Inferno

στέκομαι γιατί αδυνατώ να
προσευχηθώ εν κινήσει ─
περιπλανιέμαι, όσο μαζεύω
κομματάκια πίστης που έπεσαν απ’ άλλους,
πιο πιστούς, μήπως και καταφέρω να
γυρίσεις.

πρωί:
εάν ξυπνούσα           δίπλα Σου,
θα αναρωτιόμουν εάν μπορώ να
γράψω κάτι που να σε
σκοτώσει, όπως έκανα παλιότερα,
με άλλους ─

εάν ξυπνούσα           δίπλα Σου ─
τα μάτια μου θα προσπαθούσαν
να βάλουν όλο σου το χαμόγελο
μέσα στις κόρες γιατί αυτό το
πρωινό ─ θα ήξερα ακόμα και τότε ─
δεν μου το προσφέρει κανείς
μέγιστος, μόνος μου το πήρα,
και μόνος θα το προστατεύω αιώνια,

εάν ξυπνούσα           δίπλα Σου.

μετά:
κάθομαι να γράψω ─
και να αλλάξω ─ και να ξεχάσω ─
απ’ έξω περνάει αυτοκινητοπομπή
ο γάμος σαν δικτάτορας.

επανάσταση σημαίνει μοναξιά.
όποτε μου μιλούσες, φρόντιζες
να αποφεύγεις τις ευγένειες,
να μην μιλάς στον πληθυντικό αριθμό.

επανάσταση καμιά φορά σημαίνει
και φόνος. εγώ μπορώ
να σκοτώσω μόνο θνητούς, γιατί πάντα
φοβόμουν να στοχεύω.

κάποτε σου είχα πει:
τα λόγια σου έχουν την
δύναμη αριστοφανικών πλασμάτων.
κι όμως, εσύ είσαι ο ζευς,
μόνο εσύ…

σπούδασα την γνώση του απόκρυφου με την
ελπίδα αυτό το σχήμα να
με κάνει να σε κατανοήσω κάπως
καλύτερα.

(γιατί η αγάπη ποτέ δεν ήταν θεός)

στον χώρο:
με φοβίζει να μένω ακίνητος.
παίρνω κομμάτια ψωμί και μασώ
για να βγει ο καημός, λέω πως Σου κάνω στοματικό
όσο τα ακουμπάω στην γλώσσα.
τα όρια του κομματιού είναι που ορίζουν την

μοναξιά

(να ο θεός σας)

στα κρυφά:
το κρεβάτι έχει κόστος ─ πρέπει
να βάλεις ένα κέρμα
στην γλώσσα
και να με αφήσεις να το πάρω
για να δεις ποιοι εφηύραν τον
χρόνο.

(γιατί ούτε ο χρόνος είναι θεός)

μέχρι εκείνη την Τετάρτη βράδυ:

σε περίμενα.
ξέρεις, τα κτήνη δεν έχουν
χρόνο να σπαταλούν.
και μόνο που στέκονται καμία φορά
για να προσευχηθούν
είναι τόσο ρίσκο Θεέ.

μην με κοιτάς έτσι

σαν να μην είσαι θεός. Μην προσποιείσαι.
Δεν το μπορώ όταν προσποιείσαι.

για το τέλος:
εγώ βάζω τέλος ─ ή μάλλον
Σε βλέπω, χρυσό μιμητή
δασκάλου προς τον μαθητή

έτοιμος να ρίξεις κάθε λέξη,
κάθε φράση και φιλί,
ματωμένα, από
τα δόντια ξεριζωμένα, να τα βγάλεις
στο φως της αφιλόξενης παλάμης Σου.

λέω κάποτε ίσως και να σε
κάνουνε εικόνα, και σε κηδεύω─
ένα αντίο στις σπουδές της Θεϊκής
α[π](γ)ά[τ](π)ης.

 

Purgatorio

Κρεβάτι ─ Σπίτι μεσοαστό ─ Προάστια. Δουλεύω από μέσα προς τα έξω.

Κάθομαι από πάνω σου και παίζω ταμπούρλο με την κοιλιά σου. Στην ουσία, παίρνω τέμπο, να ετοιμαστώ για να σου πω:

Θα είναι ένα σπίτι, μεγάλο και ευάερο, μακριά από την πόλη. Θα το διατρέχει μια πελώρια βιβλιοθήκη, πρώτες εκδόσεις φυσικά, και θα κοιτάει στην θάλασσα. Το βράδυ, το μόνο που θα ακούγεται θα είναι το κύμα. Και θα νομίζεις ότι είσαι στο τέλος του κόσμου, κι αν κοιτάξεις λίγο παραπέρα θα βρεις το κενό. Ένα σπίτι στο τέλος του κόσμου, λευκό και γαλάζιο, στο χρώμα ίσως της ψυχής. Κι η θάλασσα στο ίδιο χρώμα, κι ένα σκυλί, ή μάλλον δύο, σαν φρουροί, να προστατεύουνε την καρδιά μου από κάθε λογής Οδυσσέα που θα το νομίσει για τσιφλίκι του.

Σε κοιτάω με μάτια θαμπά, μάτια ανεμιστήρες, και τα δικά σου μάτια χαμογελούν, σαν να δουλεύουν μέσα τους την αρχιτεκτονική ενός καθεδρικού ναού, και το μόνο που έχεις να μου πεις είναι: σου εύχομαι να το εκπληρώσεις. Και η κατάληξη κόβεται από το θέμα, και μένει εκείνη να κοπανά επάνω στα πλευρά μου σαν αστυνομικός σε φυλακή. Με φυλάκισες μέσα στο β’ ενικό.

 

Paradiso Falso

κάποτε μου άρεσε το χρώμα
των νέον επιγραφών ─ πίστευα πως αυτό είναι
το χρώμα της ψυχής.
έπειτα, γνώρισα μια ψυχή βαλσαμωμένη
και την αγάπησα. μην μου ζητήσεις
να προβώ σε λεπτομέρειες ─ ούτε εγώ τις γνωρίζω.
γνωρίζω όμως αυτό:

το φως των ψυχών δεν έκανε καμία διαφορά
στα μάτια του. να λοιπόν, μια ιδιότητα
που σε κάνει να ερωτευτείς τον άλλον ως τα όρια ()
η αδιαφορία για το ενδιαφέρον της ψυχικής
λάμψης ─ ο εθισμός στο απόλυτο σκοτάδι.