Γερακίνα
Ξέστρωσαν τα κρεβάτια τους, το δικό τους πρώτα και μετά την κούνια ταξιδιού του μωρού, βγάλαν από την πρίζα το κουζινάκι με τα δύο μάτια κι έψαξαν παντού, ακόμα και πίσω από τα παραθυρόφυλλα μήπως και βρουν κανένα ηχείο, μήπως και βρουν από πού ερχόταν η μουσική. Πιο πολύ η Ηλέκτρα δηλαδή έψαξε, ο Τόμας σταματούσε κάθε τόσο και κοιτούσε τη Χώρα από το παράθυρο. Ιούνης κι ακόμα ν’ αρχίσουν οι ζέστες, κοίτα πόσο άσπρη η πλατεία στον ήλιο, όλο τέτοια έλεγε και μετά πιο συγκεκριμένα: Δεν άκουσε κανένα τραγούδι εκείνος πάντως όσο κοίμιζαν το παιδί.
«Μήπως απλά σε χτύπησε ο πολύς ο ήλιος στο Κάτεργο, ήπιαμε και δυο ρακές παραπάνω, μπορεί να το φαντάστηκες, δεν πειράζει».
«Τόμας, τραγουδούν οι τοίχοι, τραγουδά όλο το δωμάτιο».
*
Κίνησε η γερακίνα
για νερό κρύο να φέρει
Ντρουμ ντρουμ ντρουμ ντρουμ ντρουμ
Τα βραχιόλια της βροντούν
*
Το δωμάτιο στο κάστρο θα κάλυπτε κάθε τους ανάγκη. Έτσι έλεγε στη σελίδα του. «Ποια ανάγκη απ’όλες;» του ‘χε πει η Ηλέκτρα με μαύρους κύκλους μασουλώντας μια μπανάνα, κουρουλιασμένη στην πολυθρόνα. «Λες ν’αρχίσει ο μικρός να κοιμάται στο νησί; Ή θα φυτρώσουμε τέσσερα καινούργια χέρια να τα βγάζουμε πέρα;» Κάποιος να μας νανουρίσει το παιδί, αυτό θα θελα, είπε από μέσα της.
«Εγώ το μόνο που θέλω είναι ένα μαλακό στρώμα κι ένα δυνατό ντους», της είπε κι έστρωσε να κοιμηθεί στον καναπέ.
«Εσύ αγάπη μου δε μεγάλωσες στο Γιορκ, στη Σπάρτη μεγάλωσες» τον τσίμπησε.
*
Κι έπεσε μες στο πηγάδι
κι έβγαλε ορέ φωνή μεγάλη
Ντρουμ ντρουμ ντρουμ ντρουμ ντρουμ
Τα βραχιόλια της βροντούν
*
Το δωμάτιο στο κάστρο το είχε χτίσει τα παλιά τα χρόνια η Δέσποινα με τα ίδια της τα χέρια. Μαζί με τον άντρα της τον Γιωργή, μαζί με το μωρό το αβάπτιστο ακόμα, που το είχανε στην καλαθούνα του. Το θήλαζε και του τραγούδαγε όλη μέρα με τη βραχνή της την φωνή και ας την κορόιδευε ο άντρας της, ότι έχει καταπιεί βατράχια.
«Χρόνια μετά οι τοίχοι θα σ’αντιλαλούν. Κρατάνε τις φωνές τα ντουβάρια. Μέχρι και τα τρισέγγονα μας θ’ακούν τη γερακίνα σου». Όλο την κορόιδευε μα όλο τη φίλαγε.
*
Κι έτρεξε ο κόσμος όλος
κι έτρεξα κι εγώ ο καημένος
Ντρουμ ντρουμ ντρουμ ντρουμ ντρουμ
Τα βραχιόλια της βροντούν
*
Κάτω από τη λεμονιά της πλατείας, ο Τόμας της ξανάκανε τη γνωστή συζήτηση. Πολλές φορές της είχε πει να αρχίσει τα χάπια. Κι εκείνος έπαιρνε για το άγχος του και να πόσο τον είχαν βοηθήσει. Μήνες χωρίς κρίσεις πανικού, και με το μωρό τους τόσο υπομονετικός και ψύχραιμος. «Όμως η υπομονή έχει και τα όρια της. Αν δε βοηθήσουν οι διακοπές πρέπει να κάνουμε κάτι, δε γίνεται να μας διαλύει αυτή η επιλόχειος».
«Δεν είναι επιλόχειος Τομ, απλή εξάντληση είναι».
Αν δε βοηθούσαν οι διακοπές τότε θα χρειαζόντουσαν κάτι δραστικό. «Πάντως ν’αρχίσεις να ακούς φωνές, ε αυτό δεν το περίμενα, εδώ ήρθαμε για να χαλαρώσουμε» της είπε μόλις τέλειωσε το καραφάκι ρακί.
«Την επόμενη φορά θα σε φωνάξω μέσα, κι ας ξυπνήσει ο μικρός, στοίχημα αν δεν το ακούσεις, θα τον βάζω μόνο εγώ για ύπνο για ένα μήνα ολόκληρο».
«Έγινε».
*
Γερακίνα θα σε βγάλω
και γυναίκα θα σε πάρω
Ντρουμ ντρουμ ντρουμ ντρουμ ντρουμ
Τα βραχιόλια της βροντούν
*
Έκατσε με τον μικρό στην ψάθινη πολυθρόνα να τον θηλάσει. Έβαλε το μάγουλό της στο μάγουλό του να τον πάρει ο ύπνος στα χέρια της. Σε λίγο η μουσική θ’ άρχιζε.
«Τομ, έλα μέσα».
Ο Τομ μπήκε στο δωμάτιο, έκλεισε προσεκτικά τα παραθυρόφυλλα και πλησίασε. Την κοίταξε για δυο στιγμές, περίμενε χωρίς να σαλεύει κι ύστερα δειλά δειλά γονάτισε στο πάτωμα. Η Ηλέκτρα τον πήρε αγκαλιά κι έκατσαν δυο λεπτά ακίνητοι περιμένοντας. Με το που άκουσαν τον πρώτο ήχο, χαμήλωσαν τα κεφάλια τους κι έβαλαν κι οι δύο το αφτί τους στο πάτωμα. Κάτω από τις σανίδες ακουγόταν να τραγουδάει μια βραχνή γυναίκα. Χαμογέλασαν.
*
Κίνησε η γερακίνα
για νερό κρύο να φέρει
Ντρουμ ντρουμ ντρουμ ντρουμ ντρουμ
Τα βραχιόλια της βροντούν
Σύντομο βιογραφικό
Η Κατερίνα Αλεξανδράκη είναι κλινική ψυχολόγος. Σπούδασε ψυχολογία στο πανεπιστήμιο Αθηνών και Συμβουλευτική στο πανεπιστήμιο του Νότινγχαμ. Έκανε μεταπτυχιακό στην εικαστική ψυχοθεραπεία στο Εδιμβούργο και διδακτορικό στην κλινική ψυχολογία στο Χάτφιλντ. Για χρόνια εργάζεται στο Λονδίνο ως ψυχοθεραπεύτρια κυρίως με παιδιά κι εφήβους. Γράφει διηγήματα και ποίηση.