Το αίμα της φωνής

Για τον Ψαλιδιστή της Ρωξάνης Νικολάου, (εκδ. Τεχνοδρόμιον, 2017)

 

Ως κράτος, η Κύπρος είναι ένα από τα νεότερα παγκοσμίως, καθώς μετράει μόλις 63 χρόνια ζωής, λιγότερα από όσα χρειάζεται να έχει ένας άνθρωπος για να συνταξιοδοτηθεί. Ως τόπος κοινωνικής ζωής, εργασίας και πολιτισμού, μετράει χιλιάδες χρόνια ιστορίας. Το κυπρομινωικό συλλαβάριο, που δεν έχει ακόμα αποκρυπτογραφηθεί, και που βρέθηκε στην Έγκωμη της Αμμοχώστου, ήταν σε χρήση από το 1550 ως το 1050 προ Χριστού—πριν 3.000 και περισσότερα χρόνια δηλαδή· οι πανέμορφοι αμφορείς της κυπρο-αρχαϊκής περιόδου μας έρχονται από το 750-480 προ Χριστού—2500 χρόνια πριν. Αυτός ο ιδιαίτερα δραματικός χρονικός δυισμός τυγχάνει βέβαια ιδεολογικής διαχείρισης, όχι ιδιαίτερα πρωτότυπης, από τον (ελληνο)κυπριακό εθνικισμό, που συναρτά το «βαθύ» παρελθόν με την ελληνικότητα της νήσου, το «ξοδεύει» δηλαδή, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται αυτό, στα πλαίσια της βραχείας χρονικής ύπαρξης της σύγχρονης κρατικής ζωής. Αυτή όμως η συνάρτηση δεν είναι και η μόνη εφικτή, ασφαλώς· υπάρχει πάντα η δυνατότητα να διατηρήσει κανείς τη διαφορά ανάμεσα σε αυτές τις χρονικότητες προς την κατεύθυνση μιας εμβάθυνσης του παρόντος που δεν θα εξαντλούνταν στην επίσημη, διδαγμένη στα σχολεία εθνική ιστορία αλλά θα ήταν μάλλον εσωτερική, αποτελώντας μιαν αναζήτηση της αμεσότητας και της ανατριχίλας του αρχέγονου—αυτού που δεν μπορεί να τακτοποιηθεί από την επίσημη ιστορία, δεν είναι «διδακτικό» σε χαρακτήρα και δεν έχει «μαθήματα» να μας δώσει. Η φωνή του έχει μάλλον την ιστορικότητα που προσιδιάζει στο Είναι και όχι στα ιστορικά γεγονότα ως αντικειμενικές εξωτερικότητες (η ιστορία ως Geschichte des Seins, με όρους Χάιντεγκερ, και όχι ως Historie).

Η αντίληψή μου για το «μήκος κύματος» και έτσι και για την ιδιαιτερότητα, τον ξεχωριστό και ασυνήθιστο, ειδικά στην Κύπρο, χαρακτήρα της ποίησης της Ρωξάνης Νικολάου είναι ότι αφορά ολόκληρη αυτή τη δεύτερη συνθήκη: ο χρόνος στην ποίησή της δεν είναι «ιστορικός» και δεν είναι καν «μυθικός» με την έννοια του ήδη μορφοποιημένου, κληροδοτημένου και θεσμοποιημένου εντός της νεωτερικότητας μύθου. Είναι ένας χρόνος που χαίνει σαν το απύθμενο πηγάδι κάτω από την λεκτική επιφάνεια, υπερλογικός, ενίοτε τρομακτικός, απρόσμενος, μεταδοτικός ενός δέους απέναντι στα ορατά και αόρατα πράγματα. Στην Νικολάου, για να το θέσω διαφορετικά, βρισκόμαστε απέναντι σε αυτό που θα ονόμαζα «παράδοξο Φώκνερ»: ο αμερικανός πεζογράφος μιλά για τον αμερικανικό εμφύλιο του 1861-65 κατά τη δεκαετία του 1930, δηλαδή εβδομήντα μόνο χρόνια μετά. Κι όμως, τα πάντα στον τρόπο γραφής του συνωμοτούν για να δημιουργήσουν έναν άλλο, παραληρηματικά αρχαίο χρόνο, σαν ο εμφύλιος να έχει γίνει χιλιετίες πριν, σαν ο αμερικανικός νότος, με τη βία του, τις επαύλεις του και τη δουλεία του να στεκόταν εκεί γεμίζοντας σκόνη και φαντάσματα για αιώνες απροσμέτρητους. Ιδού κάποια δείγματα από την αρχή του Ψαλιδιστή, που, καθόλου τυχαία, κατά την κρίση μου, χρησιμοποιούν την ψυχική/οντολογική μεταφορά του «οίκου», που βεβαίως είναι συνάμα κάτι ανοίκειο και αλλόκοτο: «Πρωί και βράδυ/το σπίτι υπήρχε./Με τις ρίζες χιλιόχρονου δέντρου/με τα κλαδιά και τα πουλιά του/στην καρδιά. […] ο ύπνος στέρευε ολοένα/άνοιγαν ρήγματα οι τοίχοι/χυνόταν μια ευωδιά/ακατοίκητης αποθήκης/Κανείς δεν άκουγε·/μόνον ο ύπνος» («Παραμύθι», σελ. 17): το σπίτι, ο χρόνος που εκτείνεται στο αρχέγονο («με τις ρίζες χιλιόχρονου δέντρου»), η αργή αποσύνθεση των πραγμάτων σ’ αυτόν τον χρόνο («άνοιγαν ρήγματα οι τοίχοι»), η εγκατάλειψή τους («χυνόταν μια ευωδιά/ακατοίκητης αποθήκης»), η εμβολή όλων αυτών στο ονειρικό ως ζώνη και σφαίρα όπου η ποίηση της Νικολάου χτίζει το δικό της, μοναχικό και απομακρυσμένο σπίτι («Κανείς δεν άκουγε· μόνον ο ύπνος»).

Το σπίτι, ως οίκος της συνείδησης και του ασυνείδητου, ως επίσης εστία του Είναι, δεσπόζει στα πρώτα ποιήματα του Ψαλιδιστή: «Πέρασα από το σπίτι σου·με είδε/ήπιε νερό και πικρογέλασε» («Άυπνα σπίτια», σελ. 15—το πρώτο ποίημα της συλλογής)· «Με είδες καθώς χτιζόμουνα», απαντά από την άλλη πλευρά της συνάντησης το «Βουβός ουρανός»· «Θεμέλια, τοίχοι, οροφή/το λιγοστό μου πάτωμα//ο ποταμός που με ήπιε» (σελ. 18). Πόσο αργός είναι ο χρόνος σ’ αυτό το τοπίο, που ασφαλώς δεν είναι η Κύπρος ως έθνος-κράτος, δεν είναι η «κοινωνία» της, δεν είναι ένας εμπειρικά διαπιστώσιμος χώρος; Τόσο αργά που «Αργά αργά ξυπνώ σ’ αυτόν τον κόσμο· λίγο πριν πεθάνω,/θα ’χω ξυπνήσει ολότελα» (σελ.81). Αράδες όπως αυτές αρκούν, θεωρώ, για να αναδείξουν τον βαθμό συμπύκνωσης που προϋποθέτει η ποιητική της Νικολάου, την ικανότητά της να εκπλήσσει αβίαστα και χωρίς ίχνος επιτήδευσης· και βέβαια, την οικοδόμηση μιας φωνής απόκοσμης και άχρονης, που δεν προφητεύει ούτε ανακηρύσσει κάτι, αλλά μας τραντάζει, μας ξυπνά στην ύπαρξη ενός άλλου και παράλληλου χρόνου και χώρου για την ύπαρξη και για τα πράγματα. Γιατί, αυτό θαρρώ πως κομίζει η ποιητική της Νικολάου, η λήθη (η αναγωγή της γλώσσας σε απλό εργαλείο, σε καθαρή ανταλλακτική αξία, η απομάγευσή της, η παράλυσή της στο κλισέ και στο προβλέψιμο) έχει σκεπάσει τα πάντα και η ποίηση έχει ως αποστολή να λυτρώσει τον κόσμο από αυτή τη λήθη. Η ποιητική φωνή της «Κιβωτού» το θέτει ευθέως και με τρόπο εκφραστικά απαστράπτοντα και ανεξίτηλο: «μονάχη/μέσα στον Κατακλυσμό/κουβαλώ/λασπωμένο κλάμα/θρέφονται μαζί του/χιλιάδες σωσμένα πράγματα//παλεύω/με τα ογκώδη νερά/ενός ποιήματος/που δεν/θέλει να γραφτεί» (σελ. 64).

Η ανάγνωση του Ψαλιδιστή μπορεί ακόμα να μετέλθει των μέσων της χαρτογράφησης συμβόλων που επανέρχονται συχνά για να φέρει σε πέρας το δύσκολο έργο της κατανόησης της αρχιτεκτονικής του ονειρικού και απόκοσμου κόσμου της συλλογής. Ένα τέτοιο είναι το «αίμα», αναφορές στο οποίο θα βρούμε έξι φορές με το δικό μου μέτρημα (σελ. 19, 27, 31, 46, 54, 72). Ιδιαίτερης μνείας αξίζει μια εκ των χρήσεων της λέξης, εν μέρει γιατί ως φράση είναι η μοναδική που επαναλαμβάνεται σχεδόν αυτούσια δύο φορές: «πεθαμένοι περιπατούν/αίμα φωνής/γυρεύουν» («Λαθραία σκιά», σελ. 27) και «Οι λέξεις πλησιάζουν στο αίμα της φωνής» («Ατμοί τα όνειρα στέκονται πάνω απ’ τον ύπνο», σελ. 54). Το «αίμα [της] φωνής» στη φράση που επαναλαμβάνεται είναι βέβαια μια ασυνήθιστη και ισχυρή μεταφορά. Αυτό όμως που καθιστά ισχυρή τη σύζευξη των δύο ουσιαστικών είναι μια αντιμετάθεση ιδιοτήτων. Το αίμα συνδέεται, ανάμεσα σε άλλα, με την υλική, σάρκινη ύπαρξη, ενώ η φωνή, αντίθετα, με το άυλο, με αυτό που δεν έχει σώμα. Για τη Νικολάου και τον Ψαλιδιστή της η ποιητική φωνή είναι ακριβώς κάτι που οφείλει να έχει σώμα, να έχει υλικότητα. «Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις», με τα λόγια της «Ποιητικής» του Αναγνωστάκη· η ποίηση οφείλει, οσοδήποτε φαντασματικά ή ψευδαισθησιακά, την αποκατάσταση μιας υλικότητας, μιας σαρκικότητας στον λόγο. Να μην τον παίρνει ο άνεμος. Το αίμα της φωνής είναι ο ζων λόγος, ο λόγος που είναι ζωή, ύπαρξη. Γι’ αυτό φυσικά τον γυρεύουν «οι πεθαμένοι», με την ανατριχιαστική εικονογραφία των Παραλογών του δημοτικού τραγουδιού που καλεί να την συνδράμουν στη στιχουργική της η Νικολάου.

Μια άλλη λέξη με σημαντική συμβολική σημασία στο ποιητικό σύμπαν του Ψαλιδιστή είναι η στάχτη, σύμβολο καταστροφής, άλωσης, και βέβαια λήθης. Σε ένα από τα συγκλονιστικότερα εδάφια της συλλογής διαβάζουμε: «Αφουγκραστείτε το χοχλάκισμα του αδικημένου αίματος/στα μετόπισθεν της όρασης/τη στάχτη που πέφτει ασταμάτητα πέφτει/πάνω στο πρόσωπο του κόσμου» («Στα μετόπισθεν της όρασης», σελ. 19). Τα «μετόπισθεν της όρασης» παραπέμπουν, βέβαια, στον κόσμο του νοητού, σ’ αυτό που υπάρχει πέρα από τις αισθήσεις και τις αισθητηριακές συγκινήσεις—στο Είναι το ίδιο, που, όπως κάπου παρατηρεί ο Χάιντεγκερ, δεν θα το βρούμε εδώ ή εκεί ανάμεσα στα όντα του κόσμου. Στο «πρόσωπο του κόσμου» όμως πέφτει ασταμάτητα η στάχτη. Το πρόσωπο αυτό μουντζουρώνεται, βρωμίζει, φθείρεται. Το «αίμα», το αληθινό και άμεσο, είναι «αδικημένο». Και η ουσία «χάνεται/με ανερμήνευτους φθόγγους» (ό.π.), όχι επειδή η γλώσσα που παλεύει να διασώσει τα πράγματα στην ουσία τους είναι ακατανόητη ή ερμητικά κλειστή στον εαυτό της, αλλά επειδή εμείς είμαστε κλειστοί σ’ αυτή. Επειδή εμείς δεν έχουμε ούτε την υπομονή, ούτε ίσως πολύ πιο σημαντικά την ταπεινότητα να σταθούμε και να την ακούσουμε. Κι έτσι, «Ανάμεσα στη σύλληψη/Και στη δημιουργία/Ανάμεσα στη συγκίνηση/Και στην ανταπόκριση/Η Σκιά πέφτει», με τα λόγια του Έλιοτ στους «Κούφιους ανθρώπους». Μαζί με τον οίκο, το αίμα και τη στάχτη, η σκιά είναι ένα ακόμα αρχιτεκτονικό στοιχείο της ποιητικής του Ψαλιδιστή. Τη βρίσκουμε έξι φορές στη συλλογή, ως έκφραση του αφανέρωτου, του κρυφού ή μυστικού, του εκτός του επίσημου και ορατού τοπίου της «κυπριακότητας»: «μικροκαμωμένη και σβέλτη/ελευθερώνεται απ’ τα σκοινιά της/τα φορτώνει στο φτερωτό της κάρο/ανεβαίνοντας κι εκείνη/ξεγλιστρά/από του σκυλιού της/τη σκιά» («Πλήρης δακρύων ‘Προς τάφον επείγεται’», σελ. 16)· «Ο θόρυβος/της λαθραίας μου σκιάς» («Λαθραία σκιά», σελ. 27)· «με πλησίασε/η παιδούλα σκιά μου» («Παιδούλα σκιά», σελ. 61). Νομίζω πως δε θα ήταν αυθαίρετο να δει κανείς στις φράσεις αυτές ένα είδος απόλαυσης με το κρυπτό είναι, ή, για να το θέσω πολύ πιο απλά και χωρίς φιλοσοφική σκευή, με το κρυφτούλι: η Νικολάου μοιάζει να απολαμβάνει, σ’ ένα επίπεδο τουλάχιστον, τη συγκριτική της αφάνεια, να βρίσκει σ’ αυτήν μιαν ελευθερία στο να είναι ο αληθινός εαυτός της. Και δεν θα ήταν έντιμη η ευχή αυτή η συλλογή να βρει την αναγνώριση που της αξίζει αν δεν συνοδευόταν από μια δεύτερη: να κρατήσει αρκετή απ’ αυτή τη σκιά η Ρωξάνη Νικολάου για να προστατέψει αυτό που τάχθηκε να προστατεύει, το δύσκολο να ειπωθεί, το πιο ευάλωτο στο φως της δημοσιότητας και της δημοσιοποίησης, από τον «Βάλτο τον θαυμαστικό» (Έμιλυ Ντίκινσον, «Είμαι ο Κανένας! Εσύ ποιος είσαι;»).

 

-Αντώνης Μπαλασόπουλος, Πανεπιστήμιο Κύπρου