Juana Inés de la Cruz (1648-1695)
(μετάφραση: Κώστας Μαντζάκος)
Σονέτο 165
{Αναλογίζεται τη δύναμη της εικόνας σε έναν έρωτα, που η φαντασία του αρκεί}
Στάσου, της άπιαστης αγάπης μου σκιά
Γλυκειά εικόνα, που με κρατάει μαγεμένη.
Φάντασμα, που τη ζωή μου’ χει κλεμμένη,
απάτη, που κάνεις το θάνατο χαρά.
Αν σαν μαγνήτης την καρδιά μου την τραβάς
με δύναμη, σα να ‘μουνα ατσάλι,
γιατί με κολακεία μ’ ελκύεις πάλι,
αν φεύγοντας μακριά, μετά, μ’ εξαπατάς.
Να μην καυχιέσαι, που με θρίαμβο κρατάς
τη δόλια μου ψυχή τυραννισμένη
κι αν μεσ’ απ’ τ’ άδεια χέρια μου περνάς,
άϋλη μορφή, για μένα πια χαμένη,
άδικα απ’ την αγκαλιά μου ξεγλυστράς,
στη φαντασία μου σ’ έχω φυλακισμένη.
Σονέτο 151
{Υποψιάζεται ότι η ανακούφιση που φέρνει η ελπίδα, είναι τελικά χειρότερο μαρτύριο}
Χρόνιος της ζωής μας , είσ’ ελπίδα, πυρετός
ανάμεσα στο φόβο ή τη χαρά
στο κέντρο δείχνεις , πάντα σταθερά
στο ξελογιασμά μας, συνεργός.
‘Κει ισορροπεί ο δείκτης σου αυτός,
γέρνει μια δεξιά, μι’ αριστερά
μητε γαλήνια, μητε θλιβερά
της ψυχής κρατάς το καθεστώς.
Φονιάς πως είσαι, κάποιοι αμφιβάλλουν,
μα φαίνεται, σαν βλέπεις τις καρδιές
οι φόβοι, που σκορπάς, να περιβάλλουν.
Μήτ’ αληθεύει πως στις άδειες μας ζωές,
χρόνια οι λαχτάρες σου μας δίνουν:
το θάνατό μας παρατείνουν.
Σονέτο 164
{Απαντάει σε αμφιβολίες με τη ρητορική των δακρύων}
Απόψε αργά, καλέ μου, όση ώρα σου μιλούσα,
απ΄τις εκφράσεις και τη στάση σου έβλεπα καθαρά
πως να σε πείσω δε μπορούσα με λόγια μοναχά,
και την καρδιά μου να σου δείξω λαχταρούσα.
Γι αυτό η Αγάπη, που κατάλαβε τι προσπαθούσα,
κατάφερε αυτά που δεν ήταν μπορετά:
κι αποσταγμένη την καρδιά μου έκανε να κυλά
μέσα στο κλάμα που έτρεχε, καθώς πονούσα.
Φτάνει,λοιπόν καλέ μου, να με κρίνεις έτσι αυστηρά,
η τυραννία της ζήλειας σου ας μένει,
η άδικη υποψία την ηρεμία σου να μη χαλά,
οι αβάσιμες σκιές, οι υπαινιγμοί οι κρυμμένοι,
καθώς είδες κι άγγιξες στα δάκρυα μου αυτά
μέσα στα χέρια σου την καρδιά μου ραγισμένη.
Σονέτο 152
{Αποφασίζει να μην εμπιστεύεται την ελπίδα}
Γητειά εσύ πράσινη της ανθρώπινης ζωής,
τρελή ελπίδα, φρενίτιδα επιχρυσωμένη,
όνειρο που οι ξύπνιοι βλέπουν μπερδεμένοι,
μάταια όμως κι όνειρα, και θησαυρούς θα βρεις.
Ψυχή του κόσμου, γήρανση υγιής,
χλόη φανταστική εξαθλιωμένη,
το σήμερα που ο τυχερός θα αναμένει,
το αύριο που εύχονται οι ατυχείς:
Ακολουθήστε τη σκιά σας για να ‘βρετε το φως,
όσοι πράσινα θέλετε να βάζετε γυαλιά
και βλέπετε τον κόσμο όπως σας συμφέρει.
Όσο για μένα, στη μοίρα μου θα φανώ πιο λογικός:
θα΄χω τα μάτια μου στα δάχτυλα μπροστά,
θα βλέπω μοναχά ό,τι κρατάω στο χέρι.
Σονέτο 147
{Αντιπαρατίθεται στην ανθρώπινη ματαιοδοξία, μέσω της εικόνας ενός ρόδου}
Ρόδο θεϊκό, που στην ευγενική σου ανθοφορία
είσαι, με την ευωδιά σου την λεπτή,
της ομορφιάς μάθημα μαβί,
της λάμψης χιονιστή διδασκαλία.
Όμοιο κι εσύ με την ανθρώπινη φιλοδοξία,
παράδειγμα περήφανο που δε διαρκεί,
στο είναι σου η Φύση έσμιξε μαζί
την χαρωπή την κούνια με την λυπητερή κηδεία.
Πόσο αλαζονικά, στο μεγαλείο σου στηριγμένο,
τον κίνδυνο του θανάτου αψηφάς
κι ύστερα πεσμένο κάτω, μαραμένο,
σημάδια εκπνοής χλωμά σκορπάς
κι έτσι μ’ ανόητη ζωή και θάνατο μυαλωμένο,
πεθαίνοντας διδάσκεις, ζώντας εξαπατάς.
Σονέτο 149
{Αναλογίζεται την επιλογή ενός τρόπου ζωής, που διαρκεί μέχρι το τέλος της ζωής, όπως αυτό της καλόγριας}
Αν υπολόγιζε ο κόσμος τη φοβέρα τη θαλασσινή,
κανείς δε θα τολμούσε να μπαρκάρει. Αν είχε μετρήσει
τους κινδύνους της αρένας, θα΄χε καλύτερα υποχωρήσει
παρά τον γενναίο ταύρο τολμηρά να προκαλεί.
Αν ο συνετός καβαλάρης τη φλογερή ορμή,
τ’ άγριου αλόγου, σαν έχει ο αγώνας προχωρήσει,
συλλογιζόταν, δε θα το’χε ποτέ αντιμετωπίσει
με χέρι διακριτικό, που να το ελέγξει προσπαθεί.
Κι αν υπήρχε κάποιος τόσο τολμηρός
που, παρά τον κίνδυνο, να’χει ορκιστεί
τ’ Απόλλωνα να κυβερνήσει, με χέρι
θαρραλέο, το γοργό άρμα, που λούζεται στο φως,
μη σταματώντας διόλου, δε θα’χε εύκολα όμως δεσμευτεί
σε μια ζωή, που καμιά αλλαγή δεν πρόκειται να φέρει.
Σονέτο 146
{Παραπονιέται για την έλλειψη κατανόησης, στην προσπάθεια της να αφιερώσει τη ζωή της στις Μούσες}
Γιατί με καταδιώκεις, κόσμε, τι να θες,
πώς σε προσβάλλω, που μονάχα προσπαθώ
την ομορφιά στις σκέψεις να τοποθετώ
κι όχι την σκέψη μου στις ομορφιές;
Πλούτη και θησαυρούς δεν πόθησα ποτές
κι η μόνη ευτυχία που ξέρω εγώ
είναι να βάζω πλούτη στο μυαλό,
όχι το μυαλό στα πλούτη, στις τιμές.
Την ομορφιά δε στέργω, που όταν χαθεί,
λάφυρο είναι των αιώνων μόνο,
ούτε αγαπώ την ψεύτικη χλιδή,
απ’ τις αλήθειες μου, μία εγώ αξιώνω:
να καταλαβαίνω το μάταιο στη ζωή,
παρά τη ζωή στο μάταιο να καταναλώνω.
Σονέτο 150
{Λυπάται για την αρνητική αντιμετώπιση των συγχρόνων της στη φήμη, που με το ταλέντο της έχει αποκτήσει}
Μοίρα, ήταν το έγκλημα μου τόσο ποταπό,
που για να με τιμωρήσεις η να με βασανίσεις πιο πολύ,
σα να μη φτάνει το μαρτύριο που στο μυαλό έχει καρφωθεί,
μου ψιθυρίζεις πως ακόμα κι αυτό δεν είναι αρκετό;
Είναι το φέρσιμο σου απέναντι μου τόσο αυστηρό,
που έχω πειστεί για την πρόθεση σου την κακή,
μου έδωσες αντίληψη μόνο για την αιτία αυτή:
τον πόνο μου να κάνεις πολύ πιο δυνατό.
Μου ‘φερες δόξα, που προσβολές με’χει χρεώσει,
μ’ έκανες ν’ ανέβω, για να πέσω μετά πιο χαμηλά
και δίχως άλλο, η προδοσία σου με’χει ζημιώσει
με βάσανα απ’ ό,τι αξίζω πιο βαριά,
γιατί βλέποντας τα πλούσια δώρα που’χεις δώσει,
κανένας δε μαντεύει τι μου κοστίζουν όλ’ αυτά.
Σονέτο 145
{Απορρίπτει την κολακεία που διαφαίνεται σε ενα πορτρέτο που της έχουν κάνει}
Αυτό που βλέπεις να σ’ έχει πολύχρωμα ζαλίσει,
είναι η τέχνη που επιδεικνύει μιαν ομορφιά,
όπου το χρώμα συλλογίζεται ψευδά
και τις αισθήσεις προσεκτικά έχει εξαπατήσει.
Εδώ, που η κολακεία έχει αναζητήσει
συγχώρεση για των χρόνων τη φθορά,
θρίαμβο πάνω στη λήθη και τα γηρατειά,
θέλοντας τη σκληρότητα του χρόνου να νικήσει,
είναι ένα μάταιο κατασκεύασμα ρηχό,
ένα λεπτό λουλούδι στη μέση του βοριά,
καταφύγιο στη μοίρα είναι αυτό σαθρό,
μια άστοχή κι ανόητη συνάμα αποκοτιά,
ένας ξεπερασμένος πόθος, που με μάτι καθαρό
θα δεις πως είν’ ένα τίποτα, ένα πτώμα, μια σκιά.