Ο Joël Vernet θα συμμετάσχει στο 11ο Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης, το οποίο θα πραγματοποιηθεί από τις 21 ως τις 25 Αυγούστου στη Λάρισα, στον Βόλο, στην Καρδίτσα και στα Τρίκαλα.
Στο πλαίσιο αυτό η Χρύσα Βουλγαράκη μετέφρασε μια επιλογή έξι ποιημάτων του από την ενότητα “Voir est Vivre” η οποια δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο Poetic Works 1, Seeing is Living, La Rumor Libre Editions, 2023.
VOIR EST VIVRE
Ο θυμός δεν έγραψε ποτέ σπουδαία ποιήματα, αυτό το ξέραμε πάντα. Αλλά ούτε και η σιωπή, συνένοχος στις φρικαλεότητες της καθημερινότητας. Βρισκόμαστε λοιπόν στη βάρκα, ανάμεσα σε αυτές τις δύο όχθες, ψηλαφίζοντας μέσα στο ρεύμα, προτιμώντας το αδέξιο κουπί από τη νύχτα που μας πνίγει όλους. Αφήνω το γέλιο σε αυτούς που δεν θα τους κυριεύσει ποτέ ο τρόμος.
Η ζωή μου δεν θα είναι ποτέ ξανά αδρανής
Διασχίζω τη νύχτα, όλη τη νύχτα την ίδια πόλη. Είναι μαύρη, τόσο μαύρη που δεν ξέρω πια το όνομά της. Διασχίζω την καρδιά της πόλης, της ολόμαυρης πόλης. Η καρδιά της είναι κόκκινη, σαν τη δική μου. Το αίμα βάφει όλη τη νύχτα. Σταματώ στη ζωή σας, αδέρφια μου, αδερφές μου. Οι ανάσες σας στο πρόσωπό μου. Οι αδερφοί μου, οι αδερφές μου. Όλοι τους, οι αδερφοί μου και οι αδερφές μου, τόσο όμορφοι που θέλεις να κλάψεις. Τόσο εξαθλιωμένοι. Τρέμει η καρδιά μου όταν σας βλέπω με τέτοια κουρέλια, τόσο αξιοπρεπείς, με τις γροθιές σας σφιγμένες. Ωστόσο, είστε εσείς που μας δίνετε φως στην ολόμαυρη νύχτα, ενώ είστε καταδικασμένοι να ζείτε σαν τα σκυλιά. Οι αδερφές μου, οι αδερφοί μου, στη μέση των πάγκων. Το βράδυ πετάτε κουτιά, κουβέρτες, αστέρια στα φτωχά αγαθά σας και κοιμάστε πάνω τους. Αδερφές μου, αδερφοί μου, τα πονεμένα πρόσωπά σας. Ο άνεμος παρασύρει τη σκόνη: τα μάτια σας δακρυσμένα. Πεινάτε, γυναίκες τόσο όμορφες, τόσο λεπτές, με τα χέρια απλωμένα προς τα αστέρια. Αδερφοί μου, τόσο νέοι, τόσο γέροι. Πολύ νωρίς έσβησαν τα όνειρά σας. Δεν έχετε κάτι πέρα από τα προσχέδια αυτής της ζωής απλωμένα σε αυτό το μαύρο μέρος, μαύρα σαν το χρώμα του δέρματός σας, μαύρα σαν την ελπίδα που μοιάζει να έχει εξαφανιστεί. Αδερφοί μου, αδερφές μου, μπαίνετε στη μέρα άναυδοι. Ας μην αφήσουμε ποτέ κανέναν άλλο να μιλήσει για εμάς. Αδερφές μου, αδερφοί μου, ας σηκωθούμε από τη γη, να ξεσκίσουμε τη νύχτα που είναι μόνο ένα πέπλο. Το φως, το διάβασα βαθιά στα μάτια σας, και πονάει. Ξαφνικά δεν μπορώ πια να διασχίσω αυτό το μέρος που είναι θαμμένο στο σκοτάδι, με λίγες μόνο λάμπες, αναπτήρες. Τόσο έντονες μυρωδιές από αλκοόλ, μετά κλάματα, ουρλιαχτά, παιδιά που τσακώνονται, τρέχει το αίμα πάνω στο στήθος τους. Χέρια που ψάχνουν, καταδιώκουν μέσα στη νύχτα, μετά έρχεσαι εδώ να διασχίσεις τα περάσματα και δεν σε καταλαβαίνουν, σε κυνηγούν, σε φτύνουν, σε αφήνουν να πεθάνεις στο χιόνι, σε αυτή τη χιονισμένη νύχτα. Είναι το λευκό της χώρας μου, η βρώμικη κρούστα της χώρας μου, όλο αυτό το χιόνι, όμως, χρησιμεύει ως στολίδι. Είδα τις ζωές σας να διαλύονται πάνω σε αυτή την κατάμαυρη πλατεία.
Bamako , 2018
Το δωμάτιο του υπηρέτη
Πλανόδιοι λαοί, χωρίς ελπίδα, μπαίνουν στο άδειο δωμάτιο του υπηρέτη, που είναι δικό μου για λίγο καιρό. Ο υπηρέτης είναι ο φίλος μου, που δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ, που δουλεύει ατελείωτα. Όταν μου μιλάει, ο ιδρώτας κυλάει μαζί με τα λόγια του που προφέρονται χαμηλόφωνα: Δεν τον ακούω σχεδόν καθόλου, ωστόσο βλέπω τους πλανόδιους λαούς μέσα στο δωμάτιο που διαμένω μαζί του. Μέσα σε αυτό το δωμάτιο, ούτε αυτός ούτε εγώ δεν είμαστε υπηρέτες, σκλάβοι ή Αφέντες, αλλά δύο ζωντανά όντα που απλώς αγαπούν τη συζήτηση. Άφησε ένα χωριό στην ύπαιθρο, ένα σπίτι από ξερόχωμα όπου οι γονείς του γερνούν, ζουν τα αναρίθμητα αδέρφια του στα οποία, στο τέλος του μήνα, στέλνει λίγα χρήματα, ενώ ο ίδιος δεν έχει τίποτα σε αυτό το δωμάτιο όπου η εξέγερση είναι ζωγραφισμένη στους τοίχους. Ο αέρας μπαίνει σε ισχύ πίσω από τους περιπλανώμενους λαούς, ενώ μια τσαγιέρα φουσκαλίζει με πικρό τσάι που θα περνά από το ένα ποτήρι στο άλλο για να κόψει την πείνα, αλλά όχι την ελπίδα. Στις βίλες των πολυτελών γειτονιών κοπιάζουν σμήνη υπηρέτες. Είναι αγέραστοι, και φαντάζομαι τις ιστορίες αγάπης τους όταν βλέπω τα DIY ποδήλατά τους, ακουμπισμένα στα μπαομπάμπ, αυτούς τους παλιούς γίγαντες που προστατεύουν τους ανθρώπους γύρω τους. Είναι για να διώξω τη λέξη υπηρέτης, που τη χρησιμοποιώ. Τόσοι και τόσοι έχουν υποφέρει από τέτοιους περιορισμούς, τους οποίους ζητώ σθεναρά να αφαιρεθούν από τη γλώσσα, αλλά θα είναι αρκετό με την ποίηση να εφεύρουμε μια νέα γλώσσα που θα λέει ότι οι άνθρωποι είναι ίσοι; Φοβάμαι ότι όχι, αλλά το τραγουδάω έστω για να το ακούσουν λίγοι. Δεν γράφουμε για να ανοίξουμε παράθυρα, για να σπρώξουμε πόρτες, για να ακούσουμε αυτό το βαθύ μουρμουρητό της σιωπής;
Ποίημα για τον ποταμό Κονγκό
Είμαι ένας μαύρος ποιητής, ένας άνδρας έγχρωμος. Είμαι ένας ποιητής από την Αφρική, γεννημένος από λευκούς γονείς, καταλαβαίνεις; Μαύρο πιο μαύρο από όλες σου τις έγνοιες και από όλους σου τους θρήνους. Είμαι ένας λευκός ποιητής, ένας ποιητής όλων των χρωμάτων και καλώ κοντά μου τη μανία του ποταμού Κονγκό, την ηρεμία του χωριού μου που με είδε να γεννιέμαι, λευκός, μαύρος, σε όλα τα χρώματα. Κι όταν η σβάρνα έσκισε τη γη της πατρίδας μου, φάνηκε να σκίζει τα μέσα μου, να χωρίζει τον κόσμο στα δύο, να ζωγραφίζει ένα ουράνιο τόξο. Είμαι ένας μαύρος ποιητής, αλλά δεν έχω θρησκεία, εκτός από αυτή του ήλιου, του φεγγαριού, των πετρών και των αμμόλοφων, των δακρύων της μητέρας μου, των απουσιών του πατέρα μου. Μην αποκοιμηθείς, ανέβα στο κανό μου, θα σε κάνω να ανακαλύψεις το αλφάβητο των οριζόντων, τη μουσική των απέραντων τοπίων, αλλά μη μου ζητήσεις να σβήσω τα χρώματα της γης με το τίμημα του αίματος, γιατί αν το αίμα του σπιτιού μου είναι κόκκινο, εκεί πέρα, κόκκινο είναι επίσης. Και κάτω από το μαύρο δέρμα μου, καίει η φωτιά των κιτρινόλευκων Βραχμάνων. Ο άνθρωπος είναι παντού το ίδιο αλφάβητο, η ευγλωττία της ντροπής και της δυστυχίας, η εξέγερση της πείνας και της δίψας, της αγάπης και του χωρισμού, του παιδικού γέλιου, των λαχανιασμάτων των ζώων που διασχίζουν τους θάμνους, τους ωκεανούς. Είμαι ένας μαύρος ποιητής, γεννημένος από λευκούς γονείς κάτω από έναν ουρανό μπλε, γαλάζιο, από βροντή και από οργή. Πρόσωπα στραμμένα προς τους αστερισμούς που, τη νύχτα, μας φωτίζουν όλους. Συγγνώμη, ποταμέ Κονγκό που διασχίζω, εγώ ο Άνθρωπος των χιλίων χρωμάτων, θα με αναγνωρίσεις, δεν θα με ρίξεις στα ψάρια, στον δηλητηριώδη πυρετό αυτού του κόσμου; Θα μου δώσεις πίσω το αλφάβητο της ελπίδας μου, αυτό που ξέρει να μιλάει ο Ανθρωπος των δισεκατομμυρίων χρωμάτων; Είμαι ένας μαύρος ποιητής, είμαι ένας αφρικανός ποιητής, είμαι ένας λευκός ποιητής γεννημένος από μαύρους γονείς, καταλαβαίνεις; Και γράφω με κιμωλία πάνω στον πίνακα της καρδιάς μου, τον θυμό του ποταμού Κονγκό που με ξέρει μαύρο, άσπρο, κίτρινο, κόκκινο, μωβ, μπλε, αλλά ξεχνά πάντα το τελευταίο χρώμα, αυτό του θανάτου που θα μου κλείσει το στόμα. Αφήστε με να περάσω από αυτή τη ζωή με συνοδεία όλες αυτές τις λάμψεις.
Φύλαξέ μου τις κραυγές σου της ύαινας, τα γαβγίσματα σου, γιατί η ομορφιά είναι ένα χρώμα που καίγεται μέσα σε μια στιγμή.
Και τα μάτια μου θέλουν ακόμα να δουν Την ομορφιά αυτού του κόσμου που είναι τουλάχιστον χιλιάδες χρώματα. Ακόμα και το ξύλο του κανό μου φωτίζεται, ακόμα και τα νερά του ονόματός σου που διασχίζω αναστατώνονται από το αλφάβητο με τα τραγουδιστά, μαγευτικά φωνήεντα.
Το σκισμένο πουκάμισο
Μέσα στη σιωπή των χαμηλόφωνων σαλονιών
Δεν σκίζουμε πουκάμισα,
Αλλά ανθρώπινες ζωές.
Σχεδόν καθόλου λέξεις, μόνο αριθμοί,
Αριθμοί που λάμπουν μέσα σε εγκεφάλους
Από βαρετά κεφάλια που μουρμουρίζουν
Πάντα το ίδιο τραγούδι. Είναι εκεί,
Μια πολύ μικρή ομάδα που δεν έχει γνωρίσει ποτέ
Το κρύο, την πείνα, την ντροπή
Αλλά που υπαγορεύουν, διατάζουν, πετάν στο δρόμο
Χωρίς να τρέμει η καρδιά τους
Όταν γυρίζουν σπίτι
Αιχμαλωτίζουν τα ίδια τα παιδιά τους πάνω στα γόνατα τους,
Χαϊδεύουν τα μαλλιά της γυναίκας τους,
Μετά μουρμουρίζουν πάλι
Μέσα στα χαμηλόφωνα σαλόνια
Όπου δεν μπαίνει το κουτσομπολιό του κόσμου,
Ούτε ο άνεμος από έξω, ο θυμός όλων αυτών
Που τους αρνούνται το δικαίωμα να ζήσουν,
Που ερχόμαστε να ψάξουμε ξημερώματα
Σαν εγκληματίες γιατί έσκισε η καταιγίδα
Το πουκάμισο από έναν που θα μπορούσε να είναι μαζί τους,
Από εκείνη την πλευρά, αλλά σ’ αυτή τη ζωή,
Η φιλοδοξία, η τύχη έχουν τοποθετηθεί
Στο χαμηλόφωνο σαλόνι
Εκεί που ο θόρυβος της ζωής δεν ακούγεται πια καθόλου.
Αυτοί είναι οι αριθμοί που γράφονται στον αέρα
Προκειμένου να τρίβει ακόμα τα χέρια του το χρηματιστήριο.
Γραφεία όπου δεν καταλαβαίνεις πια τίποτα,
Αναφέρουν σχέδια Α, σχέδια Β, σχέδια
Που συντρίβουν, που καταστρέφουν, που ταπεινώνουν
Καθώς ο θυμός ανεβαίνει, ανεβαίνει,
Και ότι οι προπαγανδιστικές εφημερίδες
Μετέδωσαν τις εικόνες ενός άνδρα
Που το πουκάμισο του μοιάζει με σύννεφο
Το οποίο ο κεραυνός θα είχε κόψει κομμάτια.
Οι πολύ ευγενικές φωνές ανεβάζουν ξαφνικά τον τόνο,
Στο όνομα της δικαιοσύνης, της Πολιτείας, της Δημοκρατίας
Οι τοίχοι της οποίας γκρεμίζονται μέρα με τη μέρα
Έπειτα διατάζουν να συλληφθούν άνδρες
Λίγο προτού τα παιδιά τους
Που δεν παίρνουν τη σάκα τους για να πάνε στο σχολείο
Προτού γράψουν στον μαυροπίνακα με κιμωλία δίχως μέλλον:
ο πατέρας μου είναι τραμπούκος
Γιατί έσκισε το πουκάμισο
Του ψυχρόαιμου άνδρα
Που η ζωή του είναι να παίζει με τους αριθμούς.
Αυτή είναι η υπαγόρευση της ημέρας.
Δεν καταλαβαίνω, Kύριε,
Πού είναι η δικαιοσύνη, η λογική.
Όμως καταλαβαίνω τον θυμό του πατέρα μου
Στον οποίο οι άντρες με τα σοβαρά πρόσωπα θα στερήσουν τη δουλειά.
Είναι αυτό, Κύριε, Ζωή;
Δεν θέλω να γράψω αυτό το λάθος
Μέσα στην υπαγόρευση μου.
Ένας κόσμος για να εφεύρουμε
Εκεί πάνω στη γη, και δεν είναι στον παράδεισο,
Όλοι μαζί πεταμένοι σαν βορά στα όρνια.
Μείναμε να πιστεύουμε στον αγώνα της φωτιάς,
Αυτή η έκκληση των άφθονων προνομίων, των ανελέητων πολέμων,
Παντού.
Όσο τα παιδιά έκλαιγαν από πείνα,
Τόσο άλλοι έσκαγαν τις σαμπάνιες
Μέσα στο άθλιο παλάτι τους, προστατευμένοι από στρατιώτες
Στην καρδιά της πέτρας.
Μας άφησαν να πιστέψουμε
Ότι θα υπήρχε ένας άλλος κόσμος,
Τόσοι και τόσοι έχουν στήσει μνημεία
Στους αφέντες που τους κρατούσαν
Κάτω από το δέρμα της μπότας τους.
Τόσοι και τόσοι έχουν ευλογήσει
Τα πενιχρά προνόμιά τους,
Μαζί κι εσείς, ναι μαζί κι εσείς.
Αφήστε τη ντροπή να γλείψει το πρόσωπό σας!
Και τώρα που δεν υπάρχουν πια δρόμοι,
Που τα αεροπλάνα είναι σε στάση,
Που αρχίζει να αναδύεται η σκουριά
Στα πλαϊνά των ολισθηρών επενδύσεων
Από κρουαζιέρα σε κρουαζιέρα
Για την ανόητη ευχαρίστηση ορισμένων,
Που οι δρόμοι είναι φραγμένοι,
Εκείνοι έρχονται πίσω από τις οθόνες
Με το αγέρωχο πρόσωπό τους,
Το εξαντλημένο ρήμα τους, τη γλώσσα του γερασμένου καθηγητή, του ψευδολόγιου,
Λέγοντας μας ότι το μέλλον ανήκει σε όλους
Αν κλειδωθούμε πίσω από τις πόρτες μας.
Κι εσύ, ποιητή του τρεις φορές το τίποτα που δεν έχουμε διαβάσει ποτέ,
Του οποίου τα βιβλία είναι σκόνη,
Έγραψες σε μια εποχή που μια πιθανότητα δεν ήταν ποτέ απίθανη:
Δεν θέλουμε να περιμένουμε τον θάνατο μέσα στα σπίτια μας.
Μετά τη φωτιά, το χρηματιστήριο κατέρρευσε,
Θα τους πάρουμε τις λέξεις που μόλις μας έριξαν
Στο πρόσωπο. Θα τους πάρουμε τις λέξεις
Για να σταματήσουν την τρελή κούρσα τους.
Θα επινοήσουμε έναν κόσμο
Όπου δεν θα τους ακούσουμε πια, ποτέ ξανά,
Με την υπεροψία των ειδικών, τις μορφωμένες λέξεις τους
Που υπογράφουν την ήττα τους. Εκείνοι είναι πιο εύθραυστοι από όλους μας,
Γιατί δεν το ξέρουμε;
Ο συγγραφέας
Ο Joël Vernet γεννήθηκε το 1954. Νομαδικά παιδικά χρόνια σε διάφορα μέρη της Γαλλίας. Έπειτα επιστροφή στην Margeride όπου εγκαθίσταται η οικογένεια. Ευτυχισμένα χρόνια μέσα από την επαφή με τη φύση και την βαθιά απομόνωση. Υπερβολική έλξη για τη γαλλική γλώσσα, την αξιτονική γλώσσα, και την ανταρσία. Καθόλου βιβλία στο σπίτι, αλλά πάθος για αυτούς τους αγρότες “που μιλούν σαν πρίγκηπες”. Το 1975, μετακομίζει σε μια μεγάλη πόλη. Πρώτο ταξίδι στη Δυτική Αφρική. Ζει σε φτωχικές γειτονιές των αφρικανικών πρωτευουσών. Ανακαλύπτει την αλγερινή Σαχάρα, τα όρη Ώρες, το νότιο Μάλι, το Σουδάν, τη Συρία, την κεντρική Ασία, τη Ρωσία, την Ουκρανία, τα Βαλκάνια. Από το 1985, ο Joël Vernet έχει γράψει πλήθος βιβλίων (ποιητική πρόζα) τα οποία έχουν στην πλειοψηφία τους εκδοθεί από τους Lettres Vives, Fata Morgana, La Rumor Libre, Le Temps qu’il fait. Το 2021, το βιβλίο του, Η λήθη είναι ένας λεκές στον ουρανό (Fata Morgana) κέρδισε το βραβείο ποίησης Heredia από τη Γαλλική Ακαδημία. Για περισσότερα από είκοσι χρόνια, ζει σε ένα μικρό χωριό, όχι για να ξεφύγει από τον κόσμο, αλλά για να είναι πιο κοντά σε αυτόν.