Βάστα καρδιά μου να ανταμώσουμε οσονούπω. Μην μου αγχώνεσαι καθόλου, μη σε κόφτει, θα σιμώσω εγώ στο πλάι σου. Θα ανάψω και το μηχάνημα με το νερό το απιονισμένο και τα μακριά καλώδια που έχουν γίνει προέκταση φυσική και σου πάνε πολύ, πολύ σου πάνε. Βάστα και μην βγάλεις μιλιά, θα τα πουν όλα οι κόρες, τα βλέφαρα, το βλέμμα το καθάριο που καθρεφτίζει το συναίσθημα και έχει αλλεργία στα μασημένα λόγια. Θα τα πουν όλα τα σημάδια και οι ρυτίδες, σκαλισμένες μέσα στα χρόνια από τις διάφορες γκριμάτσες σου. Ο θυμός αρχιτέκτονας των δύο παράλληλων πάνω από τα φρύδια, συμπληγάδες βλέπεις, όταν σε τσιγκλάνε κλείνουν με ορμή και εφάπτονται ενώ όταν γελάς τεντώνονται και αφήνουν το γέλιο να κυλήσει από τη ρινική κοιλότητα στα χείλη. Εκείνο το γέλιο το άφθονο που είναι καθ’ όλα αληθινό. Δεν θυμάμαι ποτέ να γελάς από αμηχανία. Αυθεντικότητα το λέμε; Βάστα και μη γκρινιάζεις, θα φύγουν τα καινούρια καλώδια, θα μείνεις μόνο με τα αγαπημένα σου τα διάφανα που σέρνεις στο διάβα σου όταν προχωράς στο σπίτι σαν φόρεμα με ουρά, από αυτά του Χόλιγουντ. Βάδισμα με στόφα πρωταγωνίστριας. Πόσο θα σου πήγαινε το κόκκινο χαλί. Πόσο σου πάνε τα καλώδια. Είσαι όμορφη.
Γυναίκα που γεννήθηκε αρχές του εικοστού θα έπρεπε να φέρει κατευθείαν από το ληξιαρχείο μεσαίο όνομα ηρωίδα. Βάσει νόμου. Και στον εικοστό πρώτο θα έπρεπε. Παράδειγμα: Γεωργία ηρωίδα Παπαδοπούλου. Δεν είναι κακό, συμφωνείς; Μην ιδρώσεις να βγάλεις αχνά σου λέω, μου φτάνουν τα βλέφαρα. Μην ιδρώσεις να τυλίξεις ντολμαδάκια, θα τα σουλουπώσω εγώ με αψεγάδιαστη καλλιτεχνία και κινήσεις που θα ζήλευε και η σαραντάχρονη εαυτή σου. Μην ιδρώνεις να απλώσεις το φύλλο για το γαλακτομπούρεκο, θα το κάνω εγώ, θα ζυμώσω τηγανίδες τα Χριστούγεννα, θα κόψω μανταρίνια, σύκα και όλα τα μαγικά που βρεφουργεί ο κήπος μας. Μην ιδρώνεις, κάτσε να με καμαρώσεις. Φτάνει η παρουσία σου να γεμίζει το χώρο. Το καλοκαίρι λοιπόν θα ανοίξω το Τούρκικο να παίζει διαπασών, θα φέρω να τσιμπήσουμε παγωτίνια κρυφά από τις θυγατέρες σου, θα ανοίξω το μηχάνημα να παίρνεις αέρα μπόλικο και θα μου πεις ιστορίες από το χωριό, ιστορίες με τζιτζίκια, θάλασσα, αχτίνες καυτές, κατσίκια, αγόρια προέφηβα και σκανταλιάρικα. Αλλά και πόλεμο. Μη σου ξεφύγει λέξη. Βάστα καρδιά μου και θα μιλήσουμε με τα μάτια, όπως μόνο μεταξύ μας ξέρουμε. Κράτα τις κουβέντες, σώπασε, μίλα μου με τις ρυτίδες.
Σύντομο βιογραφικό:
Ο Δημήτρης Τσερεμέγκλης είναι φοιτητής, 21 χρονών και γράφει όταν νιώθει τα πράματα να είναι δύσκολα.