Εφελκυσμός και σύνθλιψη
Μηχανική θλίψη, Λάμπρος Παπαδήμας (Γαβριηλίδης 2019, Θράκα 2021)
Καθώς ξεκινούσα την ανάγνωση του βιβλίου, έκανα μια παρανάγνωση στο εισαγωγικό μότο του. Έχοντας στο μυαλό μου τις εκλογές της Τουρκίας σήμερα, και τις εγχώριες σε μια βδομάδα, ενώ στο μότο γράφει: ένα μικρό γιατί / όλη η χαρά μου / κι ας είναι / να μη βρω ποτέ απάντηση, λόγω πρεσβυωπίας διάβασα: ένα μικρό γιατί / όλη η χώρα μου / κι ας είναι να μη βρω ποτέ απάντηση. Η αλήθεια είναι πως έχοντας ήδη διαβάσει μία φορά το βιβλίο, κάπου στο υποσυνείδητο είχε μείνει η εντύπωση πως τον Παπαδήμα τον απασχολεί αρκετά η χώρα, ο τόπος εν γένει, και όχι μόνο τα δικά του. Η άλλη πιθανότητα είναι να ισχύει αυτό που υποστήριζε ο Χάρολντ Μπλουμ για την παρανάγνωση των ποιητών, ιδίως απέναντι σε αυτούς που θεωρούμε «πατέρες» μας στη λογοτεχνία. Ισχυριζόταν ο Μπλουμ πως η παρανάγνωση μας βοηθάει να πάμε παρακάτω τη δική μας ποίηση. Βέβαια, δεν είχε στον νου του την πρεσβυωπία, αλλά την παρερμηνεία.
Ο Λάμπρος γεννήθηκε το 1988 στην Αθήνα, σπούδασε Παιδαγωγικά και Φιλοσοφία, και εργάζεται ως δάσκαλος. Διατρέχοντας πρώτη φορά το βιβλίο, μου έκανε εντύπωση ο τίτλος «Θεσσαλία» και ήταν το πρώτο ποίημα στο οποίο στάθηκα. Με παρέπεμψε συνειρμικά στο ποίημα του Βαγγέλη Κάσσου «Το Θεσσαλικό φεγγάρι», ένα πολύ αγαπημένο ποίημα, από τη συλλογή Μικρές δορκάδες (1979). Πολύ πιθανόν ο Λάμπρος να μην το έχει διαβάσει ποτέ. Στο βιβλίο του άλλωστε, συνομιλεί ανοιχτά με όποιους ποιητές του έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον: τον Εγγονόπουλο, τον Ρίτσο, τον Αναγνωστάκη, τη Γώγου. Με το ποίημα του Κάσσου τα συνδέει όμως, κατά τη γνώμη μου, στη συγκεκριμένη θεματική, ένα αόρατο νήμα. Γράφει ο Κάσσος:
Το Θεσσαλικό φεγγάρι ήταν ένα μεγάλο φεγγάρι
σαν ένα μπακιρένιο ταψί
το κατέβαζαν τα κορίτσια τις νύχτες
και ζύμωναν χιλιάδες όνειρα ως το πρωί
ήταν ένα φεγγάρι παλιό
γεμάτο συννεφοχτυπήματα
το φορτώθηκε μια φορά ο παππούς μου στον ώμο
και πήγε να το γανώσει.
στο δρόμο τον έπιασαν κάτι αλήτες
και τον σκότωσαν στο ξύλο
το φεγγάρι το θάψανε βαθιά στη γη
αυτό που βλέπουν τα βράδια
οι έρμοι οι Θεσσαλοί
δεν είναι φεγγάρι
μια κατάρα είναι
που σιγοκαίει στον ουρανό
Και ο Λάμπρος στο ποίημα «Θεσσαλία» γράφει: τ’ αγόρια / με τα χωμάτινα δάχτυλα / μες στη στενή μήτρα της γης / και οι κοπέλες με τα ξεψυχισμένα όνειρα στις χούφτες / αρμέγουν το φεγγάρι / μέχρι που να στερέψει. Κι εγώ αναρωτιέμαι τι στ’ αλήθεια παράγει ο θεσσαλικός κάμπος εκτός από βαμβάκι και Κιλελέρ, και αν όλες αυτές οι αλλαγές στις καλλιέργειες μέσα στα χρόνια έχουν οδηγήσει κάπου. Όσο για το φεγγάρι, το ‘χω δει βράδυ στην απλωσιά, και σας διαβεβαιώνω πως είναι πράγματι θλιμμένο.
Στο ίδιο μοτίβο κινείται και το ποίημα που αφιερώνεται στους γονείς: τραυματισμένη γη / το δέρμα τους / το τεμαχίζουνε ποτάμια / ό,τι φυτρώνει εδώ μου ανήκει ή, στο ίδιο ποίημα, ένα ζευγάρι χέρια / κι άλλο ένα / στην αφή τους διαβάζω αντίστροφα την ιστορία του κόσμου.
Χειρώνακτες βλέπω εγώ, δεν ξέρω, ίσως πέφτω έξω. Τα χέρια ως
σημαντικό εργαλείο για την επιβίωση.
Εκτός από μερικά χαμηλόφωνα εξομολογητικά, ερωτικά και υπαρξιακά κυρίως ποιήματα, τον Παπαδήμα μοιάζει να τον απασχολούν πράγματα όπως το προσφυγικό: ο διάβολος ξέρει καλά / πως στο Αφρίν, στη Γάζα ή στο Αιγαίο / το αίμα έχει την ίδια γεύση και πυκνότητα. Oi κοινωνικές ανισότητες και η μετεμφυλιακή Ελλάδα: στο μεταξύ η φτώχεια σταυροπόδι στα παγκάκια, να ζητιανεύει χτεσινό ψωμί κι ώριμα πορτοκάλια. Στην πλατεία της πόλης μας ανθρώπινα συντρίμμια φάλτσα τραγουδούν για εκείνο το παράνομο χαμόγελο. Μάλιστα, ο στίχος τώρα φονιάδες νανουρίζουν τα παιδιά μας μοιάζει ανατριχιαστικά προφητικός για την τραγωδία των Τεμπών, και μάλλον εντέλει αποδεικνύεται σωστή η παρανάγνωσή μου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ποίημα «Οχιά» όπου απευθυνόμενος ο ποιητής στον Μάνο Χατζηδάκη εκφράζει ρητά την άποψη πως η φιλελεύθερη ιδεολογία εκτρέφει στην ουσία τα ακροδεξιά μορφώματα. Παραθέτω το ποίημα:
καημένε Μάνο,
αχ και να ‘ξερες
πως στη δεξιά σου τσέπη
επωάζεται ένα αυγό
χρόνια ψαχούλευες τη φόδρα
κι ούτε που το κατάλαβες
πως έσκασε απ’ τ’ αυγό
η οχιά
κι είναι καιρός,
καημένε Μάνο,
που παρακολουθεί
την καρωτίδα σου
Ο Έρικ Χόμπσμπαουμ, στην «Εποχή του αντιφασισμού 1929-1945», έγραφε πως εάν η αντίθεση μεταξύ της σοσιαλιστικής κατάρρευσης και της προγραμματισμένης εκβιομηχάνισης έστρεψε μερικούς διανοούμενους προς τον μαρξισμό, ο θρίαμβος του Χίτλερ — μια εμφανής πολιτική συνέπεια της κρίσης — έστρεψε πολύ περισσότερους κατά του φασισμού. Ο πρώτος λόγος που αυτός καθαυτός ο φασισμός έγινε κεντρικό πολιτικό ζήτημα ήταν επειδή αποτέλεσε το σημαντικότερο μέσο της πολιτικής της Δεξιάς. Ο δεύτερος, επειδή κανείς άλλος εκτός των διανοουμένων δεν είχε την επίγνωση πως η απειλή του φασισμού είναι κάτι παραπάνω από πολιτική απειλή: είναι απειλή ολόκληρου του πολιτισμού. Ο Χατζιδάκις είχε όντως επίγνωση του δεύτερου, αλλά όχι και του πρώτου.
Στα κοινωνικοπολιτικά ποιήματα το ποιητικό υποκείμενο διακρίνεται από αίσθημα ματαίωσης: ο διεφθαρμένος δικαστής, ο εκπατρισμός από χώρες που δεν μπορούν να προστατέψουν τα παιδιά τους, η απελπισία που προκαλεί η ουτοπική συνθήκη. Όταν δύο δυνάμεις αντίθετης φοράς ασκούνται πάνω σ’ ένα στερεό σώμα, τείνουν να το συνθλίψουν, μας λέει η επιστήμη της Μηχανικής. Τα υποκείμενα στο ποιητικό σύμπαν του Παπαδήμα οδηγούνται στη σύνθλιψη λόγω κοινωνικών παραγόντων, αλλά και λόγω εσωτερικών συγκρούσεων και υπαρξιακής αγωνίας.
Η ποιητική του Παπαδήμα, ως προς τη μορφή, βασίζεται κυρίως στην εικόνα, και δευτερευόντως στις μεταφορές και τις μετωνυμίες. Εντοπίζουμε συχνά εικόνες από το κέντρο της πόλης, και ιδίως από τα Εξάρχεια (Μπενάκη – Ζαΐμη – Αραχώβης, Κωλέτη – Σόλωνος – Ακαδημίας) εικόνες από το μετρό (μια γυναίκα δίχως πρόσωπο / η ζωή της δρομολόγιο / από χέρι σε χέρι / πάνω της επιτηρούν μάτια καταπέλτες), σημαίνοντα που (με εξαίρεση τις αναφορές στη Θεσσαλία και το Αιγαίο) οικοδομούν και μια συγκεκριμένη ατμόσφαιρα, μια τοπιογραφία του βιβλίου γύρω από την οποία βαδίζουν νέοι κυρίως άνθρωποι, με τη θηλειά πλεγμένη γύρω απ’ τον λαιμό τους. Συνεισφέρει, φυσικά, σε αυτήν την τοπιογραφία και η φιγούρα της Γώγου με την οποία συνομιλεί νοερά ο ποιητής, στο ποίημα «Κατερίνα». Επιπλέον, μέσω της τεχνικής του δημιουργείται μια διευρυμένη αίσθηση του χρόνου. Ο χρόνος κυλάει αργά ιδίως όταν άπτεται υπαρξιακών θεμάτων όπως όταν λέει: κοιμάμαι μ’ έναν φόβο / μη τυχόν ξυπνήσω / και τα σκοινιά που με ορίζουνε / χορεύουνε κομμένα. Στα ποιήματά του πότε αναστοχάζεται, πότε συνομιλεί με άλλον/άλλη απευθυνόμενος σε δεύτερο πρόσωπο, πότε περιγράφει. Επιχειρεί διάφορες μορφές. Από ολιγόστιχα, ευσύνοπτα ποιήματα έως πεζοποιήματα. Τα τελευταία, διαθέτοντας ένα ίχνος υπερρεαλισμού, μεταφέρουν, νομίζω, σκέψεις πιο ολοκληρωμένες και συνάμα ποιητικότερες που δεν αρκούνται στη διαπίστωση. Αλλά και πάλι πιθανόν να κάνω λάθος. Στο ποίημα «Τα μάτια κοιτούν εκεί που θέλουν» είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι χωρίς να γίνεται κρυπτικό ή υπαινικτικό, αλλά ούτε και ρητά εκπεφρασμένο, αποπνέει τρυφερότητα κι έναν συγκρατημένο ερωτισμό. Ο Παπαδήμας είναι ατμοσφαιρικός ποιητής. Στήνει το σκηνικό οδηγώντας μας προσεχτικά, λέξη λέξη, βήμα βήμα στα νοήματά του και τη σκέψη του, μας παραδίδει στο ποίημα, και μας αφήνει εκεί μέσα μόνους. Κι αν δεν είσαι φιλόλογος χειρούργος και πάσης φύσεως τεχνοκράτης, το ποίημα ασκείται πάνω σου σαν δύναμη ίδιας φοράς και δημιουργείται έτσι ο «εφελκυσμός» μια άλλη εντατική κατάσταση της Μηχανικής, αντίθετη από τη θλίψη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Η αγωνία της επίδρασης, Μια θεωρία για την ποίηση, Χάρολντ Μπλουμ, μετάφραση: Δημήτρης Δημηρούλης, Άγρα 1989
2. Πώς ν’ αλλάξουμε τον κόσμο, Έρικ Χόμπσμπαουμ, μετάφραση: Μάνια Μεζίτη, Θεμέλιο 2011.
3. Μικρές Δορκάδες, Βαγγέλης Κάσσος, εκδ. Τομές 1979 και εκδ.Θεωρία 1984
4. Μηχανική θλίψη, Λάμπρος Παπαδήμας, Γαβριηλίδης 2019 και Θράκα 2021