Ο έρωτας Καρυωτάκη-Πολυδούρη ως μανιέρα
γράφει ο Θάνος Γιαννούδης
(φιλόλογος-συγγραφέας)
Η (βραχύβια χρονικά) ερωτική περιπέτεια του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη με την ομότεχνή του, Μαρία Πολυδούρη, στην Αθήνα των αρχών της δεκαετίας του 1920 έχει κατορθώσει να γεννήσει μια ιδιαίτερη μυθολογία, ούσα ακόμα και σήμερα, έναν αιώνα, δηλαδή, αργότερα από τους λιγοστούς μήνες της ευδοκίμησης του ειδυλλίου, στην κορυφή των ελληνικών ποιητικών θρύλων που τρέφουν τη φαντασία και εμπνέουν τους νέους και τις νέες δημιουργούς. Καθοριστικό ρόλο σ’ αυτή τη μυθοποίηση προφανώς και έπαιξε η αυτοκτονία του ποιητή σε νεαρή ηλικία κάποια χρόνια έπειτα από το ειδύλλιο (για λόγους, βέβαια, που δεν σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την ερωτική αυτή σχέση), καθώς και ο θάνατος της ποιήτριας λίγο καιρό αργότερα από παθολογικά αίτια, με το φάσμα της ενδεχόμενης αυτοκτονίας να πλανάται μέχρι και σήμερα άνωθέν της. Τις δεκαετίες που ακολούθησαν, το «ζεύγος» Καρυωτάκη – Πολυδούρη ταυτίστηκε με το πρότυπο του καταδικασμένου, καταραμένου κι ατελέσφορου νεανικού ερωτικού πάθους, με πλήθος μελετών, μονογραφιών, τηλεοπτικών αποδόσεων, ποιημάτων και τραγουδιών να «ντύνουν» την ερωτική αυτή ιστορία που, απεκδυμένη από τα αρχικά της και υπαρκτά συμφραζόμενα, προχωρά ακέραια στο χρόνο και διαδραματίζει τη δική της, αυθύπαρκτη πορεία. Ποιήματα που ταυτίζουν επιφανειακά τη μοίρα του/της εκάστοτε δημιουργού -που εμφανίζεται ως «συνεχιστής/-στρια του μύθου»- με τον Καρυωτάκη ή την Πολυδούρη, αντιγραφή λεκτικών τρόπων, αυτούσιων φράσεων και τίτλων των ποιημάτων τους, ακόμα και εναλλακτικές θεωρήσεις της ιστορίας που τους δικαιώνουν στο χρονότοπο της ποιητικής δυναμικής (κι ενίοτε δημιουργούν και λυρικά κομψοτεχνήματα, όπως το χαρακτηριστικό κι ομότιτλο ποίημα της Σοφίας Κολοτούρου που διαφέρει από τη προαναφερθείσα συσσώρευση) συντείνουν σε μία μυθοποίηση που προ πολλού έχει κατά την κρίση μας διέλθει τα όρια του ποιητικού ενδιαφέροντος και κινείται στην επικράτεια της μανιέρας. Στο παρόν άρθρο θα επιδιώξουμε επιγραμματικά να αναφερθούμε στα αίτια που αυτή η μανιέρα εξακολουθεί να ακμάζει, καθώς και στο πόσο εντέλει βλάπτει τους ίδιους τους δημιουργούς τους οποίους αφορά και –υποτίθεται πως- υμνεί στο διηνεκές.
-> O έρωτας Καρυωτάκη – Πολυδούρη ως μανιέρα αναγάγει μια βραχύβια χρονικά ερωτική σχέση λιγοστών μηνών (μια σχέση, μάλιστα, όχι αμφίπλευρα πιστή σύμφωνα με τα δεδομένα της έρευνας) σε καθοριστική για ολόκληρο τον μετέπειτα βίο, ακόμα και το θάνατο και την ίδια τη μνήμη των πρωταγωνιστών της. Σαφέστατα η ανθρώπινη ζωή διέπεται από νόμους ετεροβαρείς και γεγονότα σπασμωδικά και εφήμερα είναι όντως σε θέση να επηρεάσουν καθοριστικά ολόκληρο το μετέπειτα βίο των ανθρώπων, ωστόσο, παρά το -αναμφίβολα σημαντικό- ψυχικό αποτύπωμα που άφησαν ο ένας στον άλλο και τις μετέπειτα αποσπασματικές επαφές τους, ο Καρυωτάκης και η Πολυδούρη βίωσαν τόσο προγενέστερα όσο και μεταγενέστερα του ειδυλλίου τους σημαντικά ερωτικά πάθη. Βλέποντας στη γραφή του Καρυωτάκη μόνο την Πολυδούρη αδικούμε τον επίσης σημαντικό έρωτά του με την Αν. Σκορδύλη που χάθηκε σε νεότατη ηλικία και για την οποία έγραψε ορισμένους τρυφερότατους στίχους. Αντίστοιχα, διαβάζοντας στη γραφή της Πολυδούρη μόνο τον Καρυωτάκη αδικούμε τις μεταγενέστερες καρδιές που η ποιήτρια σημάδεψε (Γ. Χονδρογιάννη, μονόπλευρα το Μ. Ζώτο) καθώς και τις σημαντικές ψυχικο-καλλιτεχνικές και μη ερωτικές (;) επαφές της με τους Άγγελο Σικελιανό και Γιάννη Ρίτσο, κατά την περίοδο, μάλιστα, της διαμόρφωσης της φωνής και της περσόνας του τελευταίου.
-> O έρωτας Καρυωτάκη – Πολυδούρη ως μανιέρα, συγκεντρώνοντας πάνω του όλα τα φώτα της λογοτεχνικής –και παραλογοτεχνικής- δημοσιότητας, αφήνει αδίκως στην άκρη προγενέστερους ποιητικούς έρωτες μεγάλου (κι ενίοτε «μυθιστορηματικού») βεληνεκούς που επηρέασαν καθοριστικά τη ζωή και τη γραφή των πρωταγωνιστών τους, καταδικάζοντας, έτσι, στη λήθη, περιπτώσεις μεγάλης και πολυετούς αγάπης όπως λ.χ. εκείνης των Λορέντζου Μαβίλη και Μυρτιώτισσας με τον τραγικό χαμό του πρώτου στο μέτωπο ή εκείνης των Στέφανου Μαρτζώκη – Ελένης Λάμαρη, με την απώλεια, μάλιστα, της δεύτερης σε νεαρή ηλικία που δεν ήταν, ωστόσο, σε θέση να της χαρίσει τη διαφυγή από τη λογοτεχνική λησμονιά. Υποσκελίζει ακόμα και το μονόπλευρο και χρόνιο πάθος του Κ. Θεοτόκη για την Ειρ. Δενδρινού, τις νεαρές ηλικιακά Μούσες του ηλικιωμένου Παλαμά, τις μεταπολεμικές αιθέριες συντρόφους του Οδ. Ελύτη και τους κατά καιρούς σφοδρούς ομοερωτικούς έρωτες των Ν. Λαπαθιώτη και Κ. Π. Καβάφη που άφησαν στη γραφή όλων των παραπάνω πολύ πιο εκτεταμένο χρονικά αποτύπωμα. Και, πολύ περισσότερο, αδικεί κατάφορα όλα εκείνα τα ποιητικά ειδύλλια που εντέλει ευδοκίμησαν κι οδήγησαν σε στην πετυχημένη συμπόρευση και στην από κοινού εξέλιξη ζωής/γραφής/δημιουργίας μέσα στις δεκαετίες, με περιπτώσεις όπως αυτής των Βύρωνα Λεοντάρη και Ζέφης Δαράκη μεταπολεμικά να αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός «υγιούς» happy end που ποιητικά σήμερα φαίνεται να στέκει τελείως νωθρό και αδιάφορο.
-> O έρωτας Καρυωτάκη – Πολυδούρη ως μανιέρα αδικεί σαφώς τη γραφή και την περσόνα της ίδιας της «πρωταγωνίστριάς» του, Μαρίας Πολυδούρη, εγγράφοντας ολόκληρο το έργο, τις προσφιλείς θεματικές και τους ποιητικούς τρόπους της αποκλειστικά στη σκιά του ισχυρού άρρενος με τον οποίο είχε την τύχη (ή την ατυχία) να σχετιστεί καθοριστικά. Η γυναίκα δημιουργός θεωρείται αυτομάτως κατώτερη του κομβικού ποιητή της γενιάς της κι ετερόφωτη, τοποθετούμενη στις παρυφές του καρυωτακικού έργου κι όλη της πλέον η δημιουργία αυτομάτως και υποσυνείδητα χαρακτηρίζεται ότι έχει γραφτεί «μόνο για ‘κείνον». Μια τέτοια θεώρηση αξίζει να διαβαστεί παράλληλα με τις κατά καιρούς συζητήσεις περί της λεγόμενης «γυναικείας γραφής» στην ποίηση, συζητήσεις που διέπονται από μια σειρά επαναλαμβανόμενων κλισέ και βολικών τόπων και πεδίων εντός των οποίων «οφείλει» υποτίθεται αποκλειστικά μια γυναίκα δημιουργός να δραστηριοποιηθεί και να κινηθεί καλλιτεχνικά.
-> O έρωτας Καρυωτάκη – Πολυδούρη ως μανιέρα δημιουργεί εσφαλμένα τη διάχυτη εντύπωση πως η «μεγάλη και σπουδαία» ποίηση και τέχνη δημιουργείται μόνο στις στιγμές κι υπό το κράτος του σφοδρού ερωτικού πάθους. Θεωρώντας, έτσι, πως η απόλυτη δημιουργία αποτελεί τέκνο μονάχα τέτοιων συνθηκών, ο/η δημιουργός παγιδεύει τη γραφή του/της μονάχα σε μια προσωποκεντρική και προγραμματικά τραγική εξακτίνωσή της, αποκλείοντας, έτσι, ως «ντε φάκτο» κατώτερες, δεκάδες άλλες προοπτικές που ανοίγονται μπροστά του κι είναι σε θέση να εξελίξουν προς το καλύτερο τη γραφή και την παρουσία του. Μια τέτοια, στενότατη ανάγνωση καταλήγει, εκτός από τα υπόλοιπα είδη ποίησης, να αδικεί εντέλει και το έργο των ίδιων των αναφερομένων προσώπων, ιδίως του Κ. Καρυωτάκη και της καυστικότατης κοινωνικής/σατιρικής χροιάς του πολύπλευρου ποιητικού του έργου.
-> O έρωτας Καρυωτάκη – Πολυδούρη ως μανιέρα χρησιμοποιείται συχνότατα με πρωθύστερο τρόπο από κάθε λογής μετανεωτερικούς δημιουργούς, με σκοπό να ταυτίσουν τη δική τους συγγραφική –ή ακόμα και ερωτική/προσωπική μοίρα- μ’ εκείνη των πρωταγωνιστών του ειδυλλίου. Έχοντας αποκοπεί από την εποχή και την ιδοσυστασία του μεσοπολεμικού ανθρώπου, ο έρωτας των δύο ποιητών καθίσταται, έτσι, ένα βολικό όχημα και σχήμα ταύτισης για να εγγράψουν πάνω τους οι δημιουργοί τις βραχύβιες ερωτικές περιπέτειές τους με ομότεχνες ή ακόμα και με ομότεχνούς τους (ενίοτε και με συγκεκριμένες σκοπιμότητες ενδοσυντεχνιακής ανέλιξης). Πρόκειται, φυσικά, για μία «ταύτιση» επιφανειακή και μόνο, μιας και αφενός ουδέποτε διανοείται κανείς, όντας ιδεολογικό τέκνο μιας εντελώς διαφορετικής κοινωνικής συνθήκης, να αντιγράψει το τέλος των δύο καλλιτεχνών (του αρκεί η ασφάλεια των ανώδυνων διατυπώσεων) κι αφετέρου ο μετανεωτερικός καλλιτέχνης που θύει στην αιώνια εφήμερη ευωχία έναντι της κάθε λογής «τοξικότητας» εγκαταλείπει ταχέως το σχήμα που μετήλθε σε μια ορισμένη χρονική στιγμή κι αξιοποίησε το ετερόφωτο φως του, διαβαίνοντας ακολούθως στην επόμενη εφήμερη προσωπική περιπέτεια σε έναν αέναο παραδειγματικό άξονα ετεροβαρών αφηγήσεων που εξισώνονται βολικά προς τα κάτω.
-> O έρωτας Καρυωτάκη – Πολυδούρη ως μανιέρα, τέλος, σχετίζεται ξεκάθαρα με την εγκατάλειψη της έμμετρης και λυρικής ποίησης μετά το Μεσοπόλεμο και με την ευρύτερη αλλαγή παραδείγματος που επήλθε έπειτα από την έλευση και την κυριαρχία της λεγόμενης «Γενιάς του ‘30» στα λογοτεχνικά πράγματα. Ο λυρικός έρωτας ως μοτίβο και ο τραγικός θάνατος των νέων ποιητών παραμένουν στο γενικό υποσυνείδητο του νεωτερικού καλλιτέχνη ως ένα ιδιότυπο «όριο», ως ένα ιδιάζων «τέλμα» και ως μια «τομή» θανάτου της παραδοσιακής και ρυθμικής ποίησης που αποτυπώνει εμμέσως την –υποτιθέμενη- αδυναμία των παλαιότερων και κανονικών εκφραστικών τρόπων να αντέξουν και να περιγράψουν με ευκρίνεια κι επιτυχία τον πολύπλοκο και πολυσύνθετο νεωτερικό και τεχνολογικό κόσμο των πολλαπλών παράλληλων ταυτοτήτων και δυνατοτήτων. Η αγάπη του μοντέρνου καλλιτέχνη για τον «λοξό» και τον «αντιηρωικό θάνατο» και τον «τραγικό έρωτα» που σβήνει αφήνοντας μονάχα θραύσματα και αναμνήσεις βρίσκει στο ζεύγος Καρυωτάκη – Πολυδούρη ένα βολικό σχήμα που διαχέεται πλέον από γενιά σε γενιά, αποκομμένο σχεδόν οριστικά από τα πραγματικά του δεδομένα και συμφραζόμενα -ένα σχήμα που ενδεχομένως να περιοριστεί ή να λάβει οριστικά τέλος όταν δομηθεί μια νέα κι ανανεωμένη σχέση με τον λυρικό ποιητικό λόγο και μια νέα συνεκτική αφήγηση που τόσο μα τόσο έχει ανάγκη η τελματωμένη εδώ κι έναν αιώνα νεοελληνική μας ποίηση…