Παυσίλυπο
Έπειτα από μια αδιανόητα σύντομη περίοδο ‘παρηγορητικών’ θεραπειών, στην οποία αισθάνονταν κι οι δυο κάπως σαν να προσγειώθηκαν με ένα πατίνι στο μέσο ενός μεγάλου αυτοκινητόδρομου ταχείας κυκλοφορίας, η Ισμήνη κατέληξε χωρίς πολλά πολλά το ίδιο απότομα όπως ασθένησε: σχεδόν όπως τερματίζεται η ζωή ενός κουνουπιού που βρίσκεται έξαφνα ανάμεσα σε δύο παλάμες που πλησιάζουν. Πολύ γρήγορα, η ουσία της, η ομορφιά της, η συνείδησή της, τα χάδια της, η φωνή της μεταλλάχθηκαν σ’ ένα επίμονο νέφος που τον ακολουθούσε και στον ύπνο και στον ξύπνιο του, ακατάπαυστα και δίχως έλεος. Σταθερός, αμβλύς πόνος σαν βράχος που τον καταπλάκωνε και κάποιες στιγμές γεννούσε μαχαίρια κι αιχμές και τον τρυπούσε. Η αναγκαιότητα να απομακρύνει τη σκέψη του από τη θύελλα των συνειρμών που οδηγούσαν σ’ εκείνη ξανά και ξανά, του υπέδειξε δραστηριότητες που είχαν να κάνουν με τις δεξιότητες του κορμιού και δεν απαιτούσαν συναίσθημα παρά συγκέντρωση και μια αλληλουχία αυτοματισμών. Το κέντημα ή το πλέξιμο τού φαίνονταν πολύ θελκτικά μα δεν ήξερε να κάνει τίποτε απ’ τα δύο. Με αφόρητη ζήλεια σκεφτόταν τον πατέρα του που ήταν χειρώνακτας και μάλιστα σε μια δουλειά (λιθοξόος) που απαιτούσε τη δημιουργική συμμετοχή τού νου αλλά και την απόλυτη συγκέντρωση. Καταλάβαινε τώρα την επιμονή τού πατέρα του να πάει στη δουλειά την επομένη του θανάτου του δικού του πατέρα. Δούλευαν τότε τον κήπο μιας έπαυλης στο Παλαιό Ψυχικό σε σχέδια του πρωτοπόρου αρχιτέκτονα Γιώργου Πετράκη, που ενσωμάτωνε στις δουλειές του τα λιθοζώναρα. Εκείνη την ημέρα έχτισε μόνος του σχεδόν ολόκληρη την ανωφέρεια. Κανείς από το συνεργείο δεν εμφανίστηκε στο εργοτάξιο από σεβασμό για τον θάνατο του πατέρα τού αρχιμάστορα. Ο ίδιος ο αρχιμάστορας όμως δούλεψε απεγνωσμένα· δεν υπήρχε άλλος τρόπος να αδειάσει το νου του που γέμιζε από την απώλεια του γονιού. Έτσι επίμονος, σε ό,τι αφορά στη δουλειά, παρέμεινε ο πατέρας του ως τα στέρνα του, ακόμη κι όταν οι δυνάμεις του τον είχαν πια εγκαταλείψει· έφτιαχνε τότε, καθημερινώς, ένα τοιχάκι με βότσαλα 2×2, ύστερα το χάλαγε και ξανά απ’ την αρχή.
Τέτοια τύχη δεν τού είχε χαρίσει εκείνου η ζωή, καθώς ήταν ένας τυπικός “προλετάριος της διανόησης” όπως του άρεσε να λέει: φιλόλογος, αφοσιωμένος ευλαβικά στη δουλειά του (εκπαιδευτικός για – σχεδόν -τριάντα χρόνια). Έπειτα από ένα bypass που -ίσα που πρόλαβε – του έσωσε τη ζωή, το κοντινότερο που μπορούσε να επιτύχει στη σωματική άσκηση, ώστε να βοηθήσει την κατάστασή του, ήταν το βάδισμα στο οποίο, επιχειρώντας να το συνδυάσει με τη λήθη, τού ενσωμάτωσε – ως συνθήκη – το ρυθμό, που λειτουργούσε – εκτός των άλλων – και ως μια υπνωτιστική προσευχή όπου το μυαλό, απαλλαγμένο από τη συναισθηματική του διάσταση, γινόταν αυστηρά ορθολογιστικό (αποκτώντας την ουδετερότητα μιας υπολογιστικής μηχανής) και άρα αντικειμενικό, δίκαιο αλλά και αποστασιοποιημένο. Έτσι η διαδρομή που ακολουθούσε βαδίζοντας καθημερινώς (μπρος πίσω δυόμιση χιλιόμετρα κατά μήκος της Εσπλανάδας), τις περισσότερες φορές, έμοιαζε σαν ένα εκκρεμές που επιστρέφει την ενέργεια που του προσφέρεται στο ακέραιο και δίχως παραλλαγές (ή τουλάχιστον έχει την πρόθεση να την επιστρέψει διότι – όπως είναι σαφές – σε κάθε ταλάντωση το πλάτος ελαττώνεται, η ταλάντωση φθίνει και το εκκρεμές μοιραία κάποτε σταματά.) Μετρούσε το λοιπόν, τα βήματα σχεδόν σωματικά κι από μέσα του απήγγελε Κάλβο (καθώς η ποίηση ήταν η κρυφή του ερωμένη από τα φοιτητικά του χρόνια) ασταμάτητα και πιο συγκεκριμένα την τρίτη ωδή, Εις Θάνατον, προσέχοντας κυρίως τους οκτασύλλαβους προπαροξύτονους στίχους να τους ταιριάζει με μια ακολουθία οκτώ βημάτων, το τελευταίο εκ των οποίων ήταν περισσότερο κοφτό και ανάερο, ένα είδος χορευτικής πιρουέτας που κατέληγε πάντα στην ανακουφιστική ιαμβική ομαλότητα, των πέντε ισόχρονων βημάτων του τέλους. Ταυτόχρονα καθώς απήγγελε, αγωνιζόταν να αποστασιοποιηθεί από το νόημα των στίχων και να εστιάσει μόνο στο ρυθμό. Δεν το κατάφερνε πάντα. Έβλεπε για παράδειγμα το φεγγάρι, ακριβώς τη στιγμή που μουρμούριζε:
Ἀπὸ τὸν οὐρανόν,
ὅπου τὰ μελανόπτερα
σύννεφα ἀρμενίζουν,
τὸ ψυχρόν της ἀργύριον
ρίπτει ἡ σελήνη.
και αποσυντονιζόταν εντελώς, έχανε τον καταληκτικό πεντασύλλαβο, παραπατούσε, στηριζόταν στην κουπαστή κι έκλαιγε με λυγμούς για κανένα εικοσάλεπτο καθώς, το φεγγάρι ήταν η “πατρίδα” τους, μια ουτοπία στην οποία κατέφευγαν από παιδιά, τώρα τελευταία όμως, με την ασθένεια, κάθε σκέψη που τους συνέδεε με το ρομαντικό τους παρελθόν αποκτούσε συντριπτική συναισθηματική φόρτιση στις κοινές στιγμές τους. Παρά το ψυχαναγκαστικό τού μετρήματος των ιάμβων, επομένως, η ποίηση αποδείχθηκε το πλέον αποτυχημένο παυσίλυπο που θα μπορούσε να επιλέξει.
Ιούλιος του 2023
Σύντομο βιογραφικό:
Ο Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος είναι ποιητής και πεζογράφος. Έχει γράψει τρεις ποιητικές συλλογές (Επιτάφιος εν Ελευσίνι, μικρές εκδόσεις 2018, Έναστρον 2020 (β’ έκδοση)/ Ενύπνια τα Μεθεόρτια, Έναστρον 2020/ Γενόσημα, ΑΩ, 2021) και δύο βιβλία με πεζά (Οι Πόλεις το Χειμώνα, Έναστρον 2018 και το σπονδυλωτό μυθιστόρημα Οικογενειακή Ρίζα 70, Έναστρον 2023).