Είκοσι χρόνια είχα να πατήσω στο νησί. Έφυγα, έφυγα μακριά, δεν ξαναπλησίασα τη θάλασσα και ζούσα στα βουνά ανάμεσα στα δέντρα και σε ανθρώπους που δεν είχαν δει ποτέ τους κύματα. Είχα πείσει τον εαυτό μου ότι αν τη ξεχάσω, θα με ξεχάσει και αυτή. Και θα λευτερωθώ. Οι εφιάλτες όμως δεν σταματούν. Όσο μακριά κι αν έφυγα, όσο κι αν κρύβομαι, με κυνηγούν τις νύχτες και με πνίγουν. Η Μαρίτσα έρχεται πάντα στον ύπνο. Τα μαλλιά της γεμάτα φύκια, πέτρες και κοχύλια. Ανοίγει το στόμα και φτύνει νερό με άμμο. Τα μάτια της δυο αστερίες, πεταλίδες κολλημένες στα γόνατά της. Το κόκκινο φουστανάκι της σκισμένο. Στα χέρια της κρατά κατάμαυρους αχινούς που την καρφώνουν. Ξυπνώ μες στον ιδρώτα και στον πυρετό. Δεν μπορώ να ξανακοιμηθώ μέχρι το ξημέρωμα. Μόνο τότε, με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, η μορφή της ξεθωριάζει και με παίρνει επιτέλους ο ύπνος.

Θα ‘ταν δέκα χρονών, εγώ στα δεκατρία. Πήγαινα στο νησί τα καλοκαίρια για διακοπές, στον παππού και τη γιαγιά. Έμενε στο απέναντι σπίτι, κοιτούσε από το παραθυράκι και μόλις έβγαινα στο δρόμο, με παραμόνευε και με έπαιρνε από πίσω. Δεν την έδιωχνα, τη λυπόμουν. Η μάνα της πέθανε στη γέννα, ο πατέρας της έξι χρόνια αργότερα. Έμενε με τον παππού της και τη θεία της από τότε, αυτοί τη μεγάλωσαν. «Κάν’ το παρέα το καημένο, δεν του μιλάει κανένας, είναι μόνο του» μου έλεγε η γιαγιά μου κι εγώ ντρεπόμουν που την έπαιρνα μαζί, αλλά ένιωθα άσχημα και να αρνηθώ. Δε μιλούσε ποτέ, με κοιτούσε στα μάτια ανέκφραστη και περήφανη κι ερχόταν ξοπίσω μου όταν πήγαινα να βρω τα παιδιά, σέρνοντας το δεξί σακατεμένο ποδαράκι. Οι άλλοι την κορόιδευαν. «Τι τη φέρνεις μαζί τη Μαρίτσα τη κουτσή», της φώναζαν, της έκλεβαν τα γυαλιά, τα πέταγαν ο ένας στον άλλο κι έτρεχαν στα σκαλιά μέχρι τους εφτά μάρτυρες. Τα έβαζαν πάνω στην εικόνα και γελούσαν σαν κατέβαινε αργά και προσεκτικά τις σκάλες να τα βρει. Έκανα κι εγώ πως έτρεχα μαζί τους, να μη με πιάνουν στο στόμα τους, αλλά μαύριζε η καρδιά μου που την έβλεπα ν’ αγκομαχάει στον κατήφορο. Έλεγα μέσα μου ότι την επόμενη φορά θα αντιδράσω, θα την υπερασπιστώ, θα παίξω και ξύλο ακόμα για να την προστατεύσω. Γιατί το ‘νιωθα μέσα μου το άδικο, με κύκλωνε σαν φουρτουνιασμένη θάλασσα. Αλλά φοβόμουν, τους έτρεμα γιατί ο Πανάγος ήταν πιο μεγάλος και πιο δυνατός κι εγώ μικρόσωμος, αυτό το καλοκαίρι είχα αρχίσει κάπως να ψηλώνω.

Ήταν παραμονή της Παναγιάς. «Πάλι εδώ είσαι εσύ; Δεν βάζεις τελικά μυαλό! Εκτός από κουτσή θα μείνεις και στραβή!», φώναξε ο Πανάγος. Πήρε τα γυαλάκια της και αυτή τη φορά δεν τα έκρυψε, μα τα πέταξε στη θάλασσα κοντά στα βράχια. Γέλασαν όλοι και φύγανε. Πήγα κι εγώ μαζί τους. Δεν κοίταξα πίσω. Δεν ξέρω γιατί το ‘κανα. Δεν ξέρω.

Ανήμερα της Παναγιάς, μετά τη λειτουργία, την ώρα που μοιράζανε τους άρτους, ακούστηκαν φωνές, μετά ουρλιαχτά, μετά θρήνοι. Σαν να ‘ξερα τι είχε συμβεί έμεινα ακίνητος ενώ όλοι έτρεχαν προς τη θάλασσα. Πλησίασα αργά, φοβισμένος, τα χέρια μου έτρεμαν. Ένα κορμάκι είχε βρεθεί ξεβρασμένο στα βράχια. Κρατούσε τα γυαλάκια στο αριστερό της χέρι.

 

 

Σύντομο βιογραφικό:

Η Εύη Βούλγαρη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1986. Σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και Μηχανικός Η/Υ ΕΜΠ και είναι Διδάκτωρ του Πολυτεχνείου της Λωζάνης. Πριν από δέκα χρόνια έφυγε από την Ελλάδα για να δουλέψει αρχικά στο CERN και στη συνέχεια στο École Polytechnique Fédérale de Lausanne. Από τότε ζει ανάμεσα στα βουνά και τις λίμνες αλλά ονειρεύεται διαρκώς τη θάλασσα. Ασχολείται από τα φοιτητικά της χρόνια με το ραδιόφωνο και το θέατρο και έχει συμμετάσχει σε διάφορες ερασιτεχνικές θεατρικές ομάδες. Παρουσιάζει τη ραδιοφωνική εκπομπή Echoes στο www.metadeftero.gr. Γράφει διηγήματα, νουβέλες και θεατρικά έργα. Μερικά από αυτά, έχουν δημοσιευτεί στο διαδίκτυο και σε ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά.