Σκέψεις για την αντίθεση με αφορμή την ποιητική συλλογή «Φαγώσιμα» της Σοφίας Πολίτου Βερβέρη, εκδόσεις Έναστρον 2022.
Η αφαίρεση είναι η αφετηρία της διαλεκτικής πορείας, δηλαδή της πορείας από το ειδικό συγκεκριμένο, στο γενικό αφηρημένο και πίσω στο ειδικό συγκεκριμένο. Η αφαίρεση είναι η πορεία από την ενικότητα του ειδικού συγκεκριμένου, στη γενικότητα του γενικού αφηρημένου. Στη μαρξιστική παράδοση, η αφαίρεση έχει πάρει πολύ διαφορετικές ορολογίες, π.χ. για το Λούκατς, ήταν η έννοια της «ολότητας» (Lukacs 1971), για τον Μάο, μια «αντίφαση» (Mao 1968), για τη Raya Dunayevskaya, η «άρνηση της άρνησης» (Dunayevskaya 1981) – για τον Scott Meikle, η «ουσία» (Meikle 1985). Στην κατεύθυνση της αφαίρεσης, η αντίφαση, η άρνηση και η αντίθεση συγκροτούν το συμπαγή χώρο του νοήματος, άλλοτε οικουμενικού και άλλοτε λιγότερο, όπου όσο πιο «ευθέως αντιθετική» είναι η σχέση μεταξύ των εννοιών, τόσο πιο συμπαγές και νοητικό είναι το νόημα που προκύπτει μέσα από την αφαίρεση, ενώ όσο λιγότερο «ευθέως αντιθετική» είναι η σχέση μεταξύ των εννοιών τόσο πιο διαισθητικά και χαλαρά προκύπτει το νόημα μέσα από την αφαίρεση.
Για την Πολίτου-Βερβέρη οι έννοιες συνήθως δεν τοποθετούνται αντιθετικά, και δεν χρειάζεται να συγκροτούν την πλήρη αντίθεση για την δημιουργία της αφαίρεσης: «Ούτε χειρώνακτας, ούτε χειροπρακτικός; / Θεωρία, θεωρία, θεωρία / και από ανατιναγμένα σύμβολα τίποτα», ή αλλού «μα η εποχή σου έρχεται / πίσω απ’ την εκπνοή σου» (Εσύ και η εποχή σου, σελ. 73), ή αλλού, «κάθε τόσο γαντζώνω το χαμηλό ταβάνι / πηδάω από πλευρά σε πλευρά / να κάνω όσα ταξίδια αναβλήθηκαν» (Γδάρσιμο, σελ. 60), ή ακόμα, «Αφορολόγητη νεκρή ζώνη» (Ο εκτελωνιστής των πρωινών, σελ. 13). Ενίοτε όμως οι έννοιες τοποθετούνται αντιθετικά, σαν ετερονομικοί πόλοι: «πότε ήταν η πρώτη φορά / που έψαξες για εμένα. / Πριν ή μετά το δείπνο» (Εσκεμμένη απώλεια μνήμης, σελ. 48). Άλλοτε η σχέση είναι μισή ευθέως αντιθετική και μισή μερικώς αντιθετική «Λιγότερα αεροπλάνα / περισσότερα τζιτζίκια (Πανδημικό καλοκαίρι, σελ. 63). Σε αυτήν την περίπτωση το «περισσότερα» αντιδιαστέλεται ετερονομικά με το «λιγότερα», ενώ τα τζιτζίκια με τα αεροπλάνα υποκρύπτουν τη σχέση ανθρώπου – φύσης. Σε αυτές τις «υποκρυπτικές» σχέσεις φύεται όπως θα συζητήσουμε παρακάτω μια υπερρεαλιστική διαλεκτική. Τέλος, μια και μοναδική φορά η αντίθεση αίρεται, καταλήγοντας στον κοινό τόπο, «όμως αν και χωρισμένα τα χωράφια / το ίδιο νερό και τον ίδιο πόνο τραβάνε» (Κάπου στη μέση αρχίζουμε να πονάμε, σελ. 19).
Η αντίθεση λοιπόν άλλοτε προκαλείται με αρκετά ευθύ τρόπο, όπως στους στίχους «Κρατά γερά τα σίδερα / για τους απέξω είναι μια κατάρα / … / Κρατά γερά τα σίδερα / για τους από μέσα είναι ζώο ακατανόητο / … / πόλεμος ποιο πρώτο θα λυγίσει» (Κρατά γερά τα σίδερα, σελ. 32), ή ακόμα «Ο αστρίτης δεν είναι αστέρι» (Κάτω από την καρέκλα μου, σελ. 26) ή «Ο νεκρός δεν φοβάται τον θάνατο, / γλιστράει απαλά σε μια πόρτα ανοιχτή. / Γιατί η ιστορία του να ξεχωρίζει;» (Θάνατος άνδρα, σελ. 90), κυρίως μεσολαβημένη στην άρνηση και στο δεν, και άλλοτε προκύπτει σπασμωδικά, παραπλεύρως, για αυτό και συχνά καταλήγει σε αφαιρέσεις που έχουν χώρο και ευελιξία, αλλά και βάθος. Γράφει η Πολίτου Βερβέρη: «πασχίζαμε πάνω στη νησίδα / μιας αχνόφωτης κάμαρας / να μη φανούμε ευάλωτοι, / να μη φανούμε έτοιμοι / για όλες τις ήττες» (Νησίδα, σελ. 49). Ή αλλού, «Τα αυτιά μας κουρασμένα / να αφουγκράζονται τον φόβο / … / Εμείς ούτε το όνομα του τόπου που πατούσαμε / δεν γνωρίζαμε, πέρα από της τσέπης μας το κρύο σπήλαιο. / … / Έτρωγε το ζώο, χορταίναμε εμείς» (Προσφυγικό, σελ. 39).
Ο υπερρεαλισμός μέσα από τις αρνήσεις και τις αντιθέσεις, προσπαθεί να οραματιστεί το νέο κόσμο. Σε αυτή την πορεία, η διαλεκτική γίνεται κόμβος. Σύμφωνα με τον Baugh, o Μπρετόν «μας δίνει την πιο ξεκάθαρη εικόνα του τι ήταν η διαλεκτική για τους υπερρεαλιστές: ένα γίγνεσθαι-άλλο του αντικειμένου χωρίς όρια, καθοδηγούμενο από τη φαντασία, η οποία η ίδια κινείται από το ασυνείδητο…», ή με τα λόγια του Μπρετόν, «Μια αρχή της αέναης μετάλλαξης έχει καταλάβει τόσο τα πράγματα όσο και τις ιδέες, οδηγώντας στην πλήρη απελευθέρωσή τους, αλλά και του ανθρώπου». Απέναντι στο καθεστώς της ταυτότητας της λογικής, «την αθεράπευτη μανία που συνίσταται στην αναγωγή του άγνωστου στο γνωστό, στο ταξινομήσιμο», ο υπερρεαλισμός αντιτάσσει τη βασιλεία του άλλου: τις πολλαπλές μεταμορφώσεις των αντικειμένων στην ποίηση, την τρέλα και την αυτόματη γραφή, όπου τα αντικείμενα υφίστανται «την απόλυτη δύναμη της αντίφασης» που ο Χέγκελ απέδιδε στις ιδέες» (Braugh 2003, σελ. 56-57).
Στο ίδιο μοτίβο, όπου πράγματα μεταμορφώνονται και μετασχηματίζονται τοποθετημένα σε άλλες θέσεις, η Πολίτου-Βερβέρη γράφει το ποίημα Κατοικίδιο δάσος (σελ. 17) «Μέσα στο σπίτι είχαμε ένα δάσος / με ολοζώντανα πουλιά. / Όταν γυρίζαμε από το σχολείο, / τα υπόλοιπα παιδιά πάσχιζαν να δουν / από την εξώπορτα προς τα μέσα. / Σε κανέναν δεν είχαμε μιλήσει / για το κατοικίδιό μας δάσος. / Μια μέρα που έβρεξε στο δάσος μας, / το σπίτι πρασίνισε σαν πέτρα / γεμάτη βρύα και λειχήνες / κι εμείς γλιστρούσαμε παντού. / Τα καλοκαίρια φοβόμασταν μην πιάσει φωτιά. / Τις δροσερές εποχές χορταίναμε μούρα. / Τον χειμώνα παίζαμε με τους λύκους στο χιόνι / και την άνοιξη με τις αρκούδες στα ποτάμια.
Όπως και το ποίημα Porz Goret (σελ. 43), «Ο Porz Goret είναι νησί. / Όταν θέλει να μελαγχολήσει, / με έξι υφέσεις στο τσεπάκι του / προκαλεί τα κύματα. / Ο Porz Goret είναι πόρτα. Προστατεύει από το κρύο, στους ερειπιώνες των στρατοπέδων, / τα εγκαταλελειμμένα βρέφη που αναπαύονται. / Ο Porz Goret είναι μουσικός. / Κοιτάει το άπειρο, κοιτάει και τον ήλιο -κατά τη διάρκεια της πάλης των τάξεων- / με σκισμένα τα δάχτυλά του στις χορδές. / Ο Porz Goret είναι ένα βρέφος. / Πέθανε 117 χρόνων, / μέχρι τότε είχε ξεχάσει / πως οι άνθρωποι πεθαίνουν.
Στην τέχνη, το ελεύθερο παιχνίδι της φαντασίας δεν αποτελεί ούτε κατάληξη και ιδιωτική διαφυγή από την πραγματικότητα, όπως στη νεύρωση, ούτε ενύπνια υπεκφυγή δια ιδιωτικών συμβόλων, όπως στο όνειρο, αλλά την αφετηρία για μια επιστροφή στην πραγματικότητα (Τάκης 2008, σελ. 63). Σύμφωνα με τον Μπένγιαμιν, στη σχέση φαντασίας και σκέψης, η φαντασία δεν προσφέρει απλώς το υπόστρωμα στο οποίο εκτελείται η επεξεργασία των μετασχηματισμών στο χώρο των εννοιών αλλά λειτουργεί η ίδια ως καταλύτης σε μια διαδικασία όπου το λογικό-εννοιακό στοιχείο εμπλουτίζεται προκειμένου να προσεγγίζει επαρκέστερα τα πράγματα χωρίς ωστόσο να απορροφά το φαντασιακό απόθεμα εγκλωβίζοντας το σε ολοένα επαρκέστερες εννοιακές κατασκευές (Καρύδας και Σταυρίδης 2004, σελ. 153).
Ο αυλός ανακαλύπτεται ως αποτέλεσμα των άγριων γλωσσών. Γράφει η Πολίτου-Βερβέρη στο ποίημα «Οι πρώτες ανακαλύψεις» (σελ. 41), «Γλείφουν τα κόκαλα, / με τις άγριες γλώσσες τους τα λιμάρουν, / τα τροχίζουν, τα καθαρίζουν από τις σάρκες, / ενώ χορταίνουν κάπως τις κοιλιές τους. / Με τους αιχμηρούς κυνόδοντές τους τα τρυπούν / σε ίσες αποστάσεις. / Το μεδούλι που ξεπετάγεται μυρίζει πτώμα / μα δεν τους ενοχλεί, το ρουφούν με βουλιμία. / Λίγο μετά, ξεπλένουν τα τρυπημένα κόκαλα
στα νερά τα τρεχούμενα. / Τέλος, σηκώνουν τα κόκαλα ψηλά, / να τα κάψει ο ήλιος.
Και κάπως έτσι γεννήθηκε ο αυλός, / όχι ο μαγικός, ο άλλος.
Η αντίθεση δεν συμβαίνει εν κενώ, αντιθέτως έχει τόπο, φέρνοντας κοντά το υπερβατικό με το πραγματικό. Γράφει η Ποιλίτου-Βερβέρη «Δεν γίνεται να υπάρξουμε μαζί / δυο φορές στο ίδιο μέρος» (Περιπλεκόμενο, σελ. 55) και αλλού «Τα ίδια λουλούδια ευωδιάζουν το ίδιο / σαν βρίσκονται σε διαφορετικό μήκος και πλάτος της γης / ή αλλάζουν γλώσσα, όπως αλλάζουν χώμα και νερό / και νέες οσμές ξαφνιάζουν τον οσφρητικό υποδοχέα;» (Μένουν ίδια τα λουλούδια, σελ. 54). Ενίοτε η αντίθεση έχει και χρόνο, όπως στο ποίημα «Η πόρτα» (σελ. 74) «Κι όλα αυτά που δεν σου είπαν / και συμβαίνουν μια μέρα / με μια λόγχη τα σκίζεις / και φωτίζει η μέρα. / Της αγάπης φτερούγες / οι δυο σκέψεις για σένα / μου θυμίζουν ταξίδια / όλους μας και κανέναν».
Κι άλλοτε η αντίθεση έχει και χώρο και χρόνο, όπως στο ποίημα «Έχουμε καλεσμένους» (σελ. 92) «Ψυχοσάββατο έρχεται. Με πανσέληνο. / Κι αν δεν είναι η πίστη, είναι η ανάμνηση. / Κι αν δεν είναι η ανάμνηση, είναι η παραμυθία. / Κι αν δεν είναι η παραμυθία, είναι η θεοφαγία. / Τους τρώμε τους νεκρούς μας, / εμμονικοί με την παρουσία τους, / απαρηγόρητοι με την απουσία τους, / τους θεοποιούμε όσο αντέχουμε. / Σύμβολο μεσολάβησης του εδώ και του εκεί / το ζυμωμένο αλεύρι. / Στρογγυλό ψωμί στο στόμα, / στρογγυλό νόμισμα στα μάτια, / στρογγυλό στεφάνι στο κεφάλι. / Ο κύκλος της ζωής μυριάδες άλλοι κύκλοι. / Νεκρούς δεν παραδέχτηκα ποτέ / πως είχαμε στο σπίτι. / Καιρό τώρα, τους στρώνουμε δίπλα μας / στο τραπέζι και στο κρεβάτι μας / κάθε που πάμε να πλαγιάσουμε. / Μα, βλέποντας στον φούρνο / όλα αυτά τα πρόσφορα, παραγγελίες ήταν, / σκέφτηκα πως εύκολα δεν ξεχνιούνται, / ούτε πεθαίνουν πραγματικά. / Και πήρα ένα ζεστό ψωμί, / το έφερα σπίτι και το κοιτώ. / Έχουμε καλεσμένους».
Στο έδαφος της επιθυμίας για επανεπινόηση και επανανοημαοδότηση του κόσμου εμφανίζεται η περίφημη φράση του Αντόνιο Γκράμσι «αισιοδοξία της βούλησης και απαισιοδοξία της γνώσης», η οποία κατά τη γνώμη μου περιγράφει περίφημα την ιστορία του υπερρεαλισμού. Γράφει η Πολίτου-Βερβέρη «Ξέρεις, ζούμε με την απογοήτευση για την ανημποριά / αυτού του κόσμου / και με τον θρίαμβο ότι μπορούμε και επιβιώνουμε σε / κάποιον άλλον» (Καλαφάτισμα, σελ. 14) και στο ποίημα Εξαπάτηση (σελ. 30) καταλήγει με την εξής στροφή: «Ανάμεσα στην πραγματική ζωή των Μεδίκων και στην πραγ- / ματική ζωή του κόσμου τούτου, η ομορφιά θα μαστορεύει / πάντα και θα εξαπατά τις εξουσίες.
Αναφορές
Baugh, B., French Hegel: from Surrealism to Postmodernism. Routledge, London 2003.
Dunayevskaya, R. 1981. Philosophy and Revolution. Atlantic Highlands, NJ: Humanities Press.
Lukacs, G. 1971. History and Class Consciousness. Translated by R. Livingstone. Cambridge: Massachusetts Institute of Technology Press.
Mao, T. 1968. Four Essays on Philosophy. Peking: Foreign Languages Press.
Meikle, S. 1985. Essentialism in the Thought of Karl Marx. London: Open Court.
Καρύδας, Δ., Σταυρίδης, Σ. 2004, «Εικόνες οδοδείκτες της ιστορίας» στο W. Benjamin, Μονόδρομος, Αθήνα: Άγρα
Τάκης A. X., Για την ελευθερία της τέχνης, Δοκίμιο πολιτικής και συνταγματικής θεωρίας, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2008.