων της γλώσσας της, με έντονο ρεαλισμό και βαθύτατη συναίσθηση της ευθύνης της, αλλά και με μία ανοικτότητα στις δυνατότητες των λέξεων για παραγωγή πολλαπλών ερμηνειών και ιχνών των αποσταθεροποιητικών παραγόντων που αναιρούν οποιαδήποτε προσπάθεια για τελική και οριστική, χωρίς καμία ενδεχομενικότητα, τάση για βεβαιότητα και τελειότητα του τεχνικού εγχειρήματος.
Όχι η συλλογή δεν είναι άψογη και απολύτως στιβαρή από κάθε άποψη∙ μάλλον καταδεικνύει τη σαθρότητα του εδάφους και των ρωγμών της, τη ματαίωση των λόγων και των λέξεων, των θέσεων και ακόμα των (γλωσσικών) πράξεων που η ίδια εισάγει και μεταχειρίζεται. Αυτό όμως δεν είναι αποτέλεσμα μικρής εμπειρίας, είναι παραδοχή της αδυναμίας της εμπειρίας και της σημαίνουσας γλώσσας να παίξει τον «ρόλο» του δομικού στοιχείου της τέχνης, της συγκρότησης της σχεσιακής υποκειμενικότητας που αναδύεται στην ανάγνωση της γραφής.
Η συλλογή είναι σχετικά μικρή –ξεκινά στη σ.13 και τελειώνει με τη σ.59– και περιλαμβάνει 44 κείμενα, σύντομα ως επί το πλείστον, κάποια δύο ή ενός μόλις στίχου, συχνά και άτιτλα, σαν ιντερμέδια που κλείνουν ή διακρίνουν (φαντασιακές;) θεματικές «ενότητες». Αυτή η δυσαρμονία του βάρους και του όγκου των κειμένων φαίνεται ότι είναι εμπρόθετη, σαν να υποδηλώνει τις αυξομειώσεις μία φωνής που άλλοτε μοιάζει να κραυγάζει και άλλοτε να ψιθυρίζει, ενίοτε να κλείνει πονηρά το μάτι και ενίοτε να προσποιείται αδιαφορία. Έτσι η ανάγνωση μπορεί να αποκομίζει την εντύπωση –πολύ στοχευμένα– ότι κάποια κείμενα είναι τα προωθημένα και κάποια άλλα τα περιττά, αν αγνοήσει τις αυξομειώσεις των εντάσεων που διαπνέουν τις διαθέσεις της συλλογής.
Εδώ δεν θα επιχειρηθεί μία εξαντλητική ανάλυση της συλλογής, αλλά απλώς μία προσέγγισή της ή, ακριβέστερα, μία ερμηνευτική πρόταση η οποία θα υποστηριχθεί ότι βασίζεται σε έναν κεντρικό άξονα και τις διαφορετικές θεματικές εξακτινώσεις του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι κειμενικές ιδιότητές της δεν είναι περαιτέρω αναγώγιμες. Η επικέντρωση όμως σε έναν άξονα δεν αναιρεί την πολυεστιακή, έκκεντρη ανάπτυξη της συλλογής, αλλά υπηρετεί την οικονομία του συνόλου και δίνει το έναυσμα σε τυχόν άλλες πληρέστερες προσεγγίσεις. Δεν θα υπάρξει εκτενής εμβάθυνση σε μεμονωμένα κείμενα, ώστε να αναδειχθεί η σύλληψη του όλου. Μεγάλη έμφαση όμως πρέπει κατ’ αρχάς να δοθεί στον υπαινικτικό τίτλο, διότι αυτός υποβάλλει το νεύμα για το νήμα του άξονα που διαπερνά ολόκληρη τη συλλογή.
1. Ο τίτλος
Ο παράξενος –και πιθανότατα αντιποιητικός– τίτλος Το πούρτσον που κουτσαίνει είναι σχεδιασμένος ακριβώς για να ξενίσει και να αποξενώσει την ανάγνωση, ώστε αυτή να διαισθανθεί και να στοχαστεί το περιεχόμενο της συλλογής. Το παραξένισμα αυτό είναι απότοκο της λέξης «πούρτσον», προφανέστατα ξένης για τη κοινή χρήση της γλώσσας χωρίς γνώση της διαλεκτολογικής καταγωγής της από τη Θράκη. Πρόκειται για τη μόνη ιδιωματική λέξη που θα μπορεί να εντοπιστεί σε όλη τη συλλογή και η οποία άλλωστε εμφανίζεται μόνο στον τίτλο άπαξ, για να λειτουργεί σαν αίνιγμα. Η ιδιαιτερότητά της και οι σημαίνουσες συνέπειες χρήζουν ίσως άμεσης επεξήγησης και αυτό επιχειρείται στη σελίδα 61, δηλαδή μετά πια το τέλος της ανάγνωσης των κειμένων, όπου τίθεται η σημείωση που προσδιορίζει το νόημα της λέξεως-κλειδί:
«Πούρτσος»: Το αρσενικό κατσίκι που προορίζεται για αναπαραγωγή του ίδιου είδους, μεταφορικά ο νεαρός, ο μορφονιός, ο κλαρινογαμπρός.
Η σημείωση επιβεβαιώνει τις υποψίες: η ηχητική ομοιότητα της λέξης «πούρτσος» με την κοινή νεοελληνική λέξη που αναφέρεται στον φαλλό είναι εμπρόθετη και εμφανώς συνεκτική με την εννοούμενη σεξουαλική λειτουργία που αποβλέπει ενδεχόμενα στην (ανα)παραγωγή. Αλλά και η σύνδεση του φαλλού με το κατσίκι δεν είναι ασυνήθης για την ελληνική λογοτεχνική παράδοση: έχουν προηγηθεί ο Σικελιανός (με τον Πάνα) και ο Εμπειρίκος (με το Του αιγάγρου), οι οποίοι επίσης συνυποδηλωτικά αναφέρονται στη σεξουαλικότητα. Τα κατσίκια επανέρχονται στο κειμενικό σύμπαν της συλλογής (Πίσω από τη σφραγισμένη πόρτα κρατάς μια κεφαλή Αίγας, Παλαιστίνη 9∙ Βγάλτε τα κουδούνια απ’ τα διαμερίσματα και βάλτε τα στα τραγιά, Τσουκνίδα στην άσφαλτο 4) και σχετίζονται πάντα με τη σεξουαλική διέγερση που ενίοτε παραπέμπει στους οικείους λογοτεχνικούς τόπους (Λίγη κλεμμένη καύλα από «Μέγα Ανατολικό», Τσουκνίδα στην άσφαλτο 7) των διακειμενικών συνομιλιών της συλλογής.
Τα παραπάνω από την άλλη υποδηλώνουν ότι ούτε το πούρτσον ούτε πολλώ δε μάλλον ο φαλλός υπονοούν ένα ανατομικό όργανο του ανθρώπινου σώματος. Πρέπει να συναχθεί ότι το σημαίνον εδώ –και αυτός ο όρος, όπως και η παρακάτω ανάλυση η οποία ακολουθεί, χρησιμοποιείται ως λακανικός και παραπέμπει στη ψυχική επένδυση της ηχητικής εικόνας της λέξης– παράγει περισσότερα σημαινόμενα τα οποία δεν έχουν γραμμική σχέση με την απόβλεψη του σημείου. Ο όρος πούρτσος δεν είναι αντικείμενο είτε εικονοπλαστικό είτε φαντασιακό, δεν συμβολίζει κανένα πέος ή κλειτορίδα ούτε του υποκειμένου της γραφής ούτε των προσδοκόμενων προσώπων, δεν διαθέτει κανένα φύλο ή μυστήριο. Αντίθετα σημασία για τον τίτλο και κατά συνέπεια για τη συλλογή δεν είναι ποιο υποκείμενο έχει τον φαλλό, όσο ποιο είναι ο φαλλός, δηλαδή ποιο είναι το πούρτσον εδώ. Από αυτήν τη διαπίστωση μπορεί να συναχθεί ένας κεντρικός άξονας της συλλογής –που είναι η επιθυμία– και μάλιστα η φόρτιση με την οποία επενδύεται αυτός, δηλαδή η ματαίωση της επιθυμίας. Γιατί το πούρτσον –αυτό δεν θα πρέπει να το ξεχνά η ανάγνωση όσο θα προχωρά– επισημαίνεται εμφατικά στον τίτλο ότι κουτσαίνει και αυτό –προτείνεται εδώ– σημαίνει ότι η επιθυμία δεν προσδιορίζεται τόσο από τη δύναμή της, αλλά από την έλλειψη, από την ποιότητά της να κινείται στον δρόμο προς την εκπλήρωσή της, την οποία εντούτοις ποτέ δεν επιτυγχάνει. Σε ποιο υποκείμενο θα αναφέρεται η επιθυμία; Στο «εγώ» της αφήγησης, στο «εσύ» της απεύθυνσης και του αντικειμένου της ή μήπως στην ίδια την επιθυμία ως προβολικό ορίζοντα της ανάδυσης του υποκειμένου και του αντικειμένου της;
2. Η επιθυμία
Το πρώτο κείμενο της συλλογής, η Παλαιστίνη (παρεπιπτόντως, άλλο ένα δείγμα αυτής της τεχνικής του ξενίσματος του τίτλου σε σχέση με το περιεχόμενο του κειμένου του), δίνει μερικές από τις βασικές γραμμές της σχέσεως του υποκειμένου με το αντικείμενο της επιθυμίας του –και της αντιστροφής της– που υποδηλώνει την αντιφατικότητα της επιθυμίας: τη συνθήκη κατά την οποία το υποκείμενο προβάλλεται ως διάνοιξή του στο αντικείμενο της επιθυμίας του, αλλά το αντικείμενο μεταστρέφεται σε υποκείμενο της δικής του επιθυμίας προς το δικό του αντικείμενο ανταποκρινόμενο έτσι στη δική του επιθυμία για την επιθυμία του άλλου. Άρα κανένα υποκείμενο δεν πληροί την επιθυμία, αφού το ένα προβάλλει την έλλειψή της πλήρωσής του στο άλλο μεταθέτοντας συνεχώς τη συνάντηση και ενοποίηση της ταυτότητας της επιθυμίας τους. Στην Παλαιστίνη αυτή η συνάντηση της επιθυμίας του εγώ προς το εσύ και τανάπαλιν διαρκώς αποτυγχάνει:
Καθώς εσύ ανεβαίνεις στον λόφο εγώ τον κατεβαίνω (στ.2)
Έπειτα ανεβαίνω στον 4ο και ενώ εσύ για πόρτα έχεις ένα ψυγείο
εγώ ψάχνω να βρω την έξοδο μιας και μπήκα σε σωστή πολυκατοικία σε λάθος όροφο (στ.6-7)
Η κατάσταση της επιθυμίας καταλήγει να μην συνυπάρχει με το άλλο, αλλά μάλλον να περιχαρακώνεται στην ατομική εμπειρία όπου το εσύ συνιστά απλώς ένα αναπλήρωμα του μοναχικού υποκειμένου (Επιμένω εδώ ολομόναχη μαζί σου, Τελική πτώση 7). Στα κείμενα που περιγράφεται η τραγικότητα της αποτυχίας της συνύπαρξης (ενδεκτικά βλ. Φθαρμένη ζελατίνα, Ψάχνοντας καρέκλες, Κρυφτό) καταδεικνύεται ότι δεν επιτυγχάνει η εκπλήρωση της επιθυμίας όχι επειδή δεν υπάρχουν αντικείμενα ή υποκείμενα που τη συνέχουν έστω και προσωρινά (Θα κάνω παρέα και με σένα που μου πούλησες καύλες και ώρες λαγνείας, Κομπόδεμα 1∙ Ε ναι, τα ψυχολογικά δεν λύνονται με μια χούφτα μπαγιάτικα λουλούδια, Ανορεκτικά φιλιά 3∙ Αύριο θα φτιάξω καινούργιους φίλους, Ψάχνοντας καρέκλες 15), αλλά επειδή η επιθυμία γενικά δεν φαίνεται πουθενά σε αυτά τα κείμενα να πληρούται από κάποιο αντικείμενο και η έλλειψη της πλήρωσης είναι το θέμα της αδυναμίας του υποκειμένου στη σύζευξη με το άλλο που εκκαλύπτει ωστόσο τον αυτοπροσδιορισμό της ατομικής προσωπικότητας, η οποία για να συγκροτηθεί ως τέτοια χρειάζεται την επιθυμία και του άλλου. Όσο περισσότερο επιθυμείται έτσι στα κείμενα της συλλογής η επιθυμία του άλλου, τόσο περισσότερο αναδύεται η έλλειψη: η συνείδηση του εγώ περιγράφει συνεχώς τη μοναχικότητα, τη σιωπή και τη μνήμη ως αναπληρώματα της σχέσης του εγώ και του εσύ ή του εγώ προς το εσύ.
3. Μοναχικότητα – σιωπή – μνήμη
Το υποκείμενο περιστοιχίζεται από τη μοναχικότητα του κόσμου του: οι άνθρωποι πια δεν εντοπίζονται (Τόσα χιλιόμετρα διέσχισα και κανείς δεν είναι εδώ / Όλοι πέθαναν, Τελική πτώση 2-3), τα αντικείμενα δεν επαρκούν για την πλήρωση της ύπαρξης, απλώς τη διακοσμούν (Και τα κεραμικά κουκλάκια στολίζουν τη μοναξιά, Σπίτι από τσιμέντο 10). Η ίδια η ακεραιότητα της ύπαρξης επιφέρει τον εν ζωή θάνατο (Μοναξιά-δρεπάνι, Αξία στο πρέπει 6). Η ύπαρξη των άλλων υποδεικνύει συνεχώς τη ρευστότητα και την απώλειά τους (Τρώνε / Τους ακούω / Φεύγουν, Ψάχνοντας καρέκλες 9-11∙ Φωνές και γέλια ακούγονται από μακριά, Το ρολόι στον τοίχο 9). Ακόμα και ο εκμηδενισμός του άλλου, ιδίως όταν είναι απόβλητο επιτείνει την οριοθέτηση της ατομικότητας (Αθόρυβα χρωστούν τη ζωή τους μην και λερώσουν την επάρκειά μας, Το ψέμα στη στεριά 6), έστω και αν το υποκείμενο οριοθετείται αλληλέγγυα. Οι φωνές των άλλων είναι μακρινές ή αθόρυβες, αλλά δεν επιτείνουν τόσο την αποκάλυψη της έλλειψης όσο η ίδια η σιωπή του άλλου: η σιωπή είναι «η δυσωδία της επιφάνειας» (Θάνατος είναι 7-9) ή ο κίνδυνος που ελλοχεύει ακόμα και στην κατάφαση της επιθυμίας του εσύ:
Η σιωπή σου ένας ουρανός-μαχαίρι (Τσουκνίδα στην άσφαλτο 2)
Η σιωπή σου κρυμμένη νάρκη (Οικειότητα στη σιωπή 1)
Ξέρω ακόμα πώς κάνει η σιωπή σου (Λεκές στη σελίδα 4)
Σιωπές μάταια τον τραβούν πίσω ξανά (Το ρολόι στον τοίχο 4)
Όταν κοιτάζεις στα μάτια οι φωνές σωπαίνουν (Σωκράτους και Ερμού 1)
Η σιωπή δεν είναι απλώς μία απουσία του λόγου∙ είναι απουσία της φωνής, δηλαδή της υλικότητας του άλλου που ενσαρκώνεται στις λέξεις και η συνεχιζόμενη κυριαρχία της μετατρέπει το υποκείμενο του λόγου σε (αυτο)αναίρεση και απώλεια του εγώ και της αυτοκατάφασής του:
Όλες οι λέξεις που δεν ξεστόμισα γίνονται φλέγματα και τα φτύνω στο πεζοδρόμιο (Απωθημένο 2)
Ξερνώ και γλιστρώ στη σιωπή του τίποτα (Κρίση πανικού 4)
Εκεί έπεφτε η σκιά / και η σιωπή της γλώσσας (Σπίτι από τσιμέντο 7-8)
Αν όμως το υποκείμενο αρνείται μέσω της σιωπής τον λόγο του, τότε πώς προκύπτει η γραφή; Από τη μνήμη, επειδή μόνο η μνήμη διασώζει τη σχέση με το άλλο (Ακόμα σε θυμάμαι, Τσουκνίδα στην άσφαλτο 10), αλλά και με το ίδιο το εγώ, εφόσον οριοθετεί τη θέση του στον χρόνο:
Ο κηπουρός συνεχίζει μακάρια να μαζεύει το παρελθόν του κήπου μας
Στην πατρίδα μου δεν έχω γυρισμό και αν καμιά φορά βουρκώνω αναπολώντας δεν ξεπερνώ
Το σφάξιμο στα χέρια μου (Τελική πτώση 11-13)
Ωστόσο το υποκείμενο δεν νοσταλγεί ούτε αναπολεί το παρελθόν, γιατί στο παρελθόν το υποκείμενο και το άλλο είναι μη ον και αυτό αρκεί για να ανατινάξει μία αναδρομική αφήγηση της ζωής και την περιχαράκωση στην ασφάλειά της (Το ξέρω η μνήμη μοιάζει με ηφαίστειο, Απάθεια στα γεγονότα 9). Και παρότι το υποκείμενο έχει συνείδηση της βαριάς παρουσίας του παρελθόντος των νεκρών στον αυτοπροσδιορισμό του παρόντος των ζώντων συγκαταλέγει και τον εαυτό του στα μη ζώντα εν ζωή υποκείμενα (Φάκελοι μαζεύονται κάθε τόσο για πεθαμένους στο χαλάκι / Τα πατάω κατά λάθος και ψάχνω να βρω το όνομά μου, Ημιυπόγειο 2-3). Η έλλειψη υποδηλώνει πάντα την ύπαρξη ενός μη όντος που εμφιλοχωρεί στην ουσία του παρόντος (Η απουσία παρόν, Τσουκνίδα στην άσφαλτο 2). Με άλλα λόγια η ουσία της έλλειψης, αφού εξαιτίας της η επιθυμία τελικά ποτέ δεν πληρούται, δεν είναι η ύπαρξη ή ανυπαρξία του ενός ή του άλλου αντικειμένου ή υποκειμένου της επιθυμίας, αλλά ριζικότερα είναι κάτι που αναιρεί τη σημασία αυτού ή του άλλου αντικειμένου και υποκειμένου της επιθυμίας. Αυτό το «κάτι» δεν μπορεί παρά να «είναι» – το μηδέν.
4. Το μηδέν
Το μηδέν αυτό στη συλλογή έχει πολλά ονόματα. Είναι απελπισία, δηλαδή μία απουσία της αυτοτέλειας και της αυτοκυριαρχίας του παρόντος της ύπαρξης (Θάνατος είναι να γλιστράς στην αποχέτευση της ανασφάλειας / η απελπισία της αποδοχής / τα πολυτελή ξενοδοχεία, Θάνατος είναι 3-5∙ Ένα στόμα ανοιχτό μεταμφιεσμένη απελπισία με λεηλατεί, Αποφυγή 4) που κυριολεκτικά την οδηγεί στον θάνατο (Και βγαίνουν οι άνθρωποι τις νύχτες απελπισμένα / πνίγονται οι άνθρωποι τις νύχτες απελπισμένα, Κώστας 1-2) ή στην προβολική απώλεια του μέλλοντος χρόνου της (Προσδοκίες, προσμονές δεν υπάρχουν, Σωκράτους και Ερμού 12). Είναι επίσης η πλήξη που αποτελεί «εμμονή, σπασμωδικές κινήσεις» (Τσουκνίδα στην άσφαλτο 1), όταν η ολότητα των πραγμάτων που συνιστούν την επιθυμία (Φιλιά στα δόντια … / Οι καλόγριες έχουν περίοδο το καλοκαίρι, Τσουκνίδα στην άσφαλτο 3, 6) χάνουν τη σημαντικότητά τους και διανοίγουν την αδιαφορία για τα πράγματα και για την ίδια την επιθυμία και την ύπαρξη (Η δυσφορία της παχουλής σου αδιαφορίας γεννάει πληγές, Αποφυγή 1).
Το αποκορύφωμα όμως του μηδενός είναι η απάθεια, δηλαδή η αποσύνδεση της επιθυμίας από τα όντα και από τον ίδιο τον εαυτό (Μόνο κάτι άγνωστα μάτια με κοιτούν / όχι με δυσπιστία (όπως θα ήταν φυσικό) μα με απάθεια / λες και δεν είμαι τίποτα σπουδαίο, Τελική πτώση 4-6), που εκκαλύπτει την παρουσία της έλλειψης και άρα του μηδενός στη σχέση του εγώ με το άλλο, καθώς και στην ίδια τη σχέση του εγώ με τον εαυτό του. Αξίζει να μελετηθεί κάπως συστηματικότερα το κείμενο που τιτλοφορείται Απάθεια στα γεγονότα στο οποίο περιγράφεται με διεισδυτική οξύτητα η εμπειρία του μηδενός. Απάθεια σημαίνει την αντικειμενοποίηση του υποκειμένου (Τώρα που ’γινα ίδια με το χρώμα του καναπέ, στ.1) και την αποσημασιοδότηση του άλλου (Έρχομαι- ξεφεύγω από σένα δεν έχει σημασία, στ.7). Σημαίνει επίσης τη σωματική ενσυναίσθηση της έλλειψης ως ριζικής ματαίωσης της επιθυμίας (Είναι που θέλω να σε αγγίξω και μοιάζω με διαμελισμένη, στ.10∙ Σαν να μην έχω χέρια και εσύ τόσο κοντά, στ.12) που φτάνει μέχρι και την αλλοτριωτική εμπειρία του σώματος (κι όμως, θα έβρισκα χέρια να σε αγγίζουν και ας μην είναι τα δικά μου, στ.13). Σημαίνει ακόμα την εκ πλαγίου και μυστική συνεπαφή με το άλλο από το οποίο λαμβάνει μόνο την άρνηση και αδιαφορία (Σε κοιτάζω από μακριά· πάντα κρυφά / Μου γυρνάς την πλάτη και πίσω τρέχει ο εμετός σου / Εγώ τον μαζεύω, στ. 15-17). Σημαίνει τέλος την αποανθρωποποίηση των άλλων που ως κενές παρουσίες και σημαίνοντα γεμίζουν τον χώρο (οι άνθρωποι κομπάρσοι / Όλοι ίδιοι / Έχουν το ίδιο πρόσωπο / Υπάρχουν για να καλύπτουν τον θόρυβο, 18-21).
Το μηδέν, με μία τέτοια χαϊντεγγεριανή σημασία, δεν σημαίνει εκμηδένιση του υποκειμένου, ούτε του άλλου, ούτε των πραγμάτων: σημαίνει όμως την αφαίρεση της ουσίας τους, συνιστά μία απόσπαση από την ανάδυση της σημαντικότητας και της εξατομικευμένης τους υπόστασης, καθιστώντας την ολότητα σωρό από όντα χωρίς πια ενδιαφέρον. Το μηδέν δεν περιγράφεται στη συλλογή ως παθητική απώλεια νοήματος, αλλά ως ενεργητική επικάλυψη του νοήματος με το στοιχείο της ασημαντότητας και της μαζικότητας της ενδεχομενικότητας του κόσμου. Είναι όμως ακριβώς η ενεργή και δραστική παρουσία του μηδενός που οδηγεί το υποκείμενο στην εγνωσμένη σύλληψη του ίδιου ως γίγνεσθαι που αποσπάται από την απάθεια και αναδύεται ως ύπαρξη – που εμφαίνεται ως τέτοια στον εαυτό, το άλλο και τον κόσμο: Τρέχω / να φτάσω / να γίνω / να φανώ (Κάθε πρωί 1-4). Και αυτό είναι το καταφατικό νόημα αυτής της εμπειρίας.
Αντι-ποίηση
Θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι η κατάφαση στην επιθυμία –που συνιστά εξ’ υπαρχής ένα (έστω ανώφελο) πάθος– δεν μπορεί να οδηγεί στην ή να σχετίζεται με την απάθεια, η οποία υποδηλώνει την άρνηση ή άλλως την ακύρωση της επιθυμίας. Αλλά η επιθυμία και η απάθεια δεν φαίνεται να είναι στη συλλογή αντίθετα∙ μάλλον είναι οι στιγμές που αλληλοσυμπληρώνονται αναιρώντας η μία την άλλη, ενώ παράλληλα και οι δύο εξυψώνονται στη σφαίρα του ασυνήθους που συνιστά και ένα άλλο όνομα του έντεχνου, δηλαδή του δημιουργικού, του εκ-στατικού, του υπερβασιακού. Η επιθυμία γεννά την απάθεια και η απάθεια την επιθυμία. Αυτός ο κύκλος δεν είναι μόνο φαύλος, αλλά και μεταμορφωτικός: παράγει ποιητικότητα, έστω ατέρμονη και κυκλική, σαν να είναι μία «εξορία σε αόριστο χρόνο» (σ.59), αφού το πούρτσον αέναα θα κουτσαίνει.
* Ο Βασίλης Λορεντζάκης είναι διδάκτωρ φιλοσοφίας.