Η Κυρά των Πεύκων*

*αφιερωμένο στο πευκοδάσος της Β. Εύβοιας

 

Ήταν κάποτε, μια φορά κι έναν καιρό όπως λένε στα παραμύθια, ένα δάσος μαγικό, που φύτρωσε μια νύχτα με πανσέληνο στη ράχη ενός πουλιού. Πεύκο το πεύκο, εμφανίστηκε χαιρετώντας τη λαμπρή σελήνη. Την αυγή, όλα μαζί τα δέντρα, κουνώντας τα λεπτά τους φύλλα, καλημέρισαν τον ήλιο τους τον πρώτο.

Το πουλί, θαλασσοπούλι ήτανε θαρρώ, αφού πέταξε πάνω από θάλασσες κι ωκεανούς, πήγε κι έχτισε τη φωλιά του στην άκρη του πιο βαθυγάλαζου πελάγους. Και το πουλί μεγάλωνε και μεγάλωνε, τα χρόνια περνούσαν, ώσπου απ’ την ακινησία έγινε βράχος πελώριος, κουβαλώντας πάντα το μαγεμένο δάσος στην ράχη του.

Δειλά δειλά, μια ομάδα ανθρώπων πλησίασε το πουλί, που βράχος έγινε, κι έχτισε το χωριό της γύρω απ’ το δάσος. Η αρχηγός τους, μια γυναίκα με σοφία βαθιά, όσο φτάνουν οι ρίζες των δέντρων, αμέσως χάθηκε στο δάσος, εγκαταστάθηκε εκεί, κι έγινε η Κυρά των Πεύκων.

– Πότε μπορούμε να σε ακολουθήσουμε, Κυρά; την ρώτησαν οι χωριανοί.

– Θα στείλω μήνυμα με τους ήχους του δάσους στα παιδιά, τα μόνα που μπορούν να τους ακούσουν, κι εκείνα θα σας πουν πότε είναι η κατάλληλη στιγμή, τους αποκρίθηκε, πριν χαθεί για πάντα απ’ τη ματιά τους.

Κι έτσι έγινε, όπως είπε. Η Κυρά έστελνε ως τ’ αυτιά των κοιμισμένων παιδιών ήχο κλαδιών, που σπάνε. Εκείνα ξυπνώντας καλούσαν τους μεγάλους να πάνε στο δάσος, να το καθαρίσουν απ’ τα ξερόκλαδα που άφησε πίσω του ο χιονιάς. Άλλες φορές μέλισσες ψιθύριζαν στα όνειρά των μικρών το μήνυμα, πως ήρθε η ώρα οι χωριανοί το μέλι να μαζέψουν. Κάποτε, ερχόταν το θρόισμα του χορταριού σαν κάλεσμα των κοπαδιών για βοσκή, ενώ όταν τα παιδιά άκουγαν ήχους υπόκωφους από των πεύκων τις ρίζες, ανήγγειλαν την ώρα της συγκομιδής του ρετσινιού.

Μα τα χρόνια περνούσαν και περνούσαν. Ήρθαν νέοι κάτοικοι, με αυτιά κλειστά στης Κυράς τα καλέσματα. Άρχισαν να κόβουν κάποια δέντρα που εμποδίζαν τους ανθρώπους. Η Κυρά θρηνούσε, μα μόνο λιγοστά παιδιά άκουγαν πια το κλάμα της. Ήταν εκείνα που ακόμη μπορούσαν να κλείσουν τα μάτια και να απολαύσουν της φύσης το κάλεσμα, με την ακοή και την αφή μονάχα. Οι κάτοικοι τα έλεγαν παράξενα, γιατί συχνά ξυπνούσαν τα βράδια ιδρωμένα κι ανήσυχα από όνειρα μπερδεμένα. Μα κανείς πια δεν έδινε σημασία στις διηγήσεις τους. Μόνο τα παρηγορούσαν και τους έλεγαν:

– Όνειρο ήταν, θα περάσει. Μην πιστεύεις στου ύπνου τα καμώματα…

Εκείνα τα χρόνια έφτασε στο χωριό ένας ξένος, ερχόμενος από μακριά, που μιλούσε άγνωστες λέξεις και είχε νέες ιδέες για το πευκοδάσος που αγκάλιαζε το χωριό. Οι κάτοικοι, μιας και δεν καταλάβαιναν τι έλεγε, τον θεώρησαν σπουδαίο. Ξέχασαν πως όποιος αγαπά, μιλά με λόγια απλά, που μόνο τα παιδιά καταλαβαίνουν. Τον έχρισαν αρχηγό τους, λησμονώντας μια για πάντα την Κυρά τους. Κι εκείνος συνέχεια έδινε εντολές:

– Κόψτε, κόψτε, καθαρίστε… Χρειαζόμαστε χώρο να αναπτυχθούμε. Δεν θα αφήσουμε την πολιτεία μας να κυβερνάται από πεύκα, μέλισσες και ζώα. Εμείς είμαστε οι κυρίαρχοι εδώ!

Οι κάτοικοι υπάκουσαν δίχως σκέψη, γιατί κοντά στον ξένο με τα καινούρια λόγια αισθάνονταν δυνατοί. Θα κατακτούσαν όλο τον τόπο γύρω τους. Κι ο ξένος τους έφερε νέα εργαλεία που σε μια μέρα ισοπέδωσαν κομμάτια ολόκληρα του δάσους. Οι κάτοικοι περηφανεύονταν για τα κατορθώματά τους και δόξαζαν ξανά και ξανά τον αρχηγό.

Είχε μείνει πια μόνο η καρδιά του δάσους, γύρω από το σπίτι της Κυράς των Πεύκων, όταν τα παιδιά, εκείνα που άκουγαν στα όνειρά τους το κλάμα της, αντιστάθηκαν. Ένα πρωινό, έβαλαν το σώμα τους μπροστά στα εργαλεία και είπαν:

– Φτάνει ως εδώ! Αρκετά με την καταστροφή! Εδώ είναι η γη του πεύκου, της μέλισσας, του λαγού και του γερακιού. Είναι το σπίτι μας και θα το προστατέψουμε!

Οι κάτοικοι χωρίστηκαν στα δυο. Κάποιοι θύμωσαν με την αναίδεια των παιδιών, ενώ οι υπόλοιποι, σαν να ξύπνησαν από τον λήθαργό τους, σκέφτηκαν πως τα παιδιά είχαν δίκιο. Ο αρχηγός προσπάθησε να τους μεταπείσει, μα ο σπόρος της αμφιβολίας είχε φυτευτεί. Έτσι, οργισμένος, αποτραβήχτηκε και τους έδωσε διορία μια μέρα να συμφωνήσουν μεταξύ τους και να συνεχίσουν τις εργασίες στο δάσος. Αλλιώς θα το μετάνιωναν πικρά. Οι κάτοικοι, όμως, όσο και να συζητούσαν, άκρη δεν έβρισκαν, γιατί είχαν ξεχάσει τις απλές λέξεις της συνεννόησης.

Πέρασε η μέρα και όταν κατάλαβε ο αρχηγός πως δεν θα συνέχιζαν γρήγορα τη διάλυση του δάσους τους φώναξε:

– Εμένα δεν με αμφισβητεί κανείς! Σας διέταξα να πάρετε την σωστή απόφαση και δεν τα καταφέρατε. Τώρα θα αναλάβω μόνος μου!

Μόλις τέλειωσε, μια φλόγα φάνηκε ν’ ανάβει κυκλώνοντας το πράσινο. Και σιγά σιγά έγινε φωτιά ασυγκράτητη. Οι κάτοικοι έτρεχαν να σωθούν πανικόβλητοι. Επέστρεψαν, όταν πια ήταν πολύ αργά.

Το δάσος κάηκε και μόνο ένα πεύκο αιωνόβιο απόμεινε στο κέντρο του. Ήταν το σπίτι της Κυράς. Η Κυρά των Πεύκων βγήκε τότε, μετά από τόσα χρόνια, από την κρυψώνα της και κάλεσε τα πουλιά, μα σιωπή πήρε για απάντηση. Κάλεσε τα ζώα του δάσους, σιωπή και πάλι. Κάλεσε τα έντομα, σιωπή. Τότε, κουλουριάστηκε στην ρίζα του πεύκου και βάλθηκε να κλαίει ασταμάτητα.

Τα δάκρυά της έγιναν χείμαρρος, κύλησαν παρασέρνοντας το χώμα, ώσπου έφτασαν με φόρα μεγάλη στο χωριό. Οι χωριανοί αναθεμάτιζαν την μοίρα τους, το δάσος όλο συμφορές τους έφερνε.

– Να το ισοπεδώσουμε, άλλο να μη μας τυραννά!, πρόσταξε ξανά ο αρχηγός και έδωσε στον καθένα οδηγίες.

– Ναι, δεν θέλουμε να ξαναδούμε τόσο πράσινο στα μάτια μας! ακούστηκαν κι άλλες φωνές.

Μόνο τα παιδιά κατάλαβαν κι έτρεξαν να συναντήσουν την Κυρά, μήπως προλάβουν τη νέα συμφορά. Στάθηκαν ανάμεσα στα καμένα δέντρα και μάζεψαν όλους τους ήχους του δάσους που είχαν φυλάξει τόσα χρόνια στο μυαλό και την καρδιά τους. Οι φωνές τους ενώθηκαν με της φύσης την αρμονία τραγουδώντας του πεύκου το τραγούδι.

Σαν τέλειωσαν ξάπλωσαν στο χώμα και σπόροι γίναν, για να φυτρώσουν τα νέα δέντρα.

Οι χωρικοί σαστισμένοι κατάλαβαν το λάθος τους, παράτησαν τα εργαλεία τους και έδιωξαν μακριά τον ξένο που είχαν κάνει αρχηγό. Άφησαν ήσυχο το μαγεμένο δάσος των παιδιών τους, ώσπου πρασίνισε και ζωντάνεψε ξανά. Τα ζώα, τα πουλιά, τα έντομα γύρισαν πάλι στο σπίτι τους. Η Κυρά επιτέλους χαμογέλασε ικανοποιημένη.

Ψέματα ή αλήθεια, κανείς δεν ξέρει. Όμως, κάποιες νύχτες τα μικρά παιδιά λένε πως ακούν μια μελωδία αλλιώτικη να έρχεται από το δάσος, ενώ άλλες σαν να σείεται η γη από τα φτερά ενός πελώριου πουλιού που ετοιμάζεται να πετάξει.

 

 

 

Σύντομο βιογραφικό:

Μεγάλωσα στην Αγία Άννα της Εύβοιας και μετά από μικρές περιπλανήσεις, ζω με την οικογένειά μου στην Ικαρία. Είμαι ψυχολόγος και Εκφραστική Θεραπεύτρια Μέσω Τεχνών, ενώ φοιτώ στο ΠΜΣ Δημιουργική Γραφή του Ε.Α.Π. Εργάζομαι στον χώρο της εκπαίδευσης και ειδικής αγωγής. Έχω ασχοληθεί ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική και το θεατρικό παιχνίδι. Η δημιουργική γραφή, όπως και άλλες μορφές τέχνης, αποτελεί για μένα μια ανάγκη και ένα εσωτερικό θεραπευτικό ταξίδι. Το αστυνομικό μου διήγημα “Εντροπία” έχει λάβει έπαινο στον πρώτο διαγωνισμό του λογοτεχνικού περιοδικού “Κέφαλος”.