ΣΕ ΠΟΙΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΔΙΔΑΣΚΕΤΑΙ ΚΑΙ ΣΕ ΠΟΙΟ ΔΙΔΑΣΚΕΙ Η ΠΟΙΗΣΗ
Ο τίτλος της παρέμβασής μου με την ταυτόχρονη ενεργητική και παθητική διάθεση του ρήματος «διδάσκω» είναι το ομολογώ λιγάκι παιγνιώδης, προφανώς σκόπιμα, όχι μόνο για να αποτυπώσει την βαθιά δυιστική και ειρωνική φύση του ποιητικού φαινομένου, αλλά και για να υπογραμμίσει το άστοχο της συνθήκης πως το φαινόμενο αυτό αποκαλείται «αντικείμενο» διδασκαλίας σε όλες τις βαθμίδες της βασικής υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Το γεγονός πως σε αυτόν ακριβώς τον τίτλο της παρέμβασης, η λέξη Ποίηση είναι Υποκείμενο και όχι αντικείμενο των ρημάτων δεν είναι τυχαίο.
Αντιλαμβάνομαι την Ποίηση ως φορέα ενέργειας, ως φαινόμενο ζωογόνο και αναπλαστικό, ως Γλώσσα που αποδρά της συμβατικότητάς της, δημιουργώντας δικούς της νόμους φτιαγμένους για να παραβιάζονται. Ένα παίγνιο υποχρεωτικής ελευθερίας ως προς την μορφή του και ελεύθερης υποχρεωτικότητας ως προς το περιεχόμενό του[1], στο οποίο οι συμμετέχοντες –αναγνώστες/ριες και ποιητές/τριες-, είτε εισέρχονται υποψιασμένοι είτε ανυποψίαστοι, εξέρχονται αναβαπτισμένοι.
Ποια η σχέση λοιπόν του πανάρχαιου αυτού γλωσσικού, πολιτιστικού και πανανθρώπινου φαινομένου με την κρατικώς θεσπισμένη δημόσια υποχρεωτική εκπαίδευση; Θα την χαρακτήριζα μια σχέση αμηχανίας.
Καθώς τα δυτικά εκπαιδευτικά συστήματα έχουν υιοθετήσει την εργαλειοποίηση της εκπαίδευσης ως παρακλάδι της οικονομικής διαδικασίας, θέτουν ως κύριο στόχο την αντικειμενικοποίηση της παρεχόμενης γνώσης, ώστε οι ανήλικοι καταναλωτές να μπορούν όσο το δυνατόν πιο τυποποιημένα και τεχνοκρατικά να αξιολογούνται/κατηγοριοποιούνται και εν τέλει να καθοδηγούνται προς την κατάκτηση των συγκεκριμένων εξειδικευμένων δεξιοτήτων που απαιτεί η χαοτική και περιλάλητη ελεύθερη αγορά. Κάπου λοιπόν ανάμεσα στα οχτάωρα και δεκάωρα των δημόσιων και ιδιωτικών μαθησιακών θρανίων ο έφηβος/η θα βρεθούν μπροστά σε κάποιο ποίημα του Χιόνη ή του Σαχτούρη, του Σολωμού ή της Ρουκ. Τότε λοιπόν το δημόσιο ή ιδιωτικό εκπαιδευτήριο σπεύδει, μιλώντας με τον πλέον στείρο τρόπο για λογοτεχνικά ρεύματα και κειμενικούς δείκτες, να απομαγεύσει την όποια ενδεχόμενη διαδικασία μέθεξης ανάμεσα στον ποιητικό στίχο και το μαθητικό βλέμμα και να καταστήσει-υποβιβάσει το κείμενο σε αντικείμενο μιας πιθανής εξέτασης –αίσθηση που γιγαντώθηκε με την (απαράδεκτη κατά τη γνώμη μου) τράπεζα θεμάτων . Η όποια απόπειρα των τελευταίων ετών να μετατοπιστεί η ανάγνωση ποιητικών κειμένων σε πιο βιωματικές οπτικές είναι άστοχες, εφόσον το στυγνό εξεταστικοκεντρικό σύστημα αξιολόγησης απαιτεί την ύπαρξη συγκεκριμένου μπούσουλα για το τι θα θεωρηθεί ορθό και τι λάθος.
Πάμε λοιπόν στον πυρήνα της παρέμβασής μου.
Εφόσον εννοήσουμε την διδασκαλία ως μια άνωθεν επιβαλλόμενη και βαθμολογικώς αξιολογούμενη διαδικασία διδαχής η οποία εμπεριέχει και τον διδακτισμό, τότε η Ποίηση όπως πιο πάνω επιχείρησα να την περιγράψω, ούτε διδάσκεται ούτε διδάσκει. Σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για το από αιθέρα καμωμένο είδωλό της, ωσάν μια ευριπίδεια Ελένη της Τροίας, για την οποία σκοτώνονται φιλόλογοι και μαθητές αντιμετωπίζοντάς την ως βαθμολογικό θήραμα. Μια λαθεμένη απάντηση για κάποιο σχήμα λόγου ή για κάποιο είδος ομοιοκαταληξίας αρκεί να τραυματίσει τον πολεμιστή μαθητή/τρια στην μάχη για τον καλύτερο βαθμό. Δυστυχώς η σημερινή εκπαιδευτική καθεστηκυία τάξη αποτελεί ένα τέτοιο πεδίο πολέμου, ένα Σκάμανδρο ή μια τρωαδίτικη τειχοποιία όπου συνθλίβονται επίδοξοι λαφυραγωγοί. Όλα τούτα η Ποίηση τα αγνοεί, αμέτοχη και εντελώς μόνη στην Αίγυπτο της εξορίας στην οποία ο δόλος των θεών –των ανθρώπινων συστημάτων- την έριξαν. Βρίζουν και καταριούνται το όνομά της όσοι αναγκάζονται να αποστηθίζουν σχολές και βιογραφίες, μα η Ποίηση δεν έφταιξε πουθενά. Πουθενά εκτός από ο ίδιο το γεγονός της απαράμιλλης Ομορφιάς της. Κι όμως αν κάτι την σώζει –σε μεμονωμένη κλίμακα- είναι ακριβώς αυτό.
Εφόσον εννοήσουμε την διδασκαλία ως μια μεταλαμπάδευση του Κάλλους, της Ομορφιάς τότε ναι, μπορούμε να υποστηρίξουμε πως η Ποίηση και διδάσκεται και διδάσκει ακόμα κι σε αυτό το εχθρικό προς αυτήν σχολείο. Όταν από δεκάδες –εύχομαι εκατοντάδες- δασκάλων η σχολική τάξη μετατρέπεται σε ορχήστρα και σκηνή, όπου ο Ποιητικός Λόγος διδάσκεται προς τα τοποθετημένα σε κάποιο αόρατο κοίλον θρανία. Όταν οι λέξεις των ποιημάτων ακούγονται σαν ανάσες και κραυγές και ψίθυροι και ευχές αληθινών με σάρκα και οστά ανθρώπων που κάποτε πάλεψαν με το φάσμα της λευκής σελίδας γιατί δεν μπορούσαν να ζήσουν αλλιώς. Αυτό, ναι είναι κάτι που τα παιδιά νιώθω πως αν δεν το καταλαβαίνουν, σίγουρα το σέβονται. Η Ποίηση διδάσκεται και διδάσκει σε ένα σχολείο όπου τα έργα συμβαδίζουν με τον λόγο, εκεί όπου ο παραμορφωτικός μανδύας του ελιτισμού ξεφτίζει μπροστά για παράδειγμα στην ανώνυμη δύναμη η οποία, πίνοντας κρασί ή κάτω από το φως ενός λύχνου πάνω από την κούνια κάποιου μωρού ή τα κλειστά μάτια ενός νεκρού, έφτιαξε τα δημοτικά τραγούδια.
Στις παρούσες συνθήκες, η Ποίηση διδάσκεται και διδάσκει στο σχολείο, όπως ακριβώς μια αλλοπαρμένη μειοψηφία διεξάγει ανταρτοπόλεμο σε εχθρικό έδαφος.
Κλείνοντας με ένα πιο προσωπικό τόνο: η ποιητική μου ιδιότητα με έχει πολλές φορές προστατέψει από το να διεκπεραιώνω το χρέος ενός αναπληρωτή ΠΕ02 όταν καλείται να κάνει το μάθημα της Λογοτεχνίας. Και σε αυτό ο μοναδικός μου συμπαραστάτης είναι τα παιδιά του tik tok, (τα οποία ειρήσθω εν παρόδω δυσκολεύονται αφάνταστα να συγκεντρώσουν το μάτι τους στην γραμμένη σελίδα καθώς οι οθόνες το έχουν εξασκήσει σε ταχύτατες εναλλαγές χρωμάτων και φωτεινότητας). Κι όμως αυτά τα παιδιά που περισσότερο ακούν παρά βλέπουν το ποίημα, πολλές φορές κερδίζονται από την Ποίηση –αυτή ξέρει, άλλωστε ως προφορική εμπειρία ξεκίνησε. Όταν για παράδειγμα σε τμήμα της Α Γυμνασίου τα παιδιά μου ζωγράφισαν στο τετράδιό τους τα φαναράκια των κρίνων που φωτίζουν τον ύπνο της κόρης του Γιάννη Ρίτσου, όταν τα παιδιά της Β Λυκείου ανοίγουν μια τριαντάλεπτη συζήτηση για τους στίχους «στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.» και « μας διώχνουνε τα πράγματα» του Καρυωτάκη νιώθω πως το χτύπημα του κουδουνιού μας βρίσκει λιγάκι αλλαγμένους προς τον πιο ανθρώπινο εαυτό μας. Πάντως εμένα σίγουρα.
Το κείμενο διαβάστηκε μετά από πρόσκληση του Εργαστηρίου Γλώσσας, Γλωσσικής διδασκαλίας και Πολιτισμού του Παιδαγωγικού τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων σε εκδήλωση για την Ημέρα Ποίησης.
[1] Υποχρεωτική ελευθερία της μορφής: Η μορφή είναι συγκεκριμένη και περιοριστική, αλλά τα κίνητρά της και ο τρόπος που υπηρετεί το περιεχόμενο αποτελούν αντικείμενο ελεύθερου σχολιασμού.
Ελεύθερη υποχρεωτικότητα του περιεχομένου: Η ελευθερία στην εντύπωση των εικόνων και των νοημάτων του ποιήματος δεν σημαίνει ασυδοσία. Οφείλουμε στο περιεχόμενο την υποχρέωση να μην αυθαιρετούμε στην όποια απόπειρα νοηματοδότησης.