Στη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην απομάκρυνση και την επιστροφή
Γράφει η Λίλα Τρουλινού*
Κούλα Αδαλόγλου, Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος (Μελάνι, 2022)
Εννέα χρόνια χωρίζουν το ποιητικό έργο της Κούλας Αδαλόγλου Οδυσσέας τρόπον τινά (2013) από το τελευταίο της έργο Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος (2022). Έννοια-κλειδί ο νόστος και στα δύο. Κάτι όμως αλλάζει στη συνθήκη του νόστου από τη μία συλλογή στην άλλη.
“Οδυσσέας τρόπον τινά”: ο νόστος ως επανάληψη
Όπου η Πηνελόπη γράφει ημερολόγια, χτυπάει νευρικά τα πλήκτρα του λάπτοπ, γράφει στον Οδυσσέα μηνύματα, γράφει και γράφει, αγρυπνεί και επαγρυπνεί, ενώ αυτός κουρσεύει κάστρα, τριγυρνάει στις πόλεις του κόσμου, γλεντάει σε παλάτια, ταξιδεύει στην άπλα της θάλασσας που λάμπει στο αρχαίο φως, σπινθηροβόλος, αδέσμευτος, πάνω σε άλογα, σε πλοία, σε πρόχειρες σχεδίες, ορμάει πίσω από σημαίες διασχίζοντας το χάος, πολυπράγμων, πολυμήχανος, η ολέθρια ουσία του ο ιμπεριαλισμός, η κατάκτηση, το συνεχές ξερρίζωμα, ενώ αυτή συνομιλεί, πλάθει λέξεις για τις λύπες της, για τη μοναξιά της, μένει ριζωμένη στο χώμα της, βυθισμένη στην καρδιά της, σμιλεύοντας τον χρόνο της απουσίας του άλλου σε εσωτερικότητα, τις ακόρεστες περιπλανήσεις του σε βασανιστική βαθύτητα, αντλώντας δύναμη από τα μεσοδιαστήματα, ο σύντροφος όμως πάντα μακριά και απόμακρος, ένας οιωνεί σύντροφος, ένας “Οδυσσέας τρόπον τινά”.
«Κι αν ξαναφύγεις θα ’χω κερδίσει το μεσοδιάστημα»
Και πώς ορίζεται το μεσοδιάστημα; Είναι η σύντομη επανίδρυση της βιωμένης αγάπης ανάμεσα σε δύο παρατεταμένες απουσίες, ο κερδισμένος προς στιγμήν νόστος ανάμεσα σε δύο απομακρύνσεις για νέες περιπέτειες ή μάχες.
Πέρα όμως από την ιαματική ελπίδα της επανάληψης του νόστου του αγαπημένου, υπάρχουν και άλλα πολύ σημαντικά που έχουμε εμείς οι Πηνελόπες στη ζωή, είναι η ανεξάντλητη δύναμη της υφαντικής μας τέχνης και τα μοναδικά μας «υφαντά», φτιαγμένα από άφθαρτα νήματα, αυθεντικές κλωστές της νιότης μας, απ’ τον φανατισμό των πόθων μας, την ευστάθεια των προσηλώσεων, τον κυματισμό των συγκινήσεων, τα αινίγματα των ονείρων, το αβυσσαλέο των επιθυμιών μας, τα θραύσματα των αναμνήσεων από αυτούς που αγαπήσαμε, από τα παιδιά που αναστήσαμε, είναι τελικά η δημιουργικότητα, είναι ο μόχθος της γραφής, γιατί το πιο τέλειο υφαντό είναι η γραφή,
«τι θα ’κανε η Πηνελόπη χωρίς γράψιμο;
Μ’ αυτό παλεύει τη φθορά, τον χρόνο,
τη λαγνεία, τον φόβο, την απόγνωση.
Τα υφαντά τελειώνουν κάποτε,
το γράψιμο κρατάει όσο κι η ζωή μας» [σελ. 19]
Και βέβαια αυτά τα σπάνια μεσοδιαστήματα της αγάπης που αναζωπυρώνει η επανάληψη του νόστου, καθώς και οι τρόποι που επινοούμε για να είμαστε δημιουργικές, να αναπολούμε και να ζωντανεύουμε τη δύναμη της αγάπης, να συνδιαλεγόμαστε με την μοναξιά, να μετριάζουμε τον πόνο της απώλειας είναι εξίσου απαραίτητα και δυναμωτικά, εφόσον
«Κι η Wonderland κι η Wonderland;
Το θαύμα είναι κοντά σε ό,τι αγαπήσαμε
σε όσους αγαπήσαμε.
Βουτάω στο σκοτεινό λαγούμι» [σελ. 43]
***
“Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος”: ο νόστος ως δυσκολία
Εννέα χρόνια μετά. Τι έγινε στο μεταξύ; Τι άλλαξε;
Τι έχει συμβεί στο μεγάλο διάστημα της απουσίας των αγαπημένων; Του άντρα που λείπει στον πόλεμο, του γιου που ξενιτεύτηκε γιατί τον απέβαλε η σκληρή πατρίδα σαν ξένο σώμα. Τώρα που η επιστροφή στην πατρίδα, στην αγκαλιά των προσφιλών ανθρώπων, γίνεται δρόμος απόκρημνος. Τώρα που όλα είναι απαγορευτικά για μία επανασύνδεση, για ένα ιαματικό μεσοδιάστημα. Πόλεμοι, εγκλεισμοί, πανδημίες. Τώρα που η αναμονή του νόστου των αγαπημένων είναι πόνος δυσβάστακτος. Είναι οι αναμνήσεις, ίσως, που γλυκαίνουν τις μέρες μας. Οι εικόνες από τα ηλιόλουστα καλοκαίρια με τον μικρό γιο που τώρα ξενιτεύτηκε. Κι αναρωτιόμαστε μήπως η προσήλωση στις αναμνήσεις μεταμφιέζουν την πραγματικότητα. Δυσκολεύουν την
αποδοχή της.
«Ξεκινούσαμε γεμάτοι φως
Ήταν όμορφα τα καλοκαίρια.
Ύστερα δυσκόλεψαν τα πράγματα
Διαπίστωσες πως κουβαλούσα στις αποσκευές μου τον ομφάλιο λώρο.
Κρυφά τον πέταξες – καιρός ήταν, είχε αρχίσει να μουχλιάζει.
Φορούσες γαλάζιο μακό, κύμα το κύμα, αφρό τον αφρό, έφτασες ως τις Εβρίδες.
Δεν το αποδέχτηκα. […]
Έμεινα ένας βράχος που διαβρωνόταν συνεχώς…» [σελ. 17]
Και μένουμε με μια χαίνουσα πληγή με την οποία πρέπει να μάθουμε στο μέλλον να βαδίζουμε. Τώρα δεν υπάρχουν πια Ιθάκες. Έχουν χαθεί μέσα στον κυκεώνα της πολυσημίας τους. Βολευόμαστε με τον κάθε προορισμό. Συμβιβαζόμαστε. Παλινδρομούμε ανάμεσα στο εδώ και το εκεί. Κάθε νόστος μοιάζει αδύνατος. Για ποια επιστροφή σε πατρίδα, σε ιδανικό, σε παιδική ηλικία, σε αθωότητα να μιλήσουμε;
Κι όμως, εμείς οι Πηνελόπες-Οδυσσείς, που έχουμε ζήσει τον χωρισμό και το ξέσχισμα, που ξέρουμε τι σημαίνει να είσαι εξόριστος στον τόπο σου, να αναζητάς τις πηγές αποκομμένος από τις ρίζες σου, εμείς είμαστε πάντα στην λεπτή γραμμή που χωρίζει την Εστία από το Απόμακρο, που καταλαγιάζει την ένταση ανάμεσα στην Ιθάκη και στο Άπειρο. «Δεν γυρεύω πλέον τη φυγή. /Είναι καιρός να αναμετρηθώ με το δικό μου βάθος». [σελ. 46]. Είναι που επιζητούμε να συναντήσουμε αυτό το Άλλο μέσα μας, που όλο μας ξεφεύγει. Να ανακαλύψουμε τον κόσμο μέσα στον εσώτερο εαυτό μας. Είναι γιατί η νοσταλγία μας λαχταρά κάτι χαμένο αλλά και προσιτό, άπιαστο αλλά και χειροπιαστό, παραδείσιο αλλά και γήινο:
«Κάθε πρωί με τρυπούν μικρές μέλισσες
τρυφερά βγάζω φτερά
με τραβούν για λίγο προς τα πάνω
κι ύστερα χάνονται.
Φυλλοβόλα.
Έχω πολλά φτερά κρυμμένα
στην πλάτη μου, αλλά σπάνια τα βγάζω.
Προτιμώ να πετώ μέσα μου». [σελ. 29]
***
Τι έχει, λοιπόν, αλλάξει στη συνθήκη του νόστου από τη μία ποιητική συλλογή στην άλλη; Ο νόστος από επαναλαμβανόμενος, κυκλικός, ελπιδοφόρος, που αναμένεται πάντα με λαχτάρα, που εγείρει προσδοκίες, να ρίξει μια γέφυρα, να χτίσει το ζωτικό μεσοδιάστημα ανάμεσα σε δύο απουσίες, γίνεται δύσκολος, απόκρημνος, αδύνατος, επικίνδυνος, παραπλανητικός. Το ποιητικό υποκείμενο, που στην πρώτη συλλογή αντιστέκεται, προκαλεί, ειρωνεύεται, παίζει, ετεροκαθορίζεται αλλά και δημιουργεί, με μια γλώσσα μοντέρνα, εφευρετική, τώρα, μετά από εννέα χρόνια, ωριμάζει, στοχάζεται, επαναπροσδιορίζεται σε σχέση με τον εαυτό του, δουλεύει για την ολοκλήρωσή του, και τελικά κινείται σε μία λεπτή γραμμή ανάμεσα στην απομάκρυνση και την επιστροφή, με μία γλώσσα παλλόμενη, θερμή, που συνορεύει πιο πολύ με μία μητρική επίκληση.
*Η Λίλα Τρουλινού είναι πεζογράφος και εκπαιδευτικός