ΕΥΤΥΧΙΑ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ
Ο ΘΥΡΩΡΟΣ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ, 92 ΣΕΛ., ΚΕΔΡΟΣ 2022
Της Άννυς Κουτροκόη
Η θυρωρός στον οίκο των ημερών, στη σφαίρα του χρόνου όπου εσωκλειόμαστε οι πάντες και τα πάντα, θεωρώ ότι είναι η Ευτυχία – Αλεξάνδρα Λουκίδου που ως θυρωρός κατέχει τα αντικλείδια των αισθήσεων, των αισθημάτων, των παραισθήσεων, των ψευδαισθήσεων, των χρωμάτων, των εικόνων καθώς και τα αντικλείδια των λέξεων που εκφράζουν τη μαγεία της ζωής. Πιάνω την ποιήτρια από τη ματιά της και οδηγούμαι προς το θαύμα που εκτυλίσσεται στο βιβλίο της Ο θυρωρός των ημερών και προς την πυκνότητα του κόσμου, γιατί τη βοήθειά της χρειάζομαι για να κατανοήσω, αφού πρώτα αισθανθώ, τα καλά και τ’ άσχημα του «συμβαίνειν» και του «γίγνεσθαι». Και η ίδια η ποιήτρια μοιάζει να έχει ανάγκη από φως καθοδήγησης προστρέχοντας σ’ εκείνους που θαυμάζει, που ζύμωσαν με τον λόγο τους τ’ ανθρώπινα.
Πριν τρυπώσουμε στην πυκνή ουσία του ποιητικού της στέκει εμπρός μας ο Δ. Π. Παπαδίτσας κρατώντας τον φανό δύο στίχων του από το («Έμβρυο φως», 1970):
«Κι από μια συλλαβή σ’ ένα δάσος / κατεβαίνει κανείς στο τίποτα της ρίζας του».
Η συνομιλία, στο έργο της Λουκίδου, κατέχει θέση ουσιαστική. Υπάρχει η ίδια η ποιήτρια και μια φωνή που προκαλεί τη συνέχεια των συνειρμών της και επιμηκύνει το νήμα της ποίησής της που εισχωρεί όλο και βαθύτερα προς τη σύλληψη της δημιουργίας. Οι λέξεις, οι εκφράσεις, τα νοήματα ενέχουν υλικά αγάπης και προσήλωσης στο καλό. Οι τίτλοι των ποιημάτων της Λουκίδου λειτουργούν ως ονοματεπώνυμο στη συνέχεια του οποίου θα αποκαλυφθεί η προσωπικότητα του ποιήματος, γι’ αυτό θα κρατήσουν θέση περίοπτη στην παρούσα προσέγγιση. Αποδίδονται, μάλιστα, με κεφαλαία γράμματα όπως και στο βιβλίο. Στο ποίημα «ΚΟΡΗ», σελ.15, η ποιήτρια αντιστρέφει τη δεδομένη αγάπη της μητέρας προς κόρη, σε από κόρη προς μητέρα, μια κόρη που υπόσχεται καθαρότητα και προστασία στη σχέση τους.
«Η δωρεά της αιχμαλωσίας / έχει ένα θάρρος συνεπαρμένο απ’ την απανεμιά / μια άνευ όρων παράδοση στον όλεθρο του ονόματος / γλώσσα του μεσημεριού στην ανατολική κουζίνα / ή αλλιώς / η ψαλμωδία του τσιγαρισμένου κρεμμυδιού / πριν χτυπηθεί το αυγολέμονο της μαγειρίτσας. // Να φέρουμε ως το σπίτι μας το Φως / να σε κρατώ… / Το μπράτσο σου κατάγεται από τον ουρανό / και στα κλαδιά του ξεφαντώνουν τα αποδημητικά. / Προσηλωμένα στη λατρεία σου / αλλάζουν ξαφνικά προορισμό / ανασυντάσσονται/ πιάνουν φιλίες με τους ιθαγενείς / θα μείνουμε εδώ, αποφασίζουν / με λίγα επιρρήματα και δίχως λεπτοδείκτες / θα μάθουμε μες στις σχισμάδες των χεριών // την εύφορη μεταφυσική / του μέλλοντος αιώνος».
Στα ποιήματα της Λουκίδου ο κόπος της διείσδυσης στο βαθύ νόημα ανταμείβεται με ξέφωτα φωτεινά που τα κοσμούν υψηλές φυσιογνωμίες της τέχνης για των οποίων τη συνεργασία και η ίδια εκφράζει ευγνωμοσύνη. Η πλούσια γλώσσα και το αστείρευτο συναίσθημα της δημιουργού καλλιεργούν την πνευματική μας εγρήγορση. Από το ποίημα «ΡΑΚΟΣΥΛΛΕΚΤΕΣ ΤΕΛΙΚΑ» σελ. 16-17
[…] «Ίδια μ’ εκείνη του Βιζυηνού/ που ως μικρό ραφτόπουλο / έραβε τα νυφιάτικα δίχως ραφή και ράμμα / κι άφθαρτα είχε τα ρούχα του / αφού ταξίδευε μονάχα με τον νου του. / Κι ας ύφαινε η Άννα του Σικελιανού / στον αργαλειό κατά παραγγελία / κι ας πενθούσε ο ποιητής / το ρούχο που άγγιξε και του ήρθε ο κόσμος / κι ας ξήλωνε το τσιτάκι της / χορεύοντας στο προαύλιο του ναού η Εσμεράλδα.// Ρακοσυλλέκτες της φήμης μας / θα ενδύουμε με τα έργα μας τη φιλαρέσκειά μας / θα δύουμε εντός για ν’ ανατείλουμε άυλοι αλλού / σε μια διάρκεια που ουδόλως θα μας αφορά / ̶ στην επικράτεια του συρταριού ή της βιβλιοθήκης ̶ / αφού πάντα θα αρκεί μια ψαλιδιά / και / χρατς θα κόβεται το ύφασμα / χρατς θα σκίζεται το χαρτί / χρατς πάει και η ζωή μας».
Στο ποίημα «Ο ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ» σελ. 22-23 την ακούμε να λέει με τη φωνή του θανάτου που απευθύνεται στους αυτόχειρες Κατερίνα Γώγου, Περικλή Γιαννόπουλο, Βιρτζίνια Γουλφ και Σίλβια Πλαθ:
«Σε χάνω, Σίλβια…/ Το ωραίο σου κεφάλι / σαν βουρκωμένο σύννεφο / μέσα από την κουζίνα με κοιτά. // Βιρτζίνια, δεν ακούγεσαι… […] Σου έχω πετρούλες σαν ζαχαρωτά / στου κασμιρένιου σου παλτού τις τσέπες // λιώνεις εσύ θριαμβευτικά / μα εκείνες παραμένουν. […]
Ας διασχίσουμε το δάσος με τη γοητευτική ομίχλη που κρύβει τα μυστικά του σκότους της ανθρώπινης ύπαρξης και ας βρεθούμε στα υποσχόμενα έναστρο ουρανό ξέφωτα. «ΩΔΗ ΣΤΗ ΒΑΛΙΤΣΑ» σελ. 24-25-26
[…] «Τι γυρεύει το Γλωσσικό πλέγμα του Τσελάν / κάτω απ’ την τουρκουάζ μου μπιζουτιέρα…»
Στο ποίημα «ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ ΜΠΕΚΕΤ ΦΟΡΟΥΣΑΝ ΠΑΝΤΟΤΕ ΚΑΠΕΛΟ» σελ.32-33-34 θα πει:
[…] «Θέλω κι εγώ να φύγω, Κλοβ / γιατί η σκλαβιά κομματιάζει τους ήχους / τους μετατρέπει σε χωρατό όπως η δυστυχία / μα όλο το αναβάλλω.»
[…] «αντίθετα μ’ εσένα, Βλαντιμίρ / για να μη σκέφτομαι, σωπαίνω ακατάπαυστα»
[…] «Κι εγώ θα σε αφήνω, Χαμ / να με νικάς με αρχοντιά / με επιφωνήματα αδιάφορα/ για την πλοκή και για τη συμμετρία»
[…] «πώς βρέθηκε η Γουίνι, φέρ’ ειπείν / χωμένη στα σκουπίδια;»[…]
Κι αφού η ζωή προχωρεί ακροβατώντας πάνω στους στίχους της Λουκίδου όπου ανιχνεύουμε την αλήθεια μέσα από υπέροχες μεταφορές και εμπνευσμένα ποιητικά τρικ φθάνουμε στο «ΕΥΤΥΧΙΑ ΕΙΝΑΙ ή ΕΞΙ ΣΚΗΝΕΣ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟΝ ΠΟΛΥΕΛΑΙΟ» σελ. 50-51
[…] «Ώσπου από τον κυλιόμενο ιμάντα των αποσκευών / οι αγαπημένοι απελθόντες επιστρέφουν: / Πρώτος ο πρίγκιπας Εξιπερί με το τριαντάφυλλό του/ακολουθεί ο Ασλάνογλου με τις Ωδές στον πρίγκιπα /και ο Ρονσάρ / ̶ πρίγκιπας των ποιητών και ποιητής των πριγκίπων ̶ / κι άλλοι πολλοί κρατώντας αντί κεριά αναστάσιμα / φωτογραφίες οικογενειακές από το παρελθόν της στάχτης.» […]
Στις σελίδες 62-63 έχουμε το ποίημα «ΣΥΖΗΤΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΤΟ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ» όπου ακούμε την κρυστάλλινη φωνή του Κ. ΚΡΥΣΤΑΛΛΗ «Στο Σταυραητό» την οποία δανείζεται η Ε. Α. Λουκίδου για ν’ ανεβεί πάνω απ’ τα σκότη της πυκνότητας που με δεινότητα εμβαθύνει και περιγράφοντάς τα, ζωγραφίζει το κάλλος και το σκότος των ανθρωπίνων, στο φως και στα βουνά, στα ύψη της γνώσης και του θάρρους, της γλώσσας και της περηφάνιας.
[…] «Μα τώρα που λέων ωρυόμενος μας κυνηγά ο χρόνος / –εκείνος που διανύθηκε κι αυτός που απομένει – / «παρακαλῶ σε, σταυραητέ, γιὰ χαμηλώσου ὀλίγο / καὶ δῶσ᾿ μου τὲς φτεροῦγες σου καὶ πάρε με μαζί σου» / γιατί οι πάγοι έλιωσαν, οι Κυριακές στον γύψο / τα τάματα των ποιητών σκουριάζουν στα βιβλία / μαθαίνω ακροβατικά, πρόσεξε μη με ρίξεις».
Κι αφού η ποιήτρια παρέα έκανε με άστρα που λάμπουν στο στερέωμα της τέχνης και αφού αφορμή πήρε να εφαρμόσει τους όρους της δικής της γλώσσας, των ευρηματικών λεκτικών τεχνασμάτων που προκύπτουν από τη σύνθεση των λέξεων, καταφέρνει να σφραγίσει με προσωπικό ύφος, να γδύσει και να ενδύσει τον συγκεκριμένο και αφηρημένο λόγο με συναίσθημα ειλικρινές γι’ αυτόν τον κόσμο.
H ποιητική συλλογή της Ε. Α. Λουκίδου Ο θυρωρός των ημερών περιλαμβάνει δύο μέρη. Μετά το πρώτο που σχολιάσαμε ακολουθεί το δεύτερο που του αποδίδω τον τίτλο «Διδακτική ποιητικής τέχνης». Για την είσοδο, η ποιήτρια δανείζεται:
«Οι λέξεις έχουν χρεοκοπήσει. / Παραιτούμαι προς όφελος αυτών των δύο/ νέων τυράννων: Της σκουριάς και της σιωπής.» (Alain Bosquet, Για την ποίηση, 1972, μτφ. Τάκης Βαρβιτσιώτης)
Θα μπορούσε κάποιος να ξεκινήσει τη μελέτη του πρώτου μέρους έχοντας ως οδηγό αναφοράς τα ένδεκα ποιήματα του δευτέρου κι έτσι να κατανοήσει ενδελεχώς την εξέλιξη του έργου. Τα ξέφωτα, λοιπόν, συνεχίζονται, όπου αγαπημένοι της δημιουργοί λάμπουν σαν άστρα στον ουρανό της τέχνης.
«ΥΑΛΟΥΡΓΙΑ» σελ.70-71
[…] «Φαντάσου καθισμένους οκλαδόν / την Ντίκινσον, τον Έλιοτ και τον Καρούζο / εύθυμοι να χειρονομούν και αμίλητοι / να απαγγέλλουν Ρεμπώ και Βαλερί / κοιτώντας τους στα μάτια. / Νιόφερτη η Μαριανίνα / να εκφωνεί χάδια από πεταλούδες / με ζαχαρόνερο να πιτσιλά τα νέφη.[…]»
Στο ποίημα «ΚΑΙ ΠΩΣ ΞΕΚΙΝΑΤΕ ΝΑ ΓΡΑΦΕΤΕ;» σελ.74-75
[…] Μπορεί να είναι ασθματική / σαν χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια / ή να κυλά χορευτική / όπως επτανησιακή καντάδα / και άλλοτε ψιθυριστή /μανιάτικο νανούρισμα που έλεγε στον Σολωμό / η Αγγελική Νίκλη.
Στο ποίημα «ΥΠΕΡ ΕΥΚΡΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΣΤΙΧΩΝ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΨΥΧΩΝ ΤΩΝ ΟΜΟΤΈΧΝΩΝ» σελ.82-83, στο ξέφωτο του δασώδους λόγου εμφανίζεται ο Νίκος Καρούζος με τον στίχο του ως μότο: «Η τέχνη μας η φριχτότερη του εγώ μεταμφίεση» («Στην ύλη εισχώρησα ουρλιάζοντας», Ο ζήλος τού μη σχετικού με παροράματα, 1980)
Στις σελίδες 87-88 συναντούμε το ποίημα «ΥΨΗΛΟΙ ΠΡΟΣΚΕΚΛΗΜΕΝΟΙ» όπου η απουσία συγκλονίζει την ποιήτρια μα και τον αναγνώστη στου οποίου την καρδιά οι λέξεις χτυπούν ρολόι κουρδισμένο από την επιμελή θυρωρό του οίκου των ημερών. Ποιος δεν έχασε αγαπημένους, ποιος δεν λαχτάρησε για τη χαμένη παρουσία τους όπως η Ευτυχία – Αλεξάνδρα Λουκίδου στην τελευταία παράγραφο του τελευταίου πεζοποιήματος της συλλογής:
«[…] Κάθομαι αναπαυτικά στον καναπέ, στην αγαπημένη μου γωνία. Σου την παραχωρούσα να μου διαβάσεις την τελική διόρθωση της συλλογής πριν το τυπογραφείο. Διαβάζω τώρα εγώ και με κοιτάς ασάλευτος μαζί με τον μπαμπά. Με κοιτάτε που διαβάζω. Με κοιτούν να τους διαβάζω. Περιμένουν τη σειρά τους υπομονετικά να διαβαστούν, μήπως και ξαναζήσουν. Κοίτα σε ποιον στηρίζουν τις ελπίδες τους… Χαμογελώ. Χαμογελάς κι εσύ που δεν χρειάστηκε να συνεννοηθείς στα Ισπανικά. Η ρυθμική της γλώσσας μόλις ξεκίνησε ν’ απλώνεται απ’ το σαλόνι στα δωμάτια.
Πιο μεταδοτική από κάθε πανδημία».