Φεύγοντας, μην κοιτάξεις πίσω
Μόλις είχα αποφοιτήσει, όταν αποφάσισα να συνδυάσω πρακτική άσκηση και καλοκαιρινές διακοπές. Με φανταζόμουν να κολυμπάω στα γαλαζοπράσινα νερά του Ιονίου, αν και γνώριζα πως η πόλη που κατευθυνόμουν απείχε γύρω στα σαράντα χιλιόμετρα από την ακτή. Το εξάωρο ταξίδι μέχρι την Πρέβεζα ήταν εξαντλητικό. Σύντομη στάση και συνέχεια. Μετά από μια διαδρομή πλάι στο πέλαγος, στρίψαμε προς το εσωτερικό αποχαιρετώντας τη θάλασσα.
Η συνέχεια δεν επιφύλασσε καμία ευχάριστη έκπληξη, πέρα από ένα μονότονο, επαρχιακό τοπίο ως τον προορισμό μας. Φιλιππιάδα. Σκέφτηκα πως θα πρέπει να σχετίζεται με τον πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η πόλη, πάντως, δεν είχε κανένα μεγαλείο. Χτισμένη στις δύο πλευρές ενός περάσματος, ήταν, τουλάχιστον, αδιάφορη. Ευτυχώς, που υπάρχουν και οι μηχανές αναζήτησης:
“Η Φιλιππιάδα είναι κωμόπολη του νομού Πρέβεζας. Πήρε το όνομά της λόγω της αγάπης των κατοίκων της για τα άλογα.”
Το μυστήριο της προέλευσης του ονόματος είχε λυθεί.
Για δύο εβδομάδες προσπαθούσα να προσαρμοστώ μεταξύ μιας πόλης δίχως αίγλη με μάλλον καχύποπτους κατοίκους και ενός κέντρου φιλοξενίας προσφύγων, όπου άνθρωποι και τοπίο αργόσβηναν μες στη σκόνη και τη ζέστη. Αυτή την αυγουστιάτικη ζέστη, που σε έκανε να κολλάς και να εκνευρίζεσαι. Να δυσφορείς, ακόμη περισσότερο, βλέποντας τις εντελώς καλυμμένες, συχνά με χοντρά ρούχα, γυναίκες του στρατοπέδου και τα παιδιά που τριγυρνούσαν λερωμένα, από την κορφή ως τα νύχια, με χώμα, παρά το καθημερινό μπάνιο, που τους επέβαλαν οι μανάδες τους.
Η εμμονή μου με την αναζήτηση ταξιδιωτικών πληροφοριών με δικαίωσε. Είχα προσέξει σε ένα χάρτη της περιοχής πως σε κοντινή απόσταση υπήρχε μια λίμνη. Ένα από τα καυτά μεσημέρια αποφάσισα να περπατήσω τα δύο χιλιόμετρα που με χώριζαν από την όαση δροσιάς. Κατευθύνθηκα προς το κέντρο της πόλης. Ένας θόρυβος με έκανε να στρέψω το βλέμμα μου προς τα πάνω. Στην κολώνα της ΔΕΗ, μια οικογένεια πελαργών σχεδίαζε το επερχόμενο ταξίδι της. Πόλη των πελαργών, γαρ.
Ο δρόμος προς την λίμνη ήταν ανηφορικός. Όχι ό,τι καλύτερο κάτω από τον καυτό ήλιο. Μετά από ένα χιλιόμετρο ασφάλτου, συνέχισα σε χωματόδρομο. Μια τελευταία ανηφοριά. Με την αρχή της κατηφορικής πορείας το τοπίο άλλαξε αιφνιδιαστικά. Ευχάριστα. Αντίκρυσα ένα καταπράσινο μέρος, κρυμμένο μες στις βελανιδιές και τα πλατάνια. Στο βάθος η πολυπόθητη λίμνη. Ζηρού, ονομαζόταν, από την αντίστοιχη σλάβικη λέξη για την “λίμνη”.
Άφησα τα πράγματά μου στην ακτή και αμέσως μπήκα στο νερό. Δεν περίμενα πως θα ήταν τόσο ζεστό. Πρώτη φορά βουτούσα σε λίμνη. Γύρω, ένας κύκλος βράχοι καθρεφτίζονταν στην επιφάνεια. Στο κέντρο, η λίμνη φαινόταν σκουρόχρωμη. Θα πρέπει να ήταν πολύ βαθιά σε εκείνο το σημείο. Είχα περάσει ένα μισάωρο υγρής χαλάρωσης με τα ψαράκια να καθαρίζουν τα νεκρά μου κύτταρα, όταν έφτασε ένας τύπος γύρω στα σαράντα. Μου έστειλε έναν αχνό χαιρετισμό με το κεφάλι του. Δεν ανταπέδωσα. Βγήκα γρήγορα και τυλίχτηκα στην πετσέτα μου σε κάποια απόσταση από τον νεοφερμένο. Καθώς στέγνωνα, παρατηρούσα τους βράχους, τις μορφές που σχημάτιζαν, ώσπου η φωνή του διέκοψε την ηρεμία που επικρατούσε.
– Στο στρατόπεδο δουλεύεις;
– Ναι, ξεκίνησα πριν λίγες μέρες…, απάντησα, δίχως να στραφώ.
– ‘Εχεις ακούσει το παραμύθι που λένε γι’ αυτούς, εκεί, τους βράχους;
Η προσμονή μου θα πρέπει να ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής γιατί αμέσως ξεκίνησε να διηγείται:
– Τα παλιά χρόνια, εδώ, δεν υπήρχε λίμνη, μα μια πολιτεία. Εκεί ζούσαν δύο αδερφές με τα παιδιά τους, η μία πλούσια και κακιά και η άλλη καλή και φτωχή. Η πλούσια ζήλευε την αδερφή της γιατί είχε πιο όμορφα παιδιά. Κάποια στιγμή την έδιωξε. Παίρνοντας τον δρόμο της ξενιτιάς, ένας άγγελος εμφανίστηκε και της είπε να μη γυρίσει να κοιτάξει πίσω. Η πόλη καταστρεφόταν. Η γυναίκα δεν άντεξε, γύρισε να δει τον τόπο της που γκρεμιζόταν και πέτρωσε. Η λίμνη, λένε, έχει δημιουργηθεί από σεισμό.
Σαν τη γυναίκα του Λωτ, που “στήλη άλατος έγινε, γιατί παράκουσε τον κύριο Θεό και γύρισε τα Σόδομα και Γόμορρα να δει, που καιγόταν”, όπως λέει και το τραγούδι.
– Εσύ από εδώ κατάγεσαι; τον ρώτησα
– Όχι ακριβώς. Εγώ μεγάλωσα στην Παιδούπολη, σ ’εκείνα τα κτίρια στην πλαγιά. Είναι από τον εμφύλιο εδώ, έργο της βασίλισσας Φρειδερίκης. Δεν είμαι τόσο παλιός, βέβαια! Μετά τα παιδιά των ανταρτών, έμειναν εδώ φτωχά παιδιά, που δεν μπορούσαν να θρέψουν οι μανάδες τους. Μέχρι το ‘89 που φύγαμε και οι τελευταίοι. Δεν υπήρχε και μεγάλη διαφορά. Ίδιες ιστορίες. Αυστηρότητα, σκληρή δουλειά και πολύ ξύλο. Ειδικά αν προσπαθούσες να το σκάσεις κολυμπώντας. Κάποιοι δεν τα κατάφεραν… Έπειτα, έμειναν για λίγο οι μετανάστες που περνούσαν τα σύνορα από την Αλβανία.
Κοίταξα το ρολόι μου, έπρεπε να φύγω για να είμαι στην ώρα μου για την απογευματινή βάρδια. Συμφωνήσαμε να βρεθούμε την επόμενη μέρα για να περπατήσουμε ανάμεσα στα κτίρια, τα γήπεδα και την υπαίθρια εκκλησία που είχα δει κατεβαίνοντας, και τώρα είχαν μετατραπεί σε Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης.
Στον δρόμο της επιστροφής συνειδητοποίησα πως βρισκόμουν σε μια πόλη γεμάτη στρατόπεδα. Τότε και τώρα, η περιοχή ήταν πρόθυμη να συγκεντρώσει, να περικλείσει ό,τι απειλούσε τα σύνορα ή την ηρεμία της. Φτάνοντας στο κέντρο προσφύγων, η υπεύθυνη της Ύπατης Αρμοστείας με παρακάλεσε να μιλήσω στη Ζάχρα, μια πρόσφυγα που είχε αποφασίσει να επιστρέψει στην Συρία. Καθώς την πλησίαζα και κατέστρωνα το σχέδιο μεταστροφής της, την είδα να στέκεται έξω από τη σκηνή της. Ασάλευτη. Τι να της έλεγα, άραγε;
Είχε παρακούσει την εντολή:
-“Φεύγοντας, μην κοιτάξεις πίσω!”
Η γυναίκα είχε ήδη γίνει πέτρα.
Σύντομο βιογραφικό:
Η Δέσποινα Μοίρου μεγάλωσε στην Αγία Άννα της Εύβοιας και μετά από μικρές περιπλανήσεις, ζει με την οικογένειά της στην Ικαρία. Είναι ψυχολόγος και Εκφραστική Θεραπεύτρια Μέσω Τεχνών, ενώ φοιτεί στο ΠΜΣ Δημιουργική Γραφή του Ε.Α.Π. Εργάζεται στον χώρο της εκπαίδευσης και ειδικής αγωγής. Έχει ασχοληθεί ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική και το θεατρικό παιχνίδι. Το αστυνομικό της διήγημα “Εντροπία” έχει λάβει έπαινο στον πρώτο διαγωνισμό του λογοτεχνικού περιοδικού “Κέφαλος”.