Πώς κέρδισα τους πνεύμονές μου

Θυμάμαι τις ανακολουθίες της νύχτας,
την κοραλλιογενή σκακιέρα και τον πολυέλαιο
σε σχήμα Μέδουσας. Το υποβρύχιο φως
σαν πλαγκτόν να επιπλέει καλύπτοντας τους φόβους μας.
Ο τρόμος σου της ασφυξίας κι ο φόβος ο δικός μου
ότι θα μ’ αφήσεις, κρυμμένοι καλά σαν τα βράγχια
κάτω από το δέρμα του ψαριού.
Ενώ η σπονδυλική μας στήλη εκτεθειμένη,
αποκαλυμμένη, να λειτουργεί σαν ασπίδα.
Η Μέδουσα κατεβαίνει κι απαιτεί μια νέα παρτίδα,
Τα πιόνια τρέχουν, δύο κενά τετράγωνα τη φορά,
οι ιππόκαμποι αρχίζουν να καλπάζουν σε σχήμα Γ,
κι ο ένας βασιλιάς επιπλέοντας διαπράττει ένα έγκλημα.
Εγκατέλειψα το παιχνίδι, ο αέρας μ’ άρπαξε από τα γένια…
Κέρδισα. Τα βράγχια μου διαλύθηκαν και εξαφανίστηκαν.

 

How did I win my pair of lungs

Remembering the oddities of night,
the coral chessboard and the chandelier
Medusa-shaped. The underwater light
like plankton floating, masking our fear.
Your terror of asphyxia and mine,
the fear of you departing me, concealed
like gills by fishskin. While our carbon spine
exposed, revealed, is acting like a shield.
Medusa’s call demands a new divide,
the pawns march on two vacant squares a time,
a seahorse gallops its L-shape ride,
the only king afloat commits a crime.
I left the game; air seized me by the beard
I won, my gills dissolved and disappeared.

 

 

 

Πως άρχισε η Αποκάλυψις

“…στο νησί που ονομάζεται Πάτμος ο λόγος…”
Αποκάλυψις του Ιωάννου 1:9

Η νήσος ελεύθερη σαλπάρισε. Πετσόκοψε τους κάβους, κλώτσησε τη θάλασσα μ’ ένα σεισμό, έβαλε πλώρη.
Στα μισά του πελάγους μεταξύ Λέρου και Ικαρίας η άγκυρά της είναι ακόμα ορατή κάτω από το νερό.

Η νήσος είναι ένας βράχος διάτρητος. Ένα ηφαίστειο από ιστορίες. Ένας κρύσταλλος
φτιαγμένος από ιερό πυρ. Δεν έμαθε ποτέ της κολύμπι. Δεν θα αγκυροβολήσει ποτέ ξανά.

Η νήσος είναι πιο στεριά τώρα από ποτέ. Είναι μία γιγάντια τεκτονική πανήγυρις. Η γιορτή
της κινούμενης αδράνειας. Ένα μαρμάρινο παγόβουνο που δεν μπορεί να το σταματήσει κανείς.

Η νήσος θα μπορούσε να προκαλέσει ένα ντόμινο από τσουνάμι που θα τάραζε ολόκληρο
το αρχιπέλαγος. Κοιτάζει την αντανάκλασή της στο νερό και, για πρώτη φορά, αγαπά τον εαυτό της.

Η νήσος δεν θα ονειρευτεί ποτέ ξανά τους άντρες και τις πληγές που χάραξαν στο δέρμα της. Τώρα
τους κουβαλάει νεκρούς. Μόνοι επιβάτες της οι σαύρες και τα φίδια. Τα κατσίκια που ξανάγιναν αγριοκάτσικα.

Η νήσος ονειρεύεται τις μέρες που ήταν ένα κομμάτι λάβα που επέπλεε σε μια θάλασσα από λάβα.
Παίρνει πίσω την ιστορία που ψιθύρισε στο αυτί του Ιωάννη, αυτή που εκείνος την παρουσίασε ως δική του.

Η νήσος ξέρει ποιος είναι ο πραγματικός θεός. Η νήσος ξέρει πως ο Ιωάννης
δεν ήταν παρά ένας κουφός, τρελός, ημιθανής άντρας. Όπως όλοι τους.

Καθώς επιπλέω εδώ μόνος μου στο καρυδότσουφλό μου, την περιμένω να περάσει. Λες να γλιτώσω
την οργή της; Θα καταλάβω τις αποκαλύψεις της; Μιλάει λες ακόμα τα ελληνικά της Βίβλου;

 

How did the Apocalypse start

‘…on the island called Patmos on account of the word…’
The Revelation to John 1:9

The island sailed free. She cut the rope, kicked the sea with an earthquake, set afloat.
Halfway between Leros and Ikaria her anchor can still be seen underwater.

The island is hollow rock. She is a volcano of stories, a gemstone made of precious
fire. She has never known what buoyancy means. She will never anchor again.

The island is more solid now than she’s ever been. She is a gigantic tectonic πανηγύρι.
She is marching. She is a celebration of moving inertia, an unstoppable marble iceberg.

The island might cause a domino of tsunamis that would put the entire archipelago in motion.
She is looking her reflection into the blue of the Aegean and loves herself for the first time.

The island does not dream of the men and the wounds they kept on carving on her skin. She only
carries the dead ones now. The lizards and the snakes. The grazing goats that turned wild again.

The island dreams of the days she was lava floating in a sea of lava. She reclaims the story she whispered
to John who presented it as his own. John was deaf and ill, like all men. She knows who the real God is.

As I am floating here by myself on a tiny caique I am awaiting for her to sail by. Do you think
I would survive her rage? Will I understand her revelations? Is she still speaking Koine?

 

 

 

γιατί έπρεπε να είχαμε μείνει σπίτι

ο πατέρας μου κείτεται ξανά
σε ένα κρεβάτι φτιαγμένο για ξένους
δάχτυλα γάντια γαμψά, στόματα μάσκες σιωπηλά
ευχόμενοι να’ χε παλέψει πιο σθεναρά

δίπλα σε ένα κρεβάτι φτιαγμένο για ξένους
στέκομαι κρύος μετρώντας λεπτά
ευχόμενοι να παλεύαμε πιο σθεναρά
αγγίζοντας οθόνες πιο πολύ από δέρμα

στέκομαι κρύος μετρώντας λεπτά
δάχτυλα γάντια, στόματα μάσκες σιωπηλά
αγγίζοντας οθόνες πιο πολύ από δέρμα
κι ο πατέρας μου πεθαίνει ξανά

 

a pantoum on why we should have stayed home

my father lies again
on a bed meant for strangers
gloved fingers and mute masked mouths
everyone wishing he fought harder

by a bed meant for strangers
I stand cold counting beats
everyone wishing we fought harder
touchscreens touched more than skin

I stand cold counting beats
clawed gloved fingers and mute masked mouth
touchscreens touched more than skin
and my father dies again

 

Σύντομο Βιογραφικό

Ο Πέτρος Ισαακίδης γεννήθηκε στη Λάρισα. Σπούδασε ιατρική και δούλεψε ως επιδημιολόγος και ερευνητής στην Κένυα, την Καμπότζη, την Ινδία και τη Νότια Αφρική. Αυτή τη στιγμή ολοκληρώνει το Μaster of Arts στη Δημιουργική Γραφή του Πανεπιστημίου του Κέιπ Τάουν. Έχει δημοσιεύσει εκτεταμένα σε επιστημονικά περιοδικά αλλά παρεμένει φειδωλός στη δημιουργική γραφή. Ποιήματά του και πεζά, στα αγγλικά και ελληνικά, έχουν δημιοσιευτεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά, συμπεριλαμβανομένων των Anti-Heroin Chic, Ariel Chart, Στάχτες και άλλα.