Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, οι εκδόσεις Θράκα συμμετείχαν στη Διεθνή Έκθεσή Βιβλίου Θεσσαλονίκης με αναγνώσεις ποίησης, με παρουσία των συγγραφέων για υπογραφές βιβλίων αλλά και με το καθιερωμένο μας πια  σταντ στο περίπτερο 13, 142.

Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους εσάς που ήρθατε και τιμήσατε τους ποιητές μας και εμάς στηρίζοντάς τις εκδόσεις και τις εκδηλώσεις μας.

Ακολουθεί σε αλφαβητική σειρά η λίστα με τα ευπώλητα βιβλία των εκδόσεων Θράκα στην φετινή Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης:

  1. Η καλοσύνη διαχωρίζει τη μέρα από τη νύχτα, Marija Dejanović

    Στο βιβλίο της Η καλοσύνη διαχωρίζει τη μέρα από τη νύχτα η Marija Dejanović “παρατηρεί τον εαυτό της από απόσταση μέχρι να τον αναγνωρίσει”. Αυτή η συλλογή συντίθεται από θαυμάσιους λυρικούς στίχους οι οποίοι εξερευνούν την ιδέα του αιώνιου ξένου: του εαυτού. Όπως μία έντονα διορατική μάρτυρας με πάθος για αναστοχασμό, οι ιδέες της Dejanović ξεδιπλώνονται και ανθίζουν απ’ άκρη σ’ άκρη ως μνήμη και ιστορία, αναδύονται στο παρόν και το μεταπλάθουν, προκειμένου να ξυπνήσουν τους αναγνώστες από τον βαθύ ύπνο της αυταπόδεικτης ευτυχίας και φέρνοντας στο φως, μέσω της κρυστάλλινης εικονοποιίας της, τις ευεργετικές αλήθειες που ενέχουν οι σκληρές πραγματικότητες.

    Sandorf Passage

  2. Αυτά που φαίνονται στο φως μου μοιάζουν οικεία – Γεωργία Διάκου

    «Τα κείμενα της συλλογής είναι είτε ποιήματα, είτε πεζόμορφα ποιήματα, είτε πεζά με έντονα μεταφορικό λόγο και ποιητικές εκφράσεις (αυτά αποτελούν κυρίως το δεύτερο μέρος). Τα ποιήματά της πολλές φορές τα χωρίζει με μπάρες και όχι με στίχους, τέχνασμα που κάνει το λόγο της πιο καταιγιστικό (…) Πρώτες ύλες της, πρωτίστως η οικογένειά της, η αδελφή, ο πατέρας και η μητέρα της. Στη συνέχεια οποιαδήποτε αντικείμενα την περιστοιχίζουν, καθώς φαίνεται να ζει σε αστικό τοπίο, και τελικά το θέατρο και η λογοτεχνία. Πολύ πλούσιος ο διαθλασμένος κόσμος της, που διαχέεται μέσα στις λίγες σελίδες της συλλογής. Δεν είναι περικοκλάδα λέξεων, αλλά εναύσματα πιθανών ερμηνειών, που διαβάζονται με πολύ μεγάλη ελευθερία (…) Επιλογικά, η Γεωργία Διάκου είναι μια αξιόλογη νεανική φωνή, με ιδιαίτερο προσωπικό ύφος και πρέπει να προσεχτεί».

    Γρηγόρης Τεχλεμετζής

  3. Γνωρίζω αυτές που πλέκουν στη μέση της θάλασσας – τρία έπσιλον (Ευσταθία Π.)

  4. Μόνο κανέναν μη μου φέρεις στο σπίτι – Νικόλας Κουτσοδόντης

    «Eνιωσα πως, παρ’ όλ’ αυτά, κατά μία ειρωνεία της γραφής, ο ίδιος αναμετράται με μεγαλύτερη μανία με τις αλλοτριωτικές συνέπειες της καπιταλιστικής επισφάλειας που ζούμε, όταν γίνεται βαθιά προσωπικός, τη στιγμή που ο έρωτας μας δεν έχει «μήτε των αυτοκινήτων τα φτερά», όταν «δεν λέει να φτάσει το άγγιγμα μήτε / στον προαύλιο χώρο του τυχαίου», τότε είναι που τίθεται στο στόχαστρο η απομόνωση, η περιθωριοποίηση, οι πλαστικές ταυτότητες και οι ταξικές διαιρέσεις ενός συστήματος καταλήστευσης υπεραξίας που θέλει τον άνθρωπο αποξενωμένο και εύκολα καταναλώσιμο ως εμπόρευμα.
    Και είναι εκεί που τα ποιήματα του Κουτσοδόντη δεν σιωπούν, δεν αποδέχονται, αλλά φαντάζονται, φαντάζονται να σου «μαθαίνουν γεύση» να σου φιλούν «τις σάλτσες απ’ τα χείλη», να σε σκεπάζουνε να μην κρυώνεις, και σε φιλούν και σε σκεπάζουν καλύπτοντας δέρμα-δέρμα το κενό, έστω και με φωνή μπλαβιά. Γιατί η ποίηση του Κουτσοδόντη σωματοποιείται διαρκώς με επίκεντρο την επιθυμία, και έτσι αγωνίζεται: «και από τους πόρους της γροθιάς μου / βγαίνουν συνθήματα σοσιαλιστικά». Ταυτόχρονα συγκεκριμενοποιείται διαρκώς σε σχέση πάντα με το άλλο, μέσα από τόπους γνώριμους και πρόσωπα που μοιάζουν με απτά, καταφέρνοντας με έναν κλεισμένο στην παλάμη λυρισμό και έναν ρυθμό ανεπαίσθητο –μα υπαρκτό– να μένει δυϊκή, ακόμη και όταν στέκει μόνη. Και πάλι αγωνίζεται.“

    Άκης Παραφέλας

  5. Ανοιχτά φωνήεντα και δαγκωμένα σύμφωνα – Ιωάννα Λιούτσια

    “Τι ανοίγει και τι δαγκώνεται στην ποιητική της Ιωάννας Λιούτσια; Μα η ίδια η ποιητική ως ανθρώπινη κατάσταση, όπως αλληλοπλέκεται με τον έρωτα και το τραυματικό καθημερινό . Στην επίπονη πορεία της η ποιήτρια “χαράσσει και χαράσσεται” διαρκώς, βυθιζόμενη στον άξενο ενήλικο κόσμο. Η αναρώτηση για την ποιητική δημιουργία εναλλάσσεται και ενυπάρχει ταυτόχρονα μέσα σε ώριμες παρατηρήσεις της κατάστασης της συνύπαρξης, συχνότερα ερωτικής. Γράφει για τους ανθρώπους που “τα πεφταστέρια/ είχαν γεμίσει τις παλάμες τους πληγές./ Πάλευαν, βλέπετε, να εκπληρώσουν τις ευχές τους” και μας χαρίζει επιπλέον μερικά καίρια σημεία συνειδητότητας του αντιφατικού μέσα στις σύγχρονες ερωτικές σχέσεις: “Εγώ σκέφτομαι μοναχά το στόμα σου/ που έχω και δεν θέλω τα φιλιά του/ που θέλω και δεν έχω τα φιλιά του” . Αυτό που μας διώχνει, μας αποξενώνει, μας απομονώνει από τον άνθρωπο μας, η κατάσταση που θες να είσαι μόνη και ταυτόχρονα νιώθεις επιτακτικό να έχεις τον άνθρωπο σου δίπλα σου. Το βιβλίο της Λιούτσια είναι η έκφραση μιας ποίησης ενός σύγχρονου νεαρού ανθρώπου σε έναν κόσμο χωρίς ελπίδες, φτωχοποιημένο, στενό συναισθηματικά, όπου οι ποιητές είναι περιπλανόμενα κενά, ηττημένοι, κι όμως πάλι επευφημώντας την πολεμική του έρωτα εκτοξεύουν την τέχνη”.

    Νικόλας Κουτσοδόντης

  6.  ΓΙΟΥΝΙΚ – Βασίλης Μόσχος

    Το «Γιούνικ» του Βασίλη Μόσχου είναι μια ωμά τρυφερή ποιητική συλλογή, τέτοια που μια/ένας Millennial μπορεί να νιώσει βαθιά στο πετσί του. Η Θεσσαλονίκη αποτελεί την ψυχή της ποιητικής του Μόσχου και είναι ο τόπος και ο χώρος να ξεδιπλώσει το ποιητικό υποκείμενο την πηγαία τρυφερότητα του για τις γυναίκες/θηλυκότητες, την οργή και την αγωνία του για το αδιέξοδο της γενιάς του, την ταξική του συνείδηση και την αφόρητη ανάγκη για όνειρο. Νιώθοντας την περιρρέουσα ατμόσφαιρα βίας τολμά να προτάσσει μια ανθρωπιά πηγαία. Παρότι ο εαυτός υφίσταται το αδιάκοπο πάτημα των νεκρών ζώών στην εθνική οδό από τα διερχόμενα αμάξια μέσα στο άστυ, επιμένει με αγάπη και φροντίδα να κρατά στα χέρια την ίδια τη Θεσσαλονίκη σαν ανυπεράσπιστο γατάκι και προσμένει, απαιτεί να ζήσει λίγο ακόμα. Με την άμεσα ρεαλιστική του στιχουργική, επικοινωνεί με την μπητ ποίηση τόσο στην ελληνική της εκδοχή (Θωμάς Γκόρπας, Κατερίνα Γώγου), όσο και στην αμερικανική (Γκρέγκορι Κόρσο, Άλεν Γκίνσμπεργκ) για να φτάσει στον βρώμικο ρεαλισμό του Μπουκόφσκι. Εκεί, προσπαθώντας, στο εξαίσιο ποίημα «Όχι άλλη ερωτική ποίηση», να χτυπήσει την συνθήκη των vanilla ερωτικών ποιημάτων, δίνει με ανυποχώρητη, θαρραλέα ειλικρίνεια το σχεδόν κανιβαλικό της ετεροφυλόφιλης σεξουαλικής ένωσης, με τα χτυπήματα, τη βιαιότητα της διείσδυσης, τα σωματικά υγρά και την απλυσιά. Το ποιητικό υποκείμενο γνωρίζει και συντάσσεται με το σύγχρονο πρόταγμα του φεμινισμού, αναγνωρίζει την έλλειψη ορίων και τον ενδεχόμενο κίνδυνο των γυναικοκτονιών σε άλλες περιπτώσεις, την ώρα που αποδίδει σοφά ευθύνες στην παθητική, ηδονοβλεπτική κοινωνία που ακούει και αναπαριστά φαντασιακά τις σεξουαλικές κραυγές. Και όλα αυτά με την στεντόρια αρρενωπή του φωνή. Ομοίως συντάσσεται ανυποχώρητα και με την εργατική τάξη, την τιμά, της αποδίδει την αλήθεια της, αυτή των σερβιτόρων με την αφραγκιά, τα ταχυφαγεία, την καταπόνηση του σώματος και τα προβλήματα υγείας, την δουλειά ήλιο με ήλιο και το μίσος για τα αφεντικά. Και υποκλίνεται σε αυτά τα παιδιά. Τελικά, στην εξαιρετική και σημαντική αυτή συλλογή, το ποιητικό υποκείμενο τολμά να μιλήσει με όλο το ανθρώπινο του κύρος για τον κόσμο λέγοντας στην καθεμιά και τον καθένα μας πως ο κόσμος “περιμένει να σε πιει σε διψασμένο όνειρο”. Ένα σπουδαίο βιβλίο.»

    Νικόλας Κουτσοδόντης

  7.  Ντελάλης – Βαγγέλης Μπριάνας

    «Η ποίηση του Βαγγέλη Μπριάνα έχει βαθιά εντοπιότητα- το νοτισμένο χώμα της Θεσσαλίας. Εδώ η γυμνότητα της πέτρας, του κρύου, οι πατρογονικές γεωργικές εργασίες αφήνουν την ισχυρή αίσθηση του απλού υλικού, με όλο του το σχήμα και τη θερμοκρασία του, όπως τη στιγμή που λούζεις τα χέρια σου με ζεστό γάλα που μόλις αρμέχτηκε ή κάνεις τα δάχτυλα σου τσουγκράνα στο έδαφος να νιώσεις την αντίσταση του και όλο το καφέ και το πράσινο που σου παραχώνει στα νύχια. Ο «Ντελάλης» είναι αδερφό βιβλίο των «Ορεινών» του Χρήστου Κολτσίδα, οπότε το τοπίο, σε όλη την υπαρξιακή του ενότητα, αγκαλιάζει το ανθρώπινο και τον εκάστοτε αναγνώστη με διακριτική δύναμη. Κι έτσι, παρόμοια με εμάς σαστισμένους μπροστά σε έναν μεγάλο κάμπο, το βιβλίο μας ψιθυρίζει τα ύψη των βουνών, τους πόνους της ιτιάς, τις ιστορίες της καρυδιάς και μας αφήνει στην δύσκολη προσπάθεια να νιώσουμε την μακρινή φύση και να ξαναγίνουμε ένα μαζί της».

    Νικόλας Κουτσοδόντης

  8.  Το βιβλίο των χεριών – Αντώνης Μπαλασόπουλος


    «Το χέρι μιλά, ακόμα και χωρίς στόμα. Μιλά διαρκώς. Και λέει ιστορίες. Λέει όλη την ιστορία του ανθρώπου. Γιατί η ιστορία του ανθρώπου είναι ιστορία των χεριών του και του τι έμαθαν να κάνουν. Οι κινήσεις τους είναι μνήμες του είδους, αποθηκευμένες στους τένοντες, στα νεύρα, στις φάλαγγες. Γι’ αυτό, τα χέρια γεννιούνται ήδη γερασμένα, με τρεις βασικές ρυτίδες χαραγμένες στις παλάμες τους. Είναι πιο αρχαία απ’ αυτόν ή αυτή που τα φέρει: θυμούνται ήδη την καταγωγή του είδους σε μια πλαστική ικανότητα που απαντάται μόνο στους άμεσους προγόνους και συγγενείς του, στα Πρωτεύοντα θηλαστικά.

    Και το χέρι γράφει, όχι μόνο γιατί συσσωρεύει μια μνήμη πέρα απ’ τον εαυτό, αλλά και γιατί είναι το ίδιο γραμμένο, με γραμμές της ζωής, με όρη, με γεωγραφίες ατομικές και μ’ άγνωστα πεπρωμένα, με τη σφραγίδα του μοναδικού στο δακτυλικό αποτύπωμα.

    Το χέρι οριοθετεί το ανθρώπινο. Με επισφάλεια, γιατί το χέρι οριοθετεί επίσης και το μη ανθρώπινο, και το απάνθρωπο, που είναι βέβαια μια δυνατότητα του ανθρώπου.

    Το Βιβλίο των χεριών είναι το βιβλίο του ανθρώπου, του ανθρώπου που τον φτιάχνουν τα χέρια του, του ανθρώπου που γλιστρά μέσα απ’ τα χέρια του τα ίδια. Μπορεί αυτά που έγραψαν εδώ ανθρώπινα χέρια να ψηλαφίζουν την κλειστή πύλη του ανθρώπου, ψάχνοντας ένα πέρασμα. Μπορεί και να τον αποχαιρετούν, οικεία και αδέκαστα, όπως του πρέπει.»

  9.  Δεύτερη νεότητα – Τώνια Τζιρίτα Ζαχαράτου

    “Αν τα πρόσωπα δεν το καταφέρνουν, τα ποιήματα βρίσκουν τρόπους να επικοινωνούν μεταξύ τους. […] Καθώς εξετάζω τις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στα ποιήματα και σκέφτομαι τα θέματά τους, συμπεραίνω πως περιστρέφονται, και καταλήγω να περιστρέφομαι και εγώ, γύρω από τέσσερις άξονες: τον χρόνο, το ταξίδι, τον λόγο και το σώμα.
    Μπορεί το ταξίδι να διαρκεί «μόνο μερικά λεπτά», αν αφεθούμε όμως καταφέρνουμε να περάσουμε από ιαπωνικά εστιατόρια, την Καπέλα Σιξτίνα, μια πόλη κόκκινη, το Παρίσι («ένας σωρός από τυρί και κουλτούρα»). Να ακούσουμε τον Ιρανό ποιητή να τραγουδάει τον έρωτα. Να δούμε γάτες να «κοιμούνται στις γωνιές τους», «τσολιάδες να φτύνουν/ κουκούτσια ελιάς», τον Σεφέρη «με το αγαλμάτινο κεφάλι παραμάσχαλα». Το ταξίδι είναι κυριολεκτικό και μεταφορικό· πραγματικό και ποιητικό· χωρικό και χρονικό· συμβολικό και αλληγορικό.
    […]
    Η ανάγνωση της συλλογής μάς βγάζει σε μια γιορτή που δεν τελείται τώρα, την ώρα που διαβάζουμε, αλλά σε χρόνο περασμένο, πλην όμως κοντινό: χθες. «Ήταν τα γενέθλια της δεύτερης νεότητας» χθες.”

    Γιώτα Τεμπρίδου

  10.  Μακάρι να το είχα κάνει νωρίτερα – Νόα Τίνσελ (Βάγια Κάλφα]

    «Η συλλογή “Μακάρι να το είχα κάνει νωρίτερα” είναι ένα ποιητικό βιβλίο που μιλά για το πέρασμα ενός λυρικού υποκειμένου στην ελευθερία, από τη ζωή ως “Η μόνη αλλοίθωρη σε όλο το σχολείο”, δια μέσου της απόρριψης της ανάγκης για κοινωνική αποδοχή (“Το να αρέσεις/ Συχνά είναι προσβολή”), στο αγκάλιασμα της ατομικότητας ως κάτι που ελευθερώνει, αντί να στέκεται εμπόδιο στην ελευθερία. Ελευθερία από το δίπολο των φύλων και τους καταπιεστικούς έμφυλους ρόλους, ελευθερία από τις υποκριτικές κοινωνικές συμβάσεις και τις νόρμες που μετατρέπουν την αγάπη σε έλεγχο και τις σχέσεις σε αγώνες δύναμης. Είναι ένα ειλικρινές, αστείο, στενόχωρο και ενδυναμωτικό βιβλίο, ένας μοναδικός συνδυασμός δύναμης και ευαλωτότητας, σαρκασμού και ειλικρίνειας, σκληρής γλώσσας και τέλεια εκλεπτυσμένου ύφους. Το να γελάς μέχρι δακρύων για το σύστημα που σε κακοποιεί είναι μερικές φορές το μόνο όπλο που σου μένει. Συχνά, συνειδητοποιούμε ότι είναι και το πιο δυνατό. Και το να λέει την αλήθεια για τον εαυτό και την κοινωνία στην οποία ζει είναι η γενναιότερη πράξη που μπορεί να κάνει ένας συγγραφέας. Η γενναιότητα αυτού του βιβλίου βρίσκεται, εν μέρει, στο ότι κρατά τον καθρέφτη απέναντι, δείχνοντας την ασχήμια της κοινωνικά επιβεβλημένης, ψεύτικης κανονικότητας που πηγάζει από τον κομφορμισμό και από τη συλλογική απόρριψη της αυθεντικότητας προκειμένου να μην περιθωριοποιηθούμε. Αλλά, πάνω από όλα, η γενναιότητα του “Μακάρι να το είχα κάνει νωρίτερα” βρίσκεται στο ότι στρέφει τον καθρέφτη προς τα μέσα, σαν μικροσκόπιο, ξεγυμνώνοντας το λυρικό υποκείμενο απέναντι στον εαυτό του και τον αναγνώστη, στο ότι ειναι αναπολογητικά ευάλωτο, παρόν, ανοιχτό και, το πιο σπουδαίο, αληθινό απέναντι στο εαυτό. Δεν είναι ένα βιβλίο γραμμένο για όλους – ένα βιβλίο που χαϊδεύει ευγενικά την επιφάνεια, αποφεύγοντας πληγές και μπερδεμένα κομμάτια – αλλά είναι, ακριβώς γι αυτό, ένα βιβλίο που ολοι πρέπει να διαβάσουν.»