Δημήτρης Λεοντζάκος
Είχε κρεμάσει μικρούς καθρέφτες πάνω στα δέντρα
για να βλέπονται τα πουλιά.1
Γνωρίζω το βιβλίο του Ηλία αρκετό καιρό πριν την ευτυχή κατάληξη ή την εκδοτική παρουσία του με την μορφή που το έχουμε μπροστά μας απόψε και που κυκλοφορεί, εδώ και τρεις μήνες περίπου, από τις εκδόσεις ο Μωβ σκίουρος2. Είχα την χαρά, λοιπόν, να το διαβάσω ως υποψήφιο τότε, έργο που έψαχνε να βρει τον δρόμο του. Απόψε έχω την τιμή να κάθομαι στο πάνελ της παρουσίασής του. Τι είναι άραγε ένα βιβλίο, σκέφτομαι; είναι ο χρόνος της γραφής του; είναι η επιθυμία που το στήριξε, το εξέτρεψε, το ανέβαλε, το κατέλαβε ή απλώς ένα αντικείμενο που τελικά τα καθήλωσε και τα δύο; Ή μήπως τα ελευθέρωσε; Μία αναγνωστική ή μία επιθυμητική μηχανή;
Για απόψε, είχα στο μυαλό μου μερικά πράγματα τα οποία θα μπορούσα ή θα ήθελα να πω σχετικά με το βιβλίο. Είναι ένα ερώτημα, εάν, μερικές σκέψεις από αυτές που με απασχολούν, θα βοηθούσαν και κατά πόσο ή εάν χρειάζονται, τελικά, σε έναν ακροατή μιας βραδιάς όπως η αποψινή. Υποθέτοντας ότι κάποιος, σε μία παρουσίαση, περιμένει, έχει ανάγκη ή, τέλος πάντων, θα έπρεπε να λάβει οδηγίες, κρίσεις ή παρεμφερείς ιστορίες γύρω από το νεογέννητο έργο. Σκέψεις σαν οδοδείκτες, οι οποίες θα τον βοηθήσουν να μην χαθεί μέσα στους πολύπλοκους και ανεξερεύνητους δρόμους του. Δεν είμαι σύμφωνος με μία τέτοια οπτική.
Ήθελα, λοιπόν, να ξεκαθαρίσω ότι βρίσκομαι εδώ ως συνάδερφος και ως φίλος, σε καμία περίπτωση ως καθοδηγητής, καθηγητής, κριτής ή γνώστης. Αλλά ούτε και ως αθώος και υποκριτής αναγνώστης, από την άλλη. Αθώος ούτε υπήρξα, ούτε, πολύ περισσότερο, είμαι σήμερα − ιδίως σήμερα. Ομιλώ απόψε ενώπιον σας ως εμπλεκόμενος, δηλαδή πλεγμένος, μπλεγμένος στο παιχνίδι των λέξεων, των ήχων, των γραπτών, των ποιημάτων.
Ξεκινώντας, θα έλεγα ότι ο Ηλίας, με αυτή του την χειρονομία, εντάσσει τον εαυτό του εντός μιας λυρικής παράδοσης. Είναι οι Κρύπτες ένα βιβλίο το οποίο το χαρακτηρίζει ένας έντονος λυρισμός, αλλά – και αυτό είναι κάτι που κανείς το προσλαμβάνει από την πρώτη επαφή του με τις Κρύπτες – αυτός ο λυρισμός δεν είναι καθόλου παραδοσιακός, ούτε παραδομένος. Δηλαδή δεν χρησιμοποιεί τις αναγνωρισμένες ή τις αναγνωρίσιμες εκδοχές του είδους.
Ένα δεύτερο γεγονός, το οποίο κανείς άμεσα αντιλαμβάνεται, είναι ότι εδώ δεν έχουμε ένα κλασικό βιβλίο ποίησης. Δηλαδή, όλα εκείνα τα οποία περιμένει κανείς από ένα βιβλίο ποίησης, σχεδόν λείπουν. Πόσο δε μάλλον όλα εκείνα τα οποία περιμένει κανείς από ένα πρώτο βιβλίο. Εδώ, ανοίγοντας μία παρένθεση, θα ήθελα να πω ότι είναι μεγάλο θέμα κατά πόσο αυτό το βιβλίο είναι ένα πρώτο βιβλίο ποίησης. Ενώ είναι το πρώτο βιβλίο που εκδίδει, υπάρχει το ερώτημα εάν είναι και το πρώτο υλικό το οποίο επεξεργάζεται ο Ηλίας ως ποιητής. Εμένα μου φαίνεται πως όχι. Ότι, παρόλο που εδώ έχουμε το πρώτο βιβλίο του Ηλία, βρισκόμαστε πολύ μετά από μία αρχική σχέση με την γραφή. Οπότε, ξαναγυρνώ στον προηγούμενο συλλογισμό, κλείνοντας αυτήν την μικρή παρέκβαση. Διαβάζοντας κανείς τις Κρύπτες από Δάφνη συνειδητοποιεί ότι δεν έχει μπροστά του ένα αναμενόμενο βιβλίο ποίησης − εάν υπάρχει ή εάν θα έπρεπε να υπάρχει κάτι τέτοιο. Δηλαδή δεν βρίσκει έναν ορισμένο αριθμό ποιημάτων, είκοσι, σαράντα, εξήντα δύο, ογδόντα τέσσερα, με τους τίτλους τους, με την σειρά τους, ενδεχομένως χωρισμένα σε τόσες ενότητες, με περιεχόμενα και μετά τέλος. Άμεσα μπορεί να συμπεράνει κανείς, ότι εδώ έχουμε ένα βιβλίο το οποίο μορφικά ταλαιπωρείται και ταλαιπωρεί και τον αναγνώστη. Ταλαιπωρεί με ερωτήματα, με ερωτηματικά. Προς τι αυτή η μορφή; γιατί αυτή η μορφή; και πώς πρέπει να χειριστεί, να διαχειριστεί ο αναγνώστης μια τέτοια πρόταση, αυτήν την αραίωση, την αφαίρεση ή την απουσία; Πώς πρέπει να την καταλάβει επίσης; Άρα είναι ένα βιβλίο το οποίο είναι υποψιασμένο όσον αφορά τα μορφικά θέματα, τα θέματα οργάνωσης του υλικού του και αυτό είναι κάτι το οποίο τελικά περνάει και στον αναγνώστη. Δηλαδή είναι ένα βάρος, αλλά και μία απόλαυση, η οποία πηγαίνει και απέναντι.
Ένα τρίτο θέμα, το οποίο θα σημείωνα σε σχέση με το υλικό των Κρυπτών, είναι η λιτότητά τους. Ή μάλλον μία αντινομία η οποία τις διακρίνει, τις διαπερνά. Μία λιτότητα, αλλά ταυτόχρονα και μία γλωσσοκεντρική, μακροπερίοδη επιθυμία. Πράγματα τα οποία είναι από την φύση τους αντίθετα κι όμως συνυπάρχουν, εμφανίζονται ταυτόχρονα, την ίδια στιγμή μέσα στο υλικό. Αυτό κάνει το βιβλίο, ταυτοχρόνως, γοητευτικό, παράξενο, αλλά και δελεαστικό για τον αναγνώστη. Ενώ ξαφνικά, θα μπορούσε να πει κανείς ότι, αυτή η ένταση μπορεί να κουράσει, να φανεί σκοτεινή ή ότι ξεπερνάει την αντοχή του κοινού της, όσων αφορά την αφαίρεση. Αυτά είναι στοιχήματα που κανείς βάζει με τον εαυτό του ή που αναλαμβάνει έναντι του κειμένου, διότι, ως γνωστόν, η απόλαυση είναι πάρα πολύ κοντά στον πόνο και στην αγωνία, στην αγωνία ενός ειρμού, προσανατολισμού, εάν όχι και νοήματος. Άρα θα έλεγα ότι χαρακτηρίζει τις Κρύπτες μία λιτή αλλά μακροπερίοδη ασκητική, ασφαλώς γλωσσοκεντρική, ενός λαβύρινθου λεκτικού, από λέξεις – σαν μια κόμη μακριά, απόμακρη και γοητευτική – μιας φυγής ή μιας κρύπτης.
Αυτό είναι ένα ερώτημα δικό μου. Τελικά αυτές οι πολλές λέξεις, αυτές οι λιτές λέξεις, οι λυμένες ή και οι ελάχιστες, όλες οι λέξεις μας, τελικά, είναι μία φυγή; Και εάν ναι, μία φυγή από τι; Ή είναι μία κρύπτη; η οποία κρύβει ποιόν; και από τι;
Ο Ηλίας, εδώ, την λέξη κρύπτη την έχει ήδη στον τίτλο του. Όπως και την Δάφνη, η οποία ως γνωστόν είναι δέντρο. Η Δάφνη ως δέντρο υπήρξε ήδη, πάντως, μία κρύπτη. Θάμνος ή φυτό νεαρό. Είναι και γυναίκα ασφαλώς, όπως και νύμφη. Νύμφη εκείνου του αρχαίου και όμορφου μύθου, μύθου ενός έρωτα και μιας μεταμόρφωσης. Ο Απόλλωνας δεν είναι μακριά, κάθε άλλο. Είναι η αιτία του δέντρου − όπως και της ακίνητης φυγής του, της ασκητικής του. Η τέχνη, και η θεία καταγωγή της, είναι ο λόγος που τα δέντρα στέκονται μόνα τους, κοιτώντας αμίλητα προς το ερχόμενο φως. Είναι οι συλλέκτες αυτού του φωτός και οι αγγελιοφόροι ενός θείου που λείπει, αλλά που συνεχώς έρχεται. Που χάνεται και επανέρχεται, επιστρέφει ή διαχέεται στον ορίζοντα απειλητικά. Σαν όρθια θαυμαστικά απλώνουν τα κλαδιά τους στον αέρα. Είναι, λοιπόν, ένα βιβλίο μεταμόρφωσης θα έλεγα οι Κρύπτες κι ως εκ τούτου κρύβει ή φεύγει. Και υπεκφεύγει. Και βρίσκει όμως, ριζώνει και επιμένει τοπικά, εμπρηστικά − προς το πολύπλοκο μέλλον του σίγουρα.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη. Τρία μέρη τα οποία είναι διακριτά. Διαφέρουν και στη θερμοκρασία του υλικού τους και στην αφετηρία ή την στόχευσή του. Το πρώτο μέρος, εάν έπρεπε να του δώσω ένα όνομα, θα άρχιζε με ένα θαυμαστικό επιφώνημα, ένα επιφώνημα θαυμασμού: Ω! έναστρο σώμα. Είναι ταυτόχρονα η ανάπτυξη ενός σώματος ως επιφωνήματος, ως επιφάνειας, ως θαυμαστικής επιφάνειας θα έλεγα. Ένα τέτοιο σώμα, λοιπόν, το οποίο εκτινάσσεται, εάν δεν ταυτίζεται, με το διάστημα, με τα μετέωρα, με τα ουράνια ενός θόλου σαφώς ανοιχτού. Γλωσσικού, πονεμένου, απορημένου, αλλά όχι για αυτό λιγότερο όμορφου, πολύχρωμου ή εκκρεμούς.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου θα έδινα τον τίτλο: Τούτη η φλόγα – συγγενείς – οι εσπερινοί. Είναι σίγουρα ένα εσπερινό και εκτεταμένο επεισόδιο, στο οποίο σκοτεινιάζουν τα ποιήματα και αίφνης καθίσταται πιο περιπετειώδης, όσο και αμφίβολη η κατάληξη ή η τύχη του ποιητικού υποκειμένου. Εδώ πια γινόμαστε μάρτυρες μιας διαρκούς καύσης των παθών, των συγγενών και όλων των δαιμονίων. Αφού, εδώ, εμφανίζεται ο χώρος – ο ίδιος ο χώρος − όπου αναπτύσσεται τούτο το σώμα, προσγειώνεται, αρθρώνεται, θα έλεγα, και από ουράνιο εντάσσεται πια εντός μίας συμβολικής σειράς ή αλυσίδας. Και είναι επίσης δυτικότερο, σκιερότερο αυτό το μέρος, αυτό το επεισόδιο, στο οποίο τα πάθη, η φλόγα, αυτή η φωτιά καίει και οδηγεί όλο το σύμπαν των Κρυπτών σε μία δύση. Οδηγούμαστε σε μία πτώση. Την ίδια στιγμή και σε μία γείωση. Ριζώνει κάποιος εδώ. Ως εκ τούτου αυτή η κατάληξη έχει και κάτι το απολαυστικό, το ηρεμιστικό. Την ακροτελεύτια ηρεμία ενός τέλους. Την ήρεμη λάμψη του απλού χώματος. Κάτι εδώ επιθυμεί να τελειώσει, να ξαπλώσει, να σταματήσει, να μιλήσει, να κοιμηθεί.
Το τρίτο μέρος είναι μία μελέτη ή μία πραγματεία περί ύψους. Η μελάνη του, άλλωστε, κατακρημνίζεται πάντα προς τα άφωνα ουράνια: Ας εξαϋλωθούν ή ελεύθεροι πια! αυτός θα ήταν ο τίτλος μου. Έχουμε λοιπόν μία ύψωση, μία άνοδο, μία εξύψωση. Μία εξαΰλωση σαρώνει ξανά το υλικό, τους στίχους. Ένα αίτημα ελευθερίας και μία ευχή αιωνιότητας ή και τέλους θα έλεγα. Το οποίο, προς το κλείσιμό του ή λίγο πριν την ολοκλήρωσή του, οδηγεί σε λάμψεις, λέξεις ή σε υλικά που είναι και πάλι εάν όχι θαυμαστικά, τότε οπωσδήποτε απόλυτα, ελεύθερα και ορατά.
Άρα, μετά από όλα αυτά, θα έλεγα ότι αυτό το βιβλίο του Ηλία είναι ένα τολμηρό βιβλίο, μία πρώτη εμφάνιση ενός ανθρώπου ο οποίος σιωπηλά − θέλω να πω χωρίς την ανάγκη ή την πράξη μιας δημοσίευσης – εργάζεται και προχωρά. Πορεύεται μες στη γραφή, με την γραφή και συναινεί πια να δημοσιεύσει, όταν βρίσκεται σε έναν δεύτερο χρόνο της σχέσης του με την ποίηση. Και θεωρώ ότι είναι ένα τολμηρό βιβλίο, ίσως και προκλητικά ή διαλεκτικά τολμηρό. Εκτός ενός παρόντος ή ενός παρελθόντος προτείνει κι ένα μέλλον. Το οποίο, επίσης, οραματίζεται και, με έναν τρόπο, συνεχίζει να ερωτά. Όπως, με έναν τρόπο επίσης, ερωτά την γλώσσα, την μορφή, το σκοπό της ποίησης. Και το μέλλον της βέβαια.
Εύχομαι το μέλλον του βιβλίου, όπως και του Ηλία, να είναι εξίσου λαμπρό ή πλούσιο υπαινιγμών, όπως τα δυτικά αυτά, ακροτελεύτια, επιφωνήματα με τα οποία στολίζει τα ποιήματά του.
Θέλω να ολοκληρώσω απόψε τα λίγα λόγια για τις Κρύπτες ουσιαστικά σωπαίνοντας, σιωπώντας. Επιτέλους! Δηλαδή με ελάχιστους, ασύνδετους, ανησυχητικούς της στίχους – άγριους ενίοτε και απειλητικούς − τους οποίους θα αφήσω ελεύθερους – εδώ, ενώπιών σας − στον αέρα. Κι όπου φτάσουν.
κάποιες / διακοπτόμενες / παιδικές αναμνήσεις // και η σελήνη // κοιτούν μαζί / στο ίδιο πουθενά 2
έχοντας / μόνο μία // σιδηρά / φιλοδοξία // να εξαϋλωθούν 4
− τούτο το πολύ ευγενικό / σεληνόφως / μας βοηθά να / αναπολούμε − 5
λίγο πριν / το τέλμα της πτήσης6
«αποχαιρετισμός ή / ενηλικίωση»: // ψαλίδι / που αποκόπτεις / καταρράκτες / είσαι 7
και το θυμάρι / ελάλησε // και τριγυρνά 8
κάτω από της γης το καταμεσήμερο 9
μερικοί δρόμοι / ίσως / είναι καθάρματα 10
σημειώσεις
Το κείμενο αυτό διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου Κρύπτες από δάφνη, που έγινε την Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2022 στο βιβλιοπωλείο Ακυβέρνητες πολιτείες, στη Θεσσαλονίκη.
1. Η κρύπτη, Ε. Χ. Γονατάς, Πρώτη Ύλη 1959
2. Κρύπτες από δάφνη, Ηλίας Γεωργιάδης, Μωβ σκίουρος 2022
3. ο.π. σελ. 79
4. ο.π. σελ. 97
5. ο.π. σελ. 83
6. ο.π. σελ. 23
7. ο.π. σελ. 80
8. ο.π. σελ. 153
9. ο.π. σελ. 63
10. ο.π. σελ. 93