Η Tatiana Faia θα συμμετάσχει στο 11ο Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης, το οποίο θα πραγματοποιηθεί από τις 21 ως τις 25 Αυγούστου στη Λάρισα, στον Βόλο, στην Καρδίτσα και στα Τρίκαλα.

 

Απόσπασμα από το ποίημα «οδός αδριανού»

στο εθνικό αρχαιολογικό μουσείο της αθήνας
σαράντα πρόσωπα του αυτοκράτορα αδριανού
γεμίζουν μία αίθουσα για να συζητήσουν
την ιδανική εκδοχή του κόσμου
που πρέπει αναγκαστικά να περιλαμβάνει
τον σωκράτη, τον πλάτωνα, τον αριστοτέλη
μια ακλόνητη παραδοχή
μιας ορισμένης αντίληψης για τον υψηλό πολιτισμό
πως η απομάγευση ενός απογεύματος
που σπαταλήθηκε μεταξύ δηλητήριων
και ζέστης θα περιοριστεί στον πυρετό και τη σκόνη
ώσπου να φτάσουμε σε μια επιθυμία για σιωπή
που ν’ αγγίζει τα όρια της ολικής απουσίας νοήματος
στο παράλογο των θαλασσινών λιμανιών
του άλβαρο ντε κάμπος
που διακόπτουν τα πρωινά της ανατολής
αφού έχουν περάσει μήνες στους οποίους
δεν είχες καμία επιθυμία να διαβάσεις ποίηση

 

 

Ένα μέρος από το ποίημα «ανασκάπτοντας τον αντίνοο»

4.

όταν ο αντίνοος ήρθε στο φως στους δελφούς
το αγόρι δεν έμοιαζε καθόλου με θεό
ο χρόνος είχε κάνει καλά τη δουλειά του
δεν είχε πια χέρια
στο μάρμαρο υπήρχε μια ρωγμή
ακριβώς κάτω
απ’ το αριστερό γόνατο
ο κορμός και το πρόσωπο
ήταν βρομισμένα με χώμα

είναι τρομερά δύσκολο ν’ αγαπάς κατεστραμμένα αγάλματα

στο χαμένο φεγγαρένιο πρόσωπο του αγοριού στις σκιές του δειλινού
ένας θεός από ψηλά μάλλον είχε προσχεδιάσει τον πόνο του αδριανού
και τον έδεσε στη γη για να τον δει ακινητοποιημένο στην οδύνη του
που πολλαπλασιάστηκε σε αναρίθμητα αγάλματα
διασκορπισμένα σε ολόκληρο τον ρωμαϊκό κόσμο

 

 

Ένα μέρος από το ποίημα «ένας ιταλός στην ελλάδα»

1.

πάνω στο τραπέζι
η εύθραυστη καλοσύνη
μαζεύει σκόνη

αυτό το βιβλίο για την τύχη και την ηθική
στον αρχαίο κόσμο
που κάποιος ξέχασε
στο σπίτι όπου μορφωμένοι άνθρωποι
διαδέχονταν ο ένας τον άλλο
ώσπου έφτασε η δική μας σειρά
μ’ ένα σάστισμα
βαρβάρων μπροστά
σε ανεξήγητα σεντόνια
από ροζ βαμβάκι
και γερμανικά αστυνομικά μυθιστορήματα
αφημένα στο ράφι της εισόδου
απ’ τη δεκαετία του ’40

στην εύθραυστη καλοσύνη
η μάρθα νούσμπαουμ
δεν αναφέρει καθόλου τον αδριανό
κι οφείλω να συμφωνήσω
πως δεν ξέρω τι θα έλεγε
ο αυτοκράτορας για τις γυναίκες φιλοσόφους
των ρωμαϊκών δημοκρατιών του παρόντος
και για το παγερό τους βλέμμα
καθώς ανάβουν ένα τσιγάρο
και την τραχιά φωνή
όλο στιλ

με την οποία τις φαντάζομαι
να διαβάζουν δυνατά αυτό το βιβλίο
απ’ όπου η επιτάχυνση της δύναμης
που απαιτείται για να ζεις
διατρέχει κάθε σημείο
στο εσωτερικό των δωματίων

όταν η φωνή σου μπλέκεται με τη δική μου
καθώς συζητάμε τις σελίδες
όπου η μάρθα νούσμπαουμ αρνείται
πως η εκάβη αγνοεί
παρά τις τόσες τραγωδίες
τι σημαίνει να ζεις τη ζωή σου στο έπακρο

τους τελευταίους μήνες ξέμαθα
ό,τι πίστευα
πως ήξερα για την τύχη και την ηθική
στον σύγχρονο κόσμο
και πλέον συνειδητοποιώ
πως δεν μου έχει απομείνει
ούτε καν η διάθεση
να σαρκάζω
την κλασική αρχαιότητα

ο αντίνοος είναι νεκρός
ο αδριανός είναι νεκρός
κι εγώ προς το παρόν είμαι ακόμα
ζωντανή και σκέφτομαι
πως η απαρχή του κόσμου
θα μπορούσε να είναι αυτό

το βλέμμα που ψάχνει παντού στο δωμάτιο
ώσπου να βρει το σημείο όπου μένεις απόμακρος
ακίνητος στο κρεβάτι καθώς καίγεσαι απ’ τον πυρετό

κρατώντας πάνω απ’ το πρόσωπό σου
το νησί του αρτούρο
της έλσα μοράντε
ένας μπάφος καπνίζει ακόμα στο τασάκι
χωρίς μεγάλη σιγουριά συζητάμε
ποια είναι η ακριβής ποσότητα
που θα έδιωχνε τον πόνο μακριά
έστω για λίγες ώρες
για να διασχίσουμε την πόλη
μιλώντας ακατάπαυστα

οι μπαλκονόπορτες είναι ανοιχτές
και μπαίνει ο θόρυβος των δρόμων
και μπορείς ν’ ακούσεις
αν κλείσεις τα μάτια
μες στην κίνηση και τα καφέ
τις φωνές των νεκρών
που αυτή η γειτονιά δεν ξεχνά
και τους ήχους καθώς εξατμίζεται
η υγρασία των ρούχων
που στεγνώνουν στη μικρή απλώστρα
σαν τσιγάρα που αργοσβήνουν
στα τασάκια των καφέ
με τις μικρές φωτιές
των συζητήσεων που έμειναν στη μέση

συγυρίζουμε το σπίτι

ο ένας μετά τον άλλον όλοι έφυγαν
είσαι άρρωστος

και μείναμε μόνοι για ν’ αναλογιστούμε
την οικιακή ζούγκλα των κόμπων που φτιάχνουν
μεταξύ τους τα φυτά στο χάος του μπαλκονιού

κι έτσι μπορώ να διακρίνω
στις σκιές του μεσημεριού
που απλώνονται στο πάτωμα του σαλονιού
την αταξία των συζητήσεων
και την καλοσωρίζω σαν να παραδέχομαι
πως οι ελπίδες
που μου πρόσφεραν τη μεγαλύτερη χαρά
ήταν τελικά αρκετά κοινές και περιττές

σηκώνεσαι με δυσκολία
και σε κρατώ όρθιο
τρεκλίζουμε μαζί
προς το μπαλκόνι
το βάρος σου πάνω στο δικό μου
παρατηρώ πως μόνο ο ένας από εμάς
ξέρει στην πραγματικότητα να χορεύει
ο άλλος είναι ικανός μόνο να υποκρίνεται

δεν επιθυμώ κανένα ξεκίνημα
που να μην σε περιέχει

Μετάφραση: Τώνια Τζιρίτα Ζαχαράτου

 

*Το βιβλίο της Tatiana Faia αδριανός, από το οποίο προέρχονται τα παραπάνω ποιήματα, κυκλοφόρησε το 2023 από τις εκδόσεις Θράκα σε μετάφραση της Τώνιας Τζιρίτα Ζαχαράτου

Η Τατιάνα Φάια γεννήθηκε στην Πορτογαλία το 1986. Έχει γράψει πέντε ποιητικές συλλογές και μία συλλογή διηγημάτων. Το 2019 το βιβλίο της Ένα δωμάτιο στην Αθήνα (2018) απέσπασε το πορτογαλικό βραβείο PEN ποίησης. Από το 2013 αποτελεί μέλος της συντακτικής ομάδας του ανεξάρτητου εκδοτικού εγχειρήματος “Enfermaria 6” (Θάλαμος 6). Είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος στην αρχαία ελληνική φιλολογία. Έχει μεταφράσει Αν Κάρσον, Χέρμαν Μέλβιλ, Φίλωνα Αλεξανδρέα και τους Ομηρικούς Ύμνους στα πορτογαλικά. Έχει γράψει δύο λιμπρέτα για όπερα σε συνεργασία με τον Πορτογάλο συνθέτη João Ricardο. Αρκετά από τα βιβλία της, καθώς και κείμενά της, έχουν μεταφραστεί σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής. Ζει στην Οξφόρδη με τον σύζυγό της και δύο μαύρες γάτες, ενώ προσπαθεί να περνά στην Αθήνα όσο περισσότερο χρόνο μπορεί.