Το τζιζγαρούδ*

 

Στη μνήμη του παππούλη μου,
Δημητρίου Πλουσίου

 

« Ο Πλούσιος να τουφεκιστεί, ο Πλούσιος να τουφεκιστεί» έλεγε με πάθος και αγωνία, λες και το ξαναζούσε. Χτυπούσε το δεξί πόδι κάτω και έπιανε με δύναμη τα μπράτσα της πολυθρόνας ή της καρέκλας όπου καθόταν. «Βρισκόμασταν κοντά στο Πόγραδετς. Μας επιτέθηκαν το σούρουπο. Ήμασταν εξαντλημένοι από το κρύο και την πείνα. Ούτε τρόφιμα μας έδιναν, ούτε πολεμοφόδια. Ήμασταν εγκαταλελειμμένοι. Μια σφαίρα πέρασε πέρα για πέρα το πόδι του διπλανού μου, να εδώ, ψηλά στον μηρό. Τον κουβάλησα με δυσκολία μέχρι τα μετόπισθεν, μην πεθάνει από αιμορραγία. Όταν πήγα να γυρίσω στη θέση μου, οι σύντροφοι επέστρεφαν ήδη από άτακτη οπισθοχώρηση. Δεν άργησαν και πολύ να με κατηγορήσουν για λιποτάκτη. Νόμιζαν ότι πήγα να το σκάσω. Τα χαράματα με κάλεσαν στη σκηνή του διοικητή για να μου ανακοινώσουν την ποινή μου: ‘Ο Πλούσιος να τουφεκιστεί δια παραδειγματισμόν. Οι λιποτάκτες είναι προδότες του έθνους και τιμωρούνται’. Άρχισα να διαμαρτύρομαι. Εξήγησα τι είχε συμβεί, για ποιον λόγο γύρισα πίσω. Δεν με άκουγαν. Εγώ μόνος μου πήγα και παραπονέθηκα γιατί δεν με στρατολόγησαν μαζί με τους συνομιλήκους μου και έτσι έμαθα πως με είχαν δηλωμένο λάθος χρονιά, έτσι είναι οι προδότες;» Και πράγματι, ο παππούς είχε νιώσει ντροπή γι’ αυτό. Έβλεπε τους συμμαθητές του να αναχωρούν και σ’ αυτόν να μην έρχεται κάποιο χαρτί. Νόμιζε πως τον θεωρούσαν άχρηστο πριν καν τον δουν και είχε πέσει να πεθάνει από την στεναχώρια του. Πήγε και χτύπησε πόρτες μέχρι να αποκατασταθεί αυτό που το θεωρούσε αδικία. Όταν αναχώρησε για το μέτωπο, ένιωσε μέσα του μια ηρεμία. «Μίλησε ο δεκανέας με καλά λόγια για μένα και η ποινή κατάφερε να μειωθεί. Μ’ έστειλαν να πάρω από το μέτωπο, κοντά στις γραμμές του εχθρού ένα οπλοπολυβόλο που μας ήταν απαραίτητο. Είχε μείνει εκεί με την άτακτη φυγή και κανείς δεν τολμούσε να το πλησιάσει. Ξεκίνησα μόλις βράδιαζε. Έφτασα εκεί με προφύλαξη. Σερνόμουν ώρα πάνω στην ξεσκισμένη, σκληρή γη. Τα γόνατα και τους ώμους μου δεν τα ένιωθα. Το έφτασα, κοίταξα ένα γύρω να δω αν με κατάλαβαν. Το άρπαξα και άρχισα να τρέχω όσο πιο σκυφτός μπορούσα. Σε λίγο με πήραν χαμπάρι. Τσαφ τσουφ οι σφαίρες περνούσαν από δίπλα μου, τσαφ τσουφ και εγώ συνέχισα να τρέχω. Τελικά σώθηκα, το πήγα το οπλοπολυβόλο στον διοικητή και έτσι δεν με εκτέλεσαν». Σ’ αυτό το σημείο έπιανε την κορυφή του κεφαλιού του. Μια σφαίρα τον είχε περάσει ξυστά. Αργότερα οι γιατροί την είχαν χαρακτηρίσει ως την αιτία που ο παππούς είχε ραγισμένο κρανίο. Τα μάτια του βούρκωναν. Καθόταν πάλι πίσω στην καρέκλα και σώπαινε για μερικά λεπτά. Αυτό γινόταν αρκετά συχνά. «Άντε πάλι ο κωλόγερος, ξανάρχισε» άκουγα από τους γονείς μου και πολύ γρήγορα μου δημιουργήθηκε η εντύπωση πως ο παππούς έκανε κάτι πολύ χαζό. Με την επανάληψη, η εντύπωση έγινε πεποίθηση και νόμιζα τότε πως εκτός από χαζό, ήταν και κακό. Τον κοροϊδεύαμε και γελούσαμε καθώς περιέγραφε μια από τις πιο συγκλονιστικές εμπειρίες της ζωής του και συνάμα μια από τις σημαντικότερες στιγμές της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Από τότε που είχαν μπει στο σπίτι του γύφτισσες και τον έκλεψαν, τα παιδιά του, το θετό, ο πατέρας μου και τα δυο του βιολογικά, ο θείος και η θεία μου φρόντισαν να τον βγάλουν ανίκανο. Του συμπεριφερόταν λες και ήταν ανάπηρος. Έτσι τον φρόντιζαν με τον μήνα. Ένα μήνα σ’ εμάς στο χωριό, έναν στη θεία μου στην ανατολική Θεσσαλονίκη και έναν στον θείο μου, στη δυτική Θεσσαλονίκη. Είχαν φροντίσει γι’ αυτό, όπως και για τα περιουσιακά ύστερα από αρκετούς καυγάδες, οπότε τώρα πια τους έμενε το πρόβλημα, ο παππούς. Και ο ίδιος το καταλάβαινε ότι δεν τον ήθελαν. Το έβλεπε, το ένιωθε και δε μιλούσε. Διάβαζε πολύ κι ας μην έβλεπε καλά, παρακολουθούσε στην τηλεόραση τις πολιτικές εξελίξεις. Ήταν φανατικός τηλεθεατής του Χ. που λέει ακόμη τις ειδήσεις, γιατί όπως υποστήριζε, ήταν ο μόνος που άξιζε, γιατί τα έλεγε αργά και καθαρά. Τον τότε πρωθυπουργό αλλά και τους συγγενείς αυτού που συμμετείχαν ενεργά στην πολιτική ζωή της χώρας τους χαρακτήριζε «λωποδύτες». Πού να ‘ξερε ότι τόσα χρόνια μετά, τίποτα απολύτως δεν είχε αλλάξει. Του άρεζε και το καφενείο. Συνήθιζε να πηγαίνει συχνά, ειδικά εδώ στο χωριό που είχε τους φίλους του. Λάτρευε τις γάτες, το ίδιο κι αυτές, εκείνον. Την ώρα που οι άλλοι τις σκότωναν, εκείνος τις περιέθαλπε και τις φρόντιζε με ό,τι είχε. Πολύ συχνά έβλεπες να κάθονται στους ώμους και στον αυχένα του. Κάπνιζε πολύ, τα δάχτυλά του ήταν κίτρινα, όπως και τα μουστάκια του ακριβώς πάνω από τα χείλη του. Πήγαινε στο περίπτερο της πλατείας και αγόραζε καραμέλες για τα «αγγόνια» όπως μας έλεγε. Αν και ήταν τσιγκούνης, εμένα δεν μου χαλούσε ποτέ χατίρι. Με αγαπούσε πολύ και μου το έδειχνε. Κάθε μεσημέρι με περίμενε πώς και πώς να γυρίσω από το σχολείο και να του πω τα τραγούδια και ό,τι άλλο είχα μάθει. «Ωωω, μαρή αυτό τιτιβίζει σαν τζιζγαρούδ, πώς τα λέει έτσι!», έλεγε μες στα γέλια και μου έδινε κάθε φορά και από ένα πεντακοσάρικο. Μόνο σε μένα. Οι γειτόνισσες έβλεπαν την αδυναμία που μου είχε και τον πείραζαν: «Τι έγινε Μήτσο; Πάλι καμαρώνεις τη Δημητρούλα; Την καμαρώνεις επειδή έχει το όνομα;». «Όλα τα αγαπώ, μα αυτό το περδικούδ τα λέει ωραία! Με κάνει και γελώ! Τζιζγαρούδ!» ύστερα με φώναζε. Όταν έμενε στη Θεσσαλονίκη δεν περνούσε καλά. «Εδώ είμαι ένας ξένος. Πήγα στον καφενέ, είπα καλημέρα και δεν μου απάντησε κανείς» έλεγε με παράπονο. Και η μοναξιά του έγινε πιο μεγάλη. Έβγαινε λιγότερο και όλο και πιο συχνά φώναζε τη γιαγιά μου στον ύπνο του: «Μαρίγια, Μαρία μου! Πού είσαι Μαρίγια μου;». Μια μέρα του χειμώνα, σηκώθηκε στις 5 το πρωί και κίνησε για την εκκλησία. Οι τρεις ώρες διαφορά ήταν καθοριστικές για τη ζωή του. Ύστερα από δύο χρόνια που τον είχαν με τον μήνα, τα αδέρφια, οι νύφες και ο γαμπρός αποφάσισαν πως ήταν πρόβλημα –άλυτο πια– και έτσι τον έβαλαν σε γηροκομείο. Σπάνια τον επισκεπτόταν κανείς. Όταν ρώτησα πού είναι ο παππούς, μου είπαν σε νοσοκομείο, προκειμένου να γίνει καλά. Εκεί, μου απάντησαν απαγορεύεται να πάνε δεκάχρονα κοριτσάκια σαν εμένα. Ύστερα από ενάμιση χρόνο πέθανε. Ήταν η πρώτη κηδεία που πήγαινα. Θυμάμαι έκλαψα μόνο λίγο, γιατί οι μεγάλοι μου είχαν δώσει την εντύπωση πως ήταν για καλό του, έτσι έπρεπε να γίνει.

Μέχρι τα ενήλικά μου χρόνια παρέμενε στη θύμησή μου ως ο παππούς που με αγαπούσε πολύ, μου έδινε τα πάντα και που πήρα το όνομά του για να γράψει το σπίτι στον πατέρα μου, για να μας αφήσει χωράφια και λεφτά. Αργότερα έμαθα, πως τον πατέρα μου τον προίκισε πολύ πριν έρθω εγώ στη ζωή και πως ποτέ δε ζήτησε αντάλλαγμα. Τον υιοθέτησε όταν ακόμη ήταν δύο μηνών και θα πέθαινε από την πείνα, γιατί η βιολογική του μάνα δεν είχε να τον ταΐσει. Οι εποχές ήταν δύσκολες, δεν είχαν να φάνε και όλοι το έλεγαν πως το υιοθετημένο το ξεχώριζε και του ‘δινε πάντα τα καλύτερα. Με τα πορτοκάλια κάθε μέρα για να μην του λείψει τίποτα. Δεν τον περιόρισε ποτέ, ούτε για την εκπαίδευση που θα λάμβανε, ούτε για το επάγγελμα που θα ακολουθούσε. Δεν τον χτύπησε ποτέ, παρ’ όλα όσα είχε κάνει, ακόμη και όταν εκείνος έβαλε φωτιά το βουνό, στην προσπάθειά του να καπνίσει τσιγάρο, σε ηλικία δέκα ετών. Του έδινε πάντα απλόχερα ό, τι είχε και δεν είχε. Τότε συνειδητοποίησα κάτι καθοριστικό για μένα, τον λόγο που ο πατέρας μου τον έβριζε και τον πρόσβαλλε κάθε μέρα, την αιτία που φρόντιζε να δείχνει την απέχθειά του και να την μεταφέρει και σε εμάς που ήμασταν παιδιά. Γιατί τον αγκάλιασε και τον φρόντισε όπως θα έκανε για κάθε απροστάτευτο πλάσμα. Σαν ένα τζιζγαρούδ.

 

 

 

*το μικρό πουλί, κάτι σαν σπουργιτάκι, σε τοπική διάλεκτο της Χαλκιδικής

 

 

 

 

Σύντομο βιογραφικό:

Η Δήμητρα Πλουσίου γεννήθηκε το 1992. Σπούδασε στο τμήμα Φιλοσοφίας-Παιδαγωγικής του Α.Π.Θ., λαμβάνοντας ειδίκευση στην Παιδαγωγική Επιστήμη και εργάεται ως παιδαγωγός-φιλόλογος. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε έγκριτα λογοτεχνικά περιοδικά, όπως Φρέαρ, Θράκα, Χάρτης, Μονόκλ, Περί Ου, Ποιείν, Fractal.