Για τη συλλογή Μικρές Κανίβαλες της Νίκης Χαλκιαδάκη
Τρίτη συλλογή για τη Νίκη Χαλκιαδάκη, μετά τις Ο Έρωτας του Pied de Coq (Λογείον, 2009) και Ανάσκελη με Πυρετό (Μανδραγόρας, 2012). Στη νέα της συλλογή, η ποιήτρια, ήδη από τον τίτλο Μικρές Κανίβαλες (Μανδραγόρας, 2022) δίνει τον τόνο. Παίζοντας με τον τίτλο του μυθιστορήματος της Louisa May Alcott Μικρές Κυρίες, δηλώνει ότι η δική της συλλογή δεν θα είναι ένα παραδοσιακό κοριτσίστικο βιβλίο (όπως φαντάζεται το κορίτσι η πατριαρχία) και προειδοποιεί τον αναγνώστη να μην περιμένει από τα δικά της κορίτσια να γίνουν Καλές Σύζυγοι. Ροζ της τσιχλόφουσκας, το εξώφυλλο, σου σκάει στο πρόσωπο όταν την ανοίγεις.
Σε αυτή τη συλλογή, όπως και στην προηγούμενη, η Χαλκιαδάκη επιστρέφει στην παιδική ηλικία. Όμως εδώ πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα, υιοθετώντας, αντίθετα από εκεί (όπου έγραφε από τη θέση της ενήλικης κόρης, της οικόσιτης γάτας), άγρια προσωπεία (του αντικανονικού κοριτσιού, του κανίβαλου, του λύκου, της αγριόχηνας), για να ανατρέψει ένα από τα πιο ισχυρά αφηγήματα της δυτικής σκέψης από το 19 ο αιώνα και μετά, που θέλει το παιδί, και ειδικά το κορίτσι, αθώο (με τη διπλή έννοια της ασεξουαλικότητας και της ηθικής καθαρότητας/ άγνοιας) και να επαναδιεκδικήσει τόσο την σεξουαλικότητά της όσο και τη δυνατότητα να καταστρέψει. Στο ποίημα «Ξύλο που δεν σαπίζει», για παράδειγμα, βλέπουμε το κορίτσι, σκανταλιάρικο, στο μάθημα της γλώσσας, καθώς έρχεται η σειρά του και πρέπει να βρει μια λέξη από βήτα, να ξεστομίζει τη λέξη «βάλανος», με την επίγνωση ότι θα τιμωρηθεί για αυτό («πόσο να κρατηθώ από λέξεις που δε με κινδυνεύουν», λέει στο κλείσιμο), με τον δάσκαλο σε κατάσταση σοκ και αηδίας να το σφαλιαρίζει για παραδειγματισμό (βλ. επίσης και το ποίημα «Αυτή είναι βιωματική εκπαίδευση»). Το ίδιο κάνει και η μητέρα, επιστρέφοντας από τη συνάντηση με το δάσκαλο: το τρομοκρατεί και το τιμωρεί, προσπαθώντας να το συμμορφώσει, από ντροπή για τον κοινωνικό ψίθυρο («Κυρία Χόλγκερσον», «Για παραδειγματισμό»).
Σε μια κοινωνία όπου το παιδί θεωρείται αθώο και το ενδεχόμενο της εισαγωγής της σεξουαλικής αγωγής στο σχολείο φέρνει ηθικό πανικό (και όταν διδάσκεται είναι με όρους κλινικούς που παρουσιάζουν το σεξ ως κίνδυνο (για εγκυμοσύνη, σμν) αποκρύπτοντας την επιθυμία και την απόλαυση), ένα παιδί που ξεσηκώνει βιβλία, ψάχνει ντοκιμαντέρ, αναζητώντας γνώση για το σώμα του και την επιθυμία του βλέπεται ως κοινωνικός κίνδυνος αλλά και ντροπή της οικογένειας. Πράγματι, κατά τη Faulkner (2011), το παιδί έχει αξία στο βαθμό που επαληθεύει τις προσδοκίες των ενηλίκων περί αθωότητας. Όταν αποτυγχάνει σε αυτό, βλέπεται με καχυποψία, πολύ συχνά, δε, δαιμονοποιείται, με τους ενηλίκους να από-μαγεύονται, αποσύροντας το ενδιαφέρον τους από αυτό. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, αν είναι κορίτσι, οπότε το βλέπουν ξεγραμμένο, χωρίς ελπίδα σωτηρίας, άξιο στιγματισμού και κοινωνικής απομόνωσης (Egan & Hawkes, 2012).
Φυσικά, η παιδική αθωότητα -το μέλλον στο οποίο επενδύουμε- δεν είναι χωρίς έμφυλα και ταξικά συμφραζόμενα. Είναι η αθωότητα του παιδιού της ετεροκανονικής οικογένειας και, ειδικότερα, της μέσης τάξης, το οποίο, έχοντας την πολυτέλεια να προστατευτεί από τις αναγκαιότητες της καθημερινότητας, κλεισμένο σε εργαστηριακές συνθήκες, εκπροσωπεί τις μέγιστες δυνατότητες της κοινωνίας να επιστρέψει, υποτίθεται, στις βαθύτερες αλήθειες της (Faulkner, 2011) και για αυτό πρέπει με κάθε θυσία να διαφυλαχτεί. Από την άλλη πλευρά, είναι τα μη προνομιούχα παιδιά -των γκέι, των φτωχών, των μονογονεϊκών οικογενειών- που απειλούν να τα διαφθείρουν, έχοντας τη βρώμικη γνώση, καθώς οι καθημερινές τους πρακτικές παραβιάζουν, υποτίθεται, τα όρια του πολιτισμένου σώματος, αυτά
που διαχωρίζουν άνθρωπο και ζώο (Egan & Hawkes, 2012). Στους δρόμους, εκτεθειμένα σε αμφίβολες παρέες και ερεθίσματα, τα παιδιά αυτά θεωρούνται ήδη βρώμικα και μολυσματικά, και πρέπει να κρατηθούν μακριά από την κοινότητα. Με τους γονείς -ειδικά τη μητέρα- να θεωρούνται υπεύθυνοι για το παιδί και τη συμπεριφορά του δεύτερου να αντανακλά στους πρώτους, αφενός η γονεϊκότητα της μέσης τάξης πριμοδοτείται, αναπαράγεται και φυσικοποιείται ως κανονικότητα σε αυτό το αφήγημα, με την γονεϊκότητα των μη προνομιούχων να δαιμονοποιείται, αφετέρου τα μη προνομιούχα παιδιά αφήνονται στη μοίρα τους ως σάπια μήλα από κακή μηλιά. Τι σημαίνει, άραγε, μας καλεί να αναρωτηθούμε η Χαλκιαδάκη, να είσαι κόρη χωρίς πατέρα, μέσα στην πατριαρχία, όπου καλείσαι συνεχώς να απαντάς τίνος είσαι, αν όχι αδέσποτη, ανυπεράσπιστη και μόνη;
Αυτή η επιμονή στην ευαλωτότητα του παιδιού στη διαφθορά προέρχεται από το κίνημα της κοινωνικής αγνότητας και αργότερα της σεξουαλικής υγιεινής, και είναι δεμένο με φόβους στην πρώτη περίπτωση της αστικοποίησης (το αστικό περιβάλλον που διαφθείρει) και αφετέρου της μετανάστευσης (ο μολυσματικός ξένος που αλλοιώνει το έθνος) (Egan & Hawkes, 2012). Κατά τη Faulkner (2011), η αθωότητα είναι ένα πολιτικό και πολιτισμικό προϊόν, που συμβολίζει το έθνος και τη σχέση του με άλλα έθνη. Σε αυτό το σχήμα, το παιδί είναι η συνεκδοχή της εθνικής καθαρότητας και επωμίζεται αυτό το βάρος της διατήρησής της. Κάπως στην ίδια γραμμή, για τον Edelman (2004), η ετεροκανικότητα, το έθνος και ο καπιταλισμός βασίζονται στον αναπαραγωγικό φουτουρισμό, στην επένδυση του μέλλοντος που συμβολίζει το παιδί, το οποίο θεωρείται αθώο και ότι πρέπει να προστατευτεί. Και είναι η ίδια η επένδυση στο μέλλον -το οποίο βλέπεται ως πιο ευτυχισμένο- που λειτουργεί εις βάρος του παρόντος κρατώντας τους γονείς παγιδευμένους συχνά σε αδιέξοδες σχέσεις και αποκόπτοντάς τους από την κοινότητα και την κοινωνική δράση.
Αρνούμενη να συμμετάσχει στην αναπαραγωγή του αφηγήματος της ευτυχισμένης μητρότητας και οικογένειας όσο και της παιδικής αθωότητας, η Χαλκιαδάκη εστιάζει στους τρόπους με τους οποίους μάνα («Ευ-θανασία», «Τα μη φυλλοβόλα, «Η τελευταία μου εργασία ήταν στη ζωολογία») και κόρη («Ζιζανιοκτόνο», «Χρησμός») -αλλά και μεταξύ τους οι αδερφές («Γεμιστά», «Στο πατρικό μου») – τρώνε η μία την άλλη, η πρώτη τις στιγμές όπου αντιλαμβάνεται τη μητρότητα ως χρέος και παγίδα (ειδικά μετά το θάνατο του συζύγου), η δεύτερη, καθώς προσπαθεί να την αποφύγει και να υποκειμενοποιηθεί, και οι αδερφές, καθώς βιώνουν τις εθνοπατριαρχικές επιταγές του φύλου που τις κρατούν δέσμιες στο σπίτι και τον καθωσπρεπισμό («Νάσιοναλ τζεογκράφικ»), σε μια προεπισκόπηση ενός μέλλοντος που δεν θέλουν. Άγρια και αντιδραστικά το μικρά κορίτσια της Χαλκιαδάκη, αρνούνται να συμμορφωθούν με τις επιταγές της αποστειρωμένης παιδικότητας και της εκνηπιωμένης θηλυκότητας για την οποία τις προετοιμάζουν οικογένεια, σχολείο και θρησκεία, και φτύνουν από τη γλώσσα την ανδρική εξουσία («Πάει αυτοί πέταξαν», «Τα επιθήματα μπαίνουν στις πληγές», «Πάρτι»), διεκδικώντας έναν χώρο ολόδικό τους (στο σημείο αυτό ακούμε τη Μέδουσα της Cixous που γελά, τη Rubin και τη Wittig που με την εικονοποιία του κανιβαλισμού οραματίζονται μια ριζική επαναοικειοποίηση του σώματος).
Ασεβές, το μικρό κορίτσι, παρομοιάζει τον εαυτό του ταυτόχρονα με τον Χριστό και την πόρνη («Για παραδειγματισμό»), για να μιλήσει για τον τρόπο με τον οποίο το βασανίζουν μητέρα και δάσκαλοι και χριστιανικές αφηγήσεις, προκαλώντας το άγχος της Εκκλησίας γύρω από την ασεξουαλικότητα του πρώτου και την εσφαλμένη ταύτιση της δεύτερης με τη Μαρία τη Μαγδαληνή. Αρνούμενη να αποσεξουαλικοποιήσει εκείνον και να αγιοποιήσει εκείνη, η Χαλκιαδάκη επαναδιεκδικεί την ανθρωπινότητά τους και μέσω αυτών και τη δική της. Και άνδρας και γυναίκα, και θεός και ζώο και πνευματικότητα και σεξουαλικότητα και αγνότητα και πορνεία και πνεύμα και σώμα, όλα τα θέλει για τον εαυτό του το μικρό κορίτσι, σε πείσμα της κοινωνίας που εμφυλοποιεί και ακρωτηριάζει, μέσω της εμφυλοποίησης, ψυχισμούς.
Στο ποίημα «Τραύμα από έντομο» διαβάζουμε:
Στην αρχή όλα ήταν τόσο ωραία
όσο τριγυρνούσε δηλαδή αυτή μες στον κάμπο
Όταν είπαν πέφτει κάτω και ψοφά
άρχισα να χτυπάω πάνω στη λάμπα ξανά και ξανά
γελούσαν τα παιδιά που ήταν όρνια και πουλιά
χτυπούσαν τα ράμφη τους και τα γαμψά τους νύχια
την ώρα που έπεφτε αυτή κάτω και ψοφούσε
την ώρα που ψοφούσα μαμά
αυτά γύρω μου κάργιες, κόνδορες, κοράκια
Είχα σπασμούς, έβγαζα αφρούς από το στόμα
κατάπια τη γλώσσα μου και δάγκωσα τη δασκάλα
που ιδέα δεν είχε από φιλιά με γλώσσα-γλώσσα
Μ’ έβαλαν να υπογράψω κάτι χαρτιά ότι δεν είμαι δηλητηριώδης
στρίμωξαν τα γαλάζια μου φτερά σ’ ένα κουτάκι
και τα έθαψαν βαθιά μες στο μυαλό μου
δίπλα στα νανουρίσματα
Από τότε έχω να κοιμηθώ σαν πουλάκι
Σε αυτό το ποίημα, το μικρό κορίτσι μετά από ένα επεισόδιο επιληψίας (που δεν μαθαίνουμε αν πυροδοτήθηκε από τους συμμαθητές ή αν οι συμμαθητές αντέδρασαν με γέλια στη θέα του), πέφτει κάτω και, καθώς η δασκάλα πηγαίνει να το βοηθήσει, τη δαγκώνει και στέλνεται στο διευθυντή όπου καλείται να βεβαιώσει ότι η κατάστασή του δεν είναι μεταδοτική. Το ενδιαφέρον στο ποίημα είναι ότι στο σημείο που το κορίτσι δαγκώνει τη δασκάλα, ανοίγεται μια ρωγμή στην αφήγηση που υποβάλλει ομοερωτική επιθυμία («κατάπια τη γλώσσα μου και δάγκωσα τη δασκάλα/ που ιδέα δεν είχε από φιλιά με γλώσσα-γλώσσα»). Αυτό αφήνει τον αναγνώστη να αναρωτιέται αν τελικά είναι η σεξουαλικότητά της που θεωρείται μολυσματική και αιτία τιμωρίας.
Μπλέκοντας την ομοερωτική επιθυμία με την διαταραχή, η Χαλκιαδάκη δείχνει πώς το σύστημα της υποχρεωτικής ετεροφυλοφιλίας (που παράγει τις σεξουαλικές αποκλίσεις) βασίζεται στην υποχρεωτική ικανότητα (που παράγει την αναπηρία και την ανικανότητα) (McRuer, 2006). Όπως η ετεροφυλοφιλία, έτσι και η ικανότητα, λειτουργούν με την επίφαση της επιλογής την οποία έχουν ήδη αποκλείσει (McRuer, 2006). Το σχολείο, ρωτώντας το κορίτσι αν είναι μολυσματικό, ήδη υποθέτει αρνητική απάντηση («με έβαλαν να υπογράψω κάτι χαρτιά ότι δεν είμαι δηλητηριώδης»), σπρώχνοντάς το στη ντουλάπα. Αν η ικανότητα επιτυγχάνεται αναλογικά με την ανάγκη για ετεροκανονικές σχέσεις (McRuer, 2006), η απόκρυψη της αναπηρίας με τη σειρά της αποκρύπτει την πιθανότητα για άλλου είδους υποκειμενικότητες και σχέσεις. Πράγματι, εδώ, το μικρό κορίτσι, από ελεύθερο έντομο (σε άλλα ποιήματα διαβάζουμε πως έχει κεντρί), με τον ενταφιασμό των φτερών της, επιστρέφει -προσγειώνεται- στην ανθρώπινη κατάσταση που θέλει τα μυαλά στη θέση τους, να μην πετούν. Η κατάσταση αυτή, όμως, εμπεριέχει ήδη το ενδεχόμενο της ανατροπής της, καθώς η ανησυχία του κοριτσιού το κρατά σε επαγρύπνηση («από τότε έχω να κοιμηθώ σαν πουλάκι»).
Το μικρό κορίτσι προτιμά τη σύντομη, ερωτική ζωή της σφήκας («Σε κάποια είδη το κεντρί δεν είναι μιας χρήσης») από την ανθρώπινη ζωή που έχει συρρικνωθεί στο οριακό επίπεδο της επιβίωσης. Αδιαφορώντας για τα σπουδαία επιτεύγματα του δεύτερου που υποτίθεται τον διαφοροποιούν από τα ζώα, το μικρό κορίτσι, θέλει να ζήσει εδώ και τώρα και να συνεχίσει να επιθυμεί, σε μια κοινωνία που επιμένει να βλέπει την επιθυμία ως έλλειψη, και να την αφαιρεί από το γυναικείο λεξιλόγιο. «Μικρή, πολύ μικρή και πηχτή και πρόστυχη σαν κρόκος αβγού» («Τρυφερότης»), η κόρη προδίδει την αγιοσύνη ήδη από τα γεννοφάσκια της, ακτινοβολώντας προστυχιά• πηδάει από το ύψος της («Πίπη η Φακιδομύτη»), μετράει το σκοτάδι της («Μια γιορτή μα ποια γιορτή»), προσπαθεί να βρει ποια είναι («Ντε ζα βυ», «Μύθοι»). Φρέσκια, βλάσφημη και απελευθερωτική, η Χαλκιαδάκη, επιστρέφει, τελικά, στην σχολική αίθουσα («Πάει αυτοί πέταξαν») για να σώσει το παιδί που ήμασταν, για να το αφήσει επιτέλους να πει αυτό που εννοούσε τότε:
«στο διάολο να πάτε, στο διάολο».
Edelman, L. (2004), No Future. Queer Theory and the Death Drive, Duke University Press
Egan, R.D., Hawkes, G.L. (2012), “Sexuality, Youth and the Perils of Endangered Innocence: How History Can Help Us Get Past the Panic”, Gender and Education, 24: 3, 269-284
Faulkner, J. (2011), The Importance of Being Innocent. Why We Worry About Children, Cambridge University Press
McRuer, R. (2006), Cultural Signs of Queerness and Disability, New York University Press