Τέσσερα σονέτα και ένα τραγούδι από τον κύκλο «Η Παμφίλη στον Αμφίλανθο» – Lady Mary Wroth (1587 – 1651)

μετάφραση: Κώστας Μαντζάκος

 

 

Σονέτο 37

Νύχτα, στο ταραγμένο μου μυαλό καλώς να’ρθείς,
βαριά, θλιμμένη, σκοτεινή, μ’ απ’ ότι εγώ, όχι πιο πολύ,
ποτέ δε θα’βρισκες άλλη συντροφιά πιο ταιριαστή
στη διάθεσή σου, από εμένα, έτσι που’μαι κατηφής.

Κι αν είσαι σκοτεινή, τα πάθη μου, το φως ποτέ δε τα’χει δει- χωρίς
δικαίωση ακόμα – καμιά χαρά δεν κατασκόπευσε, ούτ’ η πιο μικρή,
κι αν βαριά, η ευτυχία μακριά μου τρέχει βιαστική,
κι η στεναχώρια προσπερνάει την ελπίδα μιας γαλήνιας σιωπής.

Γι αυτό λοιπόν να γίνεις φίλη με μένα τη φτωχή,
που σαν και σένα είμαι θλιμμένη, αλλά και σκοτεινή,
μισώντας κάθε ηδονή κι απόλαυση, όσο ζω,

τη θλίψη, τη σιωπή και σένα προτιμά η δική μου η καρδιά
και σας τις τρεις, το ξέρω, δεν μπορώ ν’ απαρνηθώ,
ας ζήσουμε, έτσι, μονιασμένες για πάντα συντροφιά.

 

Σονέτο 1

Ο μαύρος της νύχτας μανδύας, όπως άπλωνε την πιο μεγάλη σκοτεινιά,
καθώς τις αισθήσεις μου ο ύπνος – όπου ο θάνατος έχει αντικατοπτριστεί –
εμπόδιζε να λειτουργούν συνειδητά, οι σκέψεις μου έτρεχαν πιο γοργά
κι από κείνες, που η μεγαλύτερη γρηγοράδα απαιτεί:

Στον ύπνο μου είδα έν’ άρμα, που το ‘σερνε η επιθυμία η φτερωτή,
όπου του έρωτα η βασίλισσα, η λαμπρή Αφροδίτη, ήταν καθισμένη,
και στα πόδια είχε το γιο της, με φωτιά να πυρπολεί.
κάθε καιόμενη καρδιά, που αυτή κρατούσε υψωμένη.

Μα μια καρδιά, που απ’ τις άλλες πιο μεγάλη φλόγα βγάζει,
κρατάει μετά η θεά και στο στήθος μου τη βάζει.
«Γιε μου αγαπημένε, τώρα σημάδεψε, έτσι θα κερδίσουμε τη νίκη»,

του λέει. Κι αυτός υπάκουσε, κι έτσι μαρτύρησε η καρδιά μου η φτωχή.
Εγώ ξυπνώντας, ήλπιζα, πως, σαν κάθε όνειρο, κι αυτό θα διαλυθεί·
μα από τότε, αλίμονο, στην αγάπη η καρδιά μου ανήκει.

 

Στέφανος σονέτων αφιερωμένων στον Έρωτα: Σονέτο Σ1

Σ’ αυτό τον παράξενο λαβύρινθο πού να στραφώ;
Παντού έχει δρόμους, αλλά ο δικός μου έχει χαθεί.
Αν πάω δεξιά, στη φωτιά εκεί θε ‘να καώ.
Να προχωρήσω, μα κίνδυνος κι εκεί καραδοκεί.

Προς τ’ αριστερά, η καχυποψία την ευτυχία ενοχλεί,
αν γυρίσω πίσω, η ντροπή κραυγάζει να επιστρέψω εδώ,
κι ούτε να λιποψυχήσω, αν και τα αδιέξοδο στην τύχη μου έδωσε φιλί.
Ακίνητη να σταθώ, πιο δύσκολο, και σίγουρα πάλι θα θρηνώ.

Έτσι ας πάρω τον δεξί δρόμο ή ας πάω αριστερά.
Εδώ ας σταθώ ή ας υποχωρήσω ή ας πάω εμπρός.
Τις αμφιβολίες αυτές ας υπομείνω, χωρίς ανακούφιση καμιά
ή βοήθεια, μα η οδύνη ο μόνος που μου’χει μείνει οδηγός.

Ωστόσο, αυτό που τις ταραγμένες μου αισθήσεις κυρίως οδηγεί:
όλα να τ’ αφήσω και τον μίτο της αγάπης να πάρω απ’ την αρχή.

 

Σονέτο 47

Ω, μάτια μου, μη χύνετε άσκοπα δάκρυα, σταματήστε,
αφού η ελπίδα έσβησε, ο θησαυρός να ξανακερδηθεί,
αυτός που όλο τον πόνο σας γεννά, μια κι έχει πια χαθεί.
Την εύκολη προδοσία των φόβων σας εμποδίστε,

κι όλο αυτό πολύ παιδικό συνήθειο θεωρήστε,
γιατί, όπου θεριεύει η λύπη για τόσο μικρή ανταμοιβή,
μάταια δε πρέπει να ξοδεύονται θρήνοι, μα και στεναγμοί:
στον αληθινό καημό δεν ταιριάζει σε κοπετούς να εξαντλείστε.

Κρατήστε τα δάκρυα μέσα σας απόθεμα, να υπακούτε εμένα,
μέχρι να μη χωράει εκεί πια ούτε ένα,
τότε μέσ’ στη θάλασσα αυτή, άστε με να πνιγώ,

και θα σηκώσω ακόμα στεναγμών κύματα τόσα πολλά,
που θ’ αρκέσουν για να σπάσει κι η πιο δυνατή καρδιά,
κι όταν γίνει αυτό, τότε από τα βάσανα θ’ απαλλαγώ.

 

Τραγούδι

Αγάπη, τι να ‘σαι; Μια μάταιη σκέψη
στο μυαλό, που η φαντασία έχει χαλκέψει,
χαμόγελα άσκοπα σ’ έχουν γεννήσει,
ενώ πόθοι ευσεβείς το δίχτυ έχουν κεντήσει,
που τόσους ανόητους έχει ψαρέψει.

Αγάπη, τι να ‘σαι; Ωραία και ελαφρή,
φρέσκια σαν το πρωί, σαν τον αέρα καθαρή,
μα πολύ σύντομα το βράδυ σου αλλάζει,
τη θέρμη σου το κρύο τη σκεπάζει,
πάντα η χαρά σου με τις έννοιες πάει μαζί.

Αγάπη τι να’ σαι; Ένα λουλούδι γλυκό,
διάπλατα μόλις ανοίξει, σε μια ώρα είν’ νεκρό,
σταθερή η χαρά σου, όσο στον άνεμο η σκόνη,
όπως κι ό,τι δικό σου μας αποζημιώνει,
αν η διάθεση σου αλλάξει, πρόσωπο δείξει βλοσυρό.

Αγάπη, τι να ‘σαι; Παιδιάστικη, ρηχή,
στέρεη, όσο οι οι φουσκάλες, που’ κανε η βροχή,
το μεγαλύτερο καμάρι σου: η ιδιοτροπία,
οι αρετές σου κρύβουν αυτά τα ελαττώματα τ’ αχρεία,
μα τα μωρά δε βαδίζουν σταθερά πάνω στη γη.

Αγάπη, τι να ‘σαι; Αναίτια κατάρα, ωστόσο αυτό
δεν είναι δυστυχώς το πιο κακό,
κι άλλα για σένα μπορεί να πει κανείς,
μα κάποτε ήμουνα στο νόμο σου υποτελής,
γι αυτό, προς το παρόν, άλλα δε θα πω.

 

 

 

Σύντομο βιογραφικό:

Ο Κώστας Μαντζάκος γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Γερμανική και Ελληνική φιλολογία, καθώς και Θεωρία Λογοτεχνίας, στο King’s College London και κατόπιν Θέατρο στην Central School of Speech And Drama στο Λονδίνο. ‘Εχει μεταφράσει σονέτα της Έντνα Σαιντ Βίνσεντ Μιλέυ (Μοιραία Συνάντηση, Εκδόσεις Ρώμη 2023), Γερμανική εξπρεσιονιστική ποίηση (Άλφρεντ Λίχτενσταϊν: Το Λυκόφως. Οι ποιητές των βερολινέζικων καφενείων 1910- 1914) και έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή «Μαθήματα Γεω-Πονίας» (Εκδόσεις Περισπωμένη 2023). Το 2024 θα εκδοθεί μια ανθολόγηση από το έργο της Πολωνής ποιήτριας Maria Pawlikowska-Jasnorzewska σε δική του απόδοση. (Εκδόσεις Συρτάρι).