Χτες το απόγευμα, στην τελετή λήξης του Πανθεσσαλικού Φεστιβάλ Ποίησης στον Μύλο του Παππά, ο Σωτήρης Παστάκας έλαβε το βραβείο Μάκης Λαχανάς για την πολύτιμη συνεισφορά του στην ελληνική ποίηση από τον Θάνο Γώγο (Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης) και τον Πάνο Σάπκα (Αντιδήμαρχος Πολιτισμού και Επιστημών του δήμου Λάρισας). Ο Σωτήρης Παστάκας είναι ένας Λαρισαίος ποιητής, η δουλειά του οποίου εκτιμάται, όχι μόνο σε τοπικό και εγχώριο επίπεδο, αλλά και στο εξωτερικό. Πέρα από ένας δημιουργικότατος συγγραφέας, είναι επίσης και ένας αγαπητός μέντορας για πολλές γενιές Λαρισαίων ποιητών, και ένας ένθερμος υποστηρικτής της ποίησης.

Βιογραφικό του Σωτήρη Παστάκα:

Σωτήρης Παστάκας (Λάρισα, Ελλάδα, 1954), ποιητής. Σπούδασε Ιατρική στη Ρώμη και Ψυχιατρική στην Αθήνα. Έχει εκδώσει 18 ποιητικές συλλογές, μια συλλογή με μικρά διηγήματα (ο Δόκτωρ Ψ ανάμεσα στους άλλους, Κέδρος, 2021), και δοκίμια. Έχει επιμεληθεί ανθολογίες ελληνικής και ιταλικής ποίησης. Έχει μεταφράσει Ιταλούς ποιητές στα Ελληνικά (Σερένι, Πένα, Σάμπα, Γκάτο, Παζολίνι και άλλους). Έχει μεταφραστεί σε 20 γλώσσες και έχει λάβει μέρος σε διεθνή φεστιβάλ ποίησης (Σαν Φρανσίσκο, Σεράγεβο, Σμύρνη, Ρώμη, Νάπολη, Σιένα, Κάιρο, Κωνσταντινούπολη, Μεντεγίν, Καράκας κ.λπ.). Τέσσερις ποιητικές συλλογές (Corpo a corpo, Jorge, Monte Egaleo, Isola di Chios) εκδόθηκαν στην Ιταλία, όπου κέρδισε το βραβείο NordSud το 2016, μία στις ΗΠΑ (Food Line) και μία στην Ισπανία (Cuerpo a cuerpo). Το 2019 δώρισε τη βιβλιοθήκη του στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Ραψάνης. Είναι μέλος από το 1994 της Εταιρείας Συγγραφέων και από το 2021 Εθνικός Συντονιστής του Παγκόσμιου Κινήματος Ποίησης (WPM) για την Ελλάδα.

Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε ένα απόσπασμα από τον λόγο που εκφωνήθηκε κατά τη διάρκεια της τελετής απονομής του βραβείου, γραμμένο από τον Πέτρο Γκολίτση:

“[…]Ανθρώπινος και γήινος ο Παστάκας−ζαλισμένος από τη δοκιμασία και από το χτύπημα− μας μεταφέρει την τρεμάμενη οπτική του αίσθηση, που διατηρείται συντονισμένη με τον βαθύτερο του ψυχισμό.[…]

Τον φανταζόμαστε, τον βλέπουμε, κάτω από το δέντρο της πλατείας, θαμώνα σε έναν τόπο ήσυχο που ανοίγεται θεατρικά, πλάι «στο προαύλιο της εκκλησίας». Σε μια εκδοχή του βίου του. Στεκόμαστε. Από θεατές καλούμαστε σε μια συμμετοχή. Μας προσκαλεί, δείχνοντας με το χέρι: «καθίστε». Μας κοιτά στα μάτια γυρεύοντας στα βάθη μας μια ανθρωπιά, μια ειλικρίνεια που θα μας δώσει ίσως το δικαίωμα να τον ακούσουμε. Συγκατανεύει χαμογελαστά. Μας εκμυστηρεύεται τα πλέον προσωπικά, μεταποιημένα σε τέχνη, τραβώντας μια τζούρα από το τσιγάρο του. Μαζί με την καύτρα πυρώνονται τα μάτια του γαλάζια, μάτια του κόσμου, σπινθηρίζουν «παστάκικα». Ελευθερώνεται μια άλλου τύπου βίαιη, «κόκκινη», καθώς μας λέει, «εξομολόγηση», που πυροδοτείται κι από το άκουσμα των παιδικών φωνών. Φωνές και γέλια αναμιγνύονται και κυνηγιούνται σαν ζωντανά στον πλακόστρωτο αυτόν τόπο. […]

Σωματικά λοιπόν, καλείται να λύσει, και θα λύσει, το αίνιγμα της ύπαρξης ο ποιητής Παστάκας. […] Θάνατοι που απομακρύνονται από το ακίνδυνο και το όποιο επίπλαστο-διαχειριστικό βουβό μιας εποχής και μιας επιστήμης, και μας ανοίγουν, και εκεί ακριβώς ανθίζει η ποίηση του Παστάκα, προς τον −τάχα− ασυνάρτητο λόγο των ετοιμοθάνατων. Ένας λόγος που δεν περιορίζεται στα νοσοκομεία, μήτε κρύβεται στα κλειστά δωμάτια των οικιών, αλλά ακούγεται ως ο λόγος των περίπου τρελών και αποκαλύπτει, ξεγυμνώνοντας, την ύπαρξη ως έχει. Στη σαρκική της διάσταση. Με τα υγρά, τα κόπρανα και τα αέρια παρόντα. Τα οποία μετασχηματίζονται, εδώ, σε ποίηση. […]

[…]Ο Παστάκας προτάσσει τον σκεπτικισμό του, την ειρωνεία του, παστάκιας πλέον υφής και κατηγορίας, την αφοσίωση στο σώμα, την εμμονή στο πέος, στο αιδοίο, και φυσικά την αφοσίωση στην ίδια του την τέχνη, «στιγματίζοντας» με τον τρόπο του, την «ηθική» παρακμή, αλλά και την κοινωνική και πολιτική της εποχής μας, υιοθετώντας έναν λόγο γυμνό, χωρίς περιστροφές και λεκτικά τερτίπια, επιλογή και του «δασκάλου» του θα λέγαμε Ουμπέρτο Σάμπα, πηγαίνοντας μας κατευθείαν τελικά στην «ουσία» των πραγμάτων. Πρόθυμος να διαλευκάνει κομβικές στιγμές της ζωής του, αλλά και στιγμιότυπα που παίρνουν μια άλλη σημασία, μες στην «κοινότητα» τους στην ποίησή του, τέτοιο το θυμικό, μας δίνει επίμονα την κυρίαρχη στο σύνολο της ποιητικής του επιλογή που συνοψίζεται στην κουβέντα του Νίτσε: «(Σκοπός του ποιητή να αυτοβιογραφηθεί) οι ποιητές είναι ξεδιάντροποι με τις εμπειρίες τους –τις εκμεταλλεύονται» (Πέρα του Καλού και του Κακού), μεταποιώντας τες φυσικά σε τέχνη. Εκμεταλλεύεται έτσι «ξεδιάντροπα» την αμεσότητα του αυτοβιογραφικού στοιχείου, μεταμορφώνοντας σε τέχνη τους κλυδωνισμούς και τους καταποντισμούς του, κάτι που κάνει δείχνοντας άλλοτε προς μια εκ πρώτης όψεως ποίηση «αυθόρμητης εξομολόγησης» και «ανθρώπινου περιεχομένου», «μιας μοναχικής αλλά ζεστής» θα λέγαμε «ζωής», και άλλοτε παίρνοντας μιαν απόσταση μάρτυρα, λες και πρόκειται για τα βιώματα και τους τρόπους ενός τρίτου, που «καταγράφει» μέσα από την ήσυχη συνείδηση του τις εσωτερικές συγκρούσεις και την όλη κίνηση του ψυχισμού του, στην εσωτερική αλλά και εξωτερική του συνάφεια. Μια απόσταση που προσδίδει την ήπια αποδοχή του κόσμου, απηχώντας ένα είδος «σοφίας» που συνταιριάζεται παραδόξως περίτεχνα με τη λαιμαργία του, αποδίδοντας μια άλλου τύπου πυκνότητα στις εικόνες του, δύο θα λέγαμε ταχυτήτων. Τη μια που υποβόσκει αργο-σερνάμενη και την άλλη που αιφνίδια και πυροτεχνικά σκορπίζει τον κόσμο και τον αφήνει ως ξέφτια στα χέρια μας.

Η ακαριαία λοιπόν αυτή σύλληψη των «στιγμών» μαζί με την «αφηγηματικότητα» που συναντάται φορές στον λόγο του και το μπρος-πίσω στο χρόνο που δένει λεπτά τον ρυθμό και τη «σημασία», δείχνει και την ανάγκη του να αναβιώνει σκηνικά μέσω της τέχνης του, το πραγματικό στις ποικίλες βιωματικές εκδοχές του, ζυμώνοντας έτσι την «ονειροπόλα ουσιαστικότητα» (απηχώντας τους Βιτόριο Σερένι, αλλά και πιο πριν τους Αττίλιο Μπερτολούτσι και Λεονάρντο Σινισγκάλλι) με τη «διήγηση» συγκεκριμένων καταστάσεων, καταπολεμώντας τελικά τη μοναξιά και τον θάνατο.

Η πιστότητα στον χρόνο κι οι περιστάσεις του προσωπικού βιώματος, που φέρουν το ψυχολογικό και ιστορικο-κοινωνικό τους φορτίο, καταγράφουν «ερμηνεύοντας» μοναδικά την νεοελληνική κοινωνία και πραγματικότητα στη μετάβαση της […], μεταποιώντας πάντα σε τέχνη την μετάβαση από μια αγροτική-μικροαστική κοινωνία χωρίς ουσιαστική ιδιοκτησία (στη διάρκεια των παιδικών χρόνων του ποιητή όπως είδαμε στο ποίημα «Ραψάνη») σε μια «μεσο-αστικότητα» που στην κυριαρχία της και την ατομικότητα της βουλιάζει και «θυσιάζει» το σύνολο, απαιτώντας ίσως υποσυνείδητα και μια ανθρωπολογικού τύπου ανανέωση.

Ένα σύνολο που υπηρετώντας άναρχα το μέρος και το άτομο –αντίστοιχη και η οικοδόμηση του τρέχοντος αστικού τοπίου μας (αλλά και του υπαίθριου όπως βλέπουμε στο προαναφερθέν ποίημα στη «θερινή» ακτογραμμή της Λάρισας και της Πιερίας)– οδηγεί τελικά τον ποιητή σε μια πολιτική θέση καταστώντας τον πολιτικό ποιητή μιας γενιάς και εποχής και μοναδικό χρονικογράφο της (όπως παλιότερα έγινε με τον Χριστιανόπουλο στη Θεσσαλονίκη, αλλά και τον Γιώργο Χρονά που καταγράφει ένα μεγάλο μέρος του σύγχρονου υπο-κατασκευή νέο-πανελλήνιου) που βλέπει την πατρίδα μας όπως δεν μπορούν να την δουν οι «ισχυροί» της χώρας, ο λαός-μάζα και φυσικά οι «απ’ έξω». Πρόκειται με δύο λόγια για μια ποίηση που καταγράφει μια εποχή και έναν πολιτισμό που πνέει τα λοίσθια και προμηνύει ίσως έναν πολιτισμό που μέλλεται να συμβεί.”

Απόσπασμα από το άρθρο “Ο ποιητής Σωτήρης Παστάκας, μια συνολική αποτίμηση (Ποιήματα 1981-2023)” του Πέτρου Γκολίτση, το οποίο εκφωνήθηκε κατά τη διάρκεια της τελετής απονομής του βραβείου.

Ο Θάνος Γώγος (διευθυντής του Πανθεσσαλικού Φεστιβάλ Ποίησης), η Marija Dejanović (αναπληρώτρια διευθύντρια του Πανθεσσαλικού Φεστιβάλ Ποίησης), ο ποιητής Σωτήρης Παστάκας και ο Πάνος Σάπκας (αντιδήμαρχος πολιτισμού και επιστημών του Δήμου Λάρισας)

Ο ποιητής Σωτήρης Παστάκας

Φωτογραφίες: Νίκος Κατσαρός

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ