«Αδιέξοδοι καιροί» του Κωνσταντίνου Λίχνου | Γράφει ο Αντώνης Χαριστός
Ο Κωνσταντίνος Λίχνος, με τη συλλογή διηγημάτων «Αδιέξοδοι καιροί», αποκτά ταυτότητα στα ελληνικά γράμματα. Περνά από το στάδιο γραφής με πρωτόλειο-ανιχνευτικό χαρακτήρα, για να εισέλθει σε αυτό της συγκροτημένης παρέμβασης στον δημόσιο λόγο, προσδίδοντας περιεχόμενο και οριοθετημένη έκφραση στις θεματικές με τις οποίες καταπιάνεται. Είναι σημαντικό, στην εισαγωγική αυτή αναφορά, να τονιστεί η πεζογραφική επιλογή κατάργησης του χώρου και του χρόνου εκ μέρους τού συγγραφέα, γεγονός το οποίο θα ήταν σε θέση να διαμορφώσει σωρεία προβληματικών ερμηνειών και δυσχέρεια στην αξιοποίηση χαρακτήρων και στοχεύσεων. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, του εν λόγω δημιουργού, η υπέρβαση του χρόνου και του χώρου λαμβάνει χώρα συνειδητά.
Τα πρόσωπα εμφανίζονται σε πολυδιάστατη μονομέρεια. Ίσως να προκαλεί αυτού του είδους η μίξη ενδεχόμενο σύγχυσης στον αναγνώστη. Η σχέση μονομέρειας και πολυδιάστατης παρουσίας τού δρώντος υποκειμένου στο διάβα τής ιστορίας, εκ φύσεως προκαλεί ερωτηματικά. Είναι η τέχνη τού πεζογράφου η οποία στο πρόσωπο του Κώστα Λίχνου εντοπίζει τη δική της μεθοδική ανάλυση χαρακτήρων και περιστατικών. Είναι διττή η ανάγνωση των έργων του συγγραφέα. Από τη μία πλευρά, ενεργοποιεί το πλέγμα χωροχρονικών εκτάσεων προκειμένου, μέσα από την άρνηση του στιγμιαίου συμβάντος, να μεταβεί στη νέα οπτική θέασης του σκοπού, που το ίδιο αυτό υποκείμενο καλείται να υπηρετήσει. Από την άλλη πλευρά, έχοντας υποσκελίσει τους περιορισμούς τους οποίους θέτει υπό συνθήκες αφομοίωσης ο χρόνος και ο χώρος, ο δημιουργός κατασκευάζει πρόσωπα και περιστατικά εξερευνώντας την αιτιακή σχέση ανάμεσα στην επιθυμία, την αναγκαιότητα και το αποτέλεσμα της εξωτερικής πραγματικότητας.
Πράγματι, εάν μελετήσει ο αναγνώστης τα συνθετικά στοιχεία τής συλλογής, θα καταλήξει να συγκροτήσει την αθέατη όψη τής καθημερινότητας των προσώπων, σε ένα μετωπικό σχήμα αντιπαράθεσης και ισορροπίας τής προσμονής για την αισιοδοξία των προσδοκιών. Ωστόσο, το τελικό αποτέλεσμα, όπως υποδηλώνει συνθηματικά, και σίγουρα συμβολικά, ο τίτλος, αποπνέει την αίσθηση της ματαιότητας. Ίσως μοιάζει υπερβατικός ο συσχετισμός τής σύνδεσης ανάμεσα στην αισιοδοξία τής ανθρώπινης φύσης και των θεματικών με τις οποίες ασχολείται διεξοδικά ο Κωνσταντίνος Λίχνος. Όντας ενταγμένος στο ρεύμα τού ρεαλισμού και δη στην, υπό διαμόρφωση, τεχνοτροπία τού δομικού ρεαλισμού (βλ. Μανιφέστο. Δυο σχολές τού ρεαλισμού. Εκδόσεις Γράφημα, Θεσσαλονίκη 2022), εκκινά την κειμενική επεξεργασία των αναφορών των πρωταγωνιστών μέσα από τη δημόσια έκθεση των κοινωνικών σημείων αφετηρίας, εκάστου εξ αυτών. Το κοινωνικό περίβλημα, ως έκφραση του συλλογικού ασυνειδήτου, εμφανίζεται από τις πρώτες κιόλας σειράς των έργων. Το πρόσωπο ή τα πρόσωπα, που επρόκειτο να αποκτήσουν κομβικής σημασίας ρόλο στις εξελίξεις, είτε εντάσσονται στο περιθώριο και την ανέχεια, είτε απευθύνουν λόγο σε τρίτα πρόσωπα μέσα από την ασφάλεια την οποία διασφαλίζει ο κοινωνικός ρόλος στην κορυφή τής ιεραρχίας. Στην πρώτη περίπτωση, αυτήν του περιθωριακού ατόμου, ο χαρακτήρας αναπτύσσεται μέσα σε ένα προβληματικό περιβάλλον στο οποίο, ωστόσο, δεν εφησυχάζει· δεν εναποθέτει εαυτόν στο επίπεδο της ολοκληρωτικής παράδοσης, αλλά αναζητά τρόπους διεξόδου από το σύνολο των υπονομεύσεων του υλικού συστήματος αξιών, όπως αυτό επενεργεί εις βάρος του. Δεν μοιάζει να υιοθετεί παθητική στάση, μολονότι εμφανίζεται εύκολα χειραγωγούμενος από τις περιστάσεις, δίχως να διαθέτει επάρκεια συνείδησης για τα αίτια που τον περιβάλλουν. Διερευνά τα όρια αντοχών τού περιβάλλοντος κόσμου, ενώ παράλληλα διεξάγει ανηλεή αγώνα με την εσωτερική αθέατη όψη τής υποκειμενικής του αδυναμίας ορισμού των προσδιοριστικών αρχών τής υπόστασής του. Το δρων υποκείμενο οδηγείται στην άρνηση του συλλογικού κόσμου πεπραγμένων, προκειμένου να διευκολυνθεί στην ολοκλήρωση της προσωπικής ερμηνείας τής γύρω του πραγματικότητας.
Επρόκειτο για στάση και θέση διαλεκτική. Κάθε υποκείμενο, με ταξικούς όρους, στην πεζογραφία τού Κωνσταντίνου Λίχνου αρχικά ετεροπροσδιορίζεται σε ένα ατέρμονο πλέγμα ετεροτήτων. Ωστόσο, αναδεικνύει την υποστασιακή δυναμική τής βούλησης για ζωή μέσα από την προσωπική παρέμβαση στα κοινωνικά δρώμενα. Η διαλεκτική, σε αυτήν την περίπτωση, δεν έχει ως αφετηρία την υλική μεταβολή των όρων διαμόρφωσης της πραγματικότητας, αλλά ενυπάρχει στις επιλογές τού ίδιου του υποκειμένου ως προέκταση αυτών. Το άτομο, στην οπτική τού συγγραφέα, επηρεασμένο άμεσα από τις συλλογικές εξελίξεις, αναγνωρίζει την αναγκαιότητα δράσης μέσα από τα ελλείμματα γνώσης τα οποία διαπιστώνει σε κάθε απόπειρα αυτοπροσδιορισμού· γνώσης, της οποίας είναι προπομπός εναντίωσης στις επιταγές τού συλλογικού πεδίου δράσης. Με άλλα λόγια, ο ανθρώπινος παράγοντας, στην πεζογραφία τού Κωνσταντίνου Λίχνου, εκκινά από θέσεις παραίτησης για να οδηγηθεί αυτοβούλως, στα πλαίσια αναζήτησης των κοινωνικών συνθηκών και όρων αναπαραγωγής τής καθημερινότητας, στην άρνηση αυτής και στην επιχείρηση ανασυγκρότησης των υλικών προϋποθέσεων διαμόρφωσης της νέας γνώσης, ως απάντηση στα επιτακτικά ερωτήματα που θέτει η ίδια. Επομένως, ο δημιουργός επιβλέπει εξ αποστάσεως το συλλογικό πεδίο πράξης, με σκοπό να εισέλθει σε αυτό υπό τον μανδύα τού ήρωα και να επιχειρήσει όπως αποδώσει αιτιακό γνώμονα στις κοινωνικές διεργασίες. Γεγονός, το οποίο δεν είναι ούτε εύκολο ούτε και ακίνδυνο. Αφενός, ελλοχεύει ο κίνδυνος να εξαλειφθεί το στοιχείο αγνότητας των προθέσεων του ήρωα (όχι με μία μορφή ηθικής αυτοπραγμάτωσης, αλλά με αυτήν της οριστικής θέσης εντός τού συλλογικού «Εμείς») και αφετέρου, καθώς εντείνεται η απόπειρα αυτονόμησης του λόγου, μέσα από τον οποίο προβάλλεται η ωριμότητα της εκάστοτε αλλαγής, κινδυνεύει με την απομάγευση της πρόθεσης, ως ενοποιητικό στοιχείο πρωτοβουλίας στις υποκείμενες ερμηνείες τής ιστορίας. Ο Κωνσταντίνος Λίχνος, ωστόσο, διατηρεί την αυτοτέλεια του λόγου, σε όφελος του πρωταγωνιστή. Δεν υπεισέρχεται στην ανάγνωση μίας προσδιορισμένης απάντησης στα αιτήματα του παρόντος χρόνου, αλλά εξετάζει εξονυχιστικά τις διασταλτικές ερμηνείες τής εκάστοτε πράξης.
Με το ίδιο σκεπτικό επεκτείνει την οπτική του στα ζητήματα του αστικού τοπίου και της ζωής στην επαρχιακή-φυσική έκταση του γεωγραφικού πεδίου. Μολονότι δεν ονοματίζει τις αστικές ή αγροτικές αναφορές, ωστόσο, επιτρέπει στον αναγνώστη να εισέλθει σε αυτές μέσα από τις οπτικές αναγωγές τής εικόνας προσώπων και γεγονότων. Δηλαδή, τα πρόσωπα με τις στατικές, κατά κύριο λόγο, παρεμβάσεις τους στον δημόσιο λόγο, αναγορεύονται σε καθρέφτες μίας ολάκερης κοινωνικής επέκτασης στο επίπεδο της συνοχής προτεραιοτήτων. «Τρέξε στο χωριό, λάλα μου! Θα πάνε χαμένα τα κόπια τού παππούλη σου. Χτίσανε μάντρα μες τον κήπο μας και δεν έμεινε σταλιά μονοπάτι, εκεί που παλιά πέρναγε κατάφορτος γάιδαρος». Αυτά μου είπε αναστατωμένη, μα δεν είχα ιδέα τί εννοούσε. Ούτε ποιοί χτίσανε και τί κατάλαβα, ούτε σε πιο γάιδαρο αναφερόταν. Άδικος κόπος αποδείχθηκε η προσπάθειά μου να την ηρεμήσω και να συνεννοηθώ. Αν δεν δρούσα όμως, θα πηγαίναν χαμένα τού παππού μου τα κόπια, αυτό είχε σημασία μονάχα. Και ποιός, στην οικογένεια μας ολάκερη, μπορεί να παραβλέψει τον αγώνα που έδωκε ο παππούς Κωνσταντής, για να μεγαλώσει αξιοπρεπώς κοπέλες τέσσερις και τρία παιδιά;», αναφέρει χαρακτηριστικά στο διήγημα «Ο φράκτης» και αμέσως συνειδητοποιεί ο αναγνώστης τις λεπτομέρειες που αναμένεται να ξεδιπλωθούν εμπρός του. Η αγροτική ζωή δεν εμφανίζεται μονάχα μέσα από τις συνθήκες τού βίου, τής σκληραγωγημένης ανταπόκρισης στις απαιτήσεις τής γης, αλλά αποκαλύπτει τις πτυχές αυτής στις συμπεριφορές, τις δεισιδαιμονίες, τις παθητικές αναπαραστήσεις του ιδεολογικού αφηγήματος των μελών της. Ο ήρωας συμπάσχει γιατί αντιστοιχεί στις αδυναμίες των υπολοίπων τις δικές του ανασφάλειες.
Όσο επεκτείνει τα ερωτήματα του αγροτικού βίου στις επιθυμίες των ατομικών επεξεργασιών αυτών, τόσο επενδύει στα αδιέξοδα του υλικού τρόπου διαμόρφωσης της εξωτερικής πραγματικότητας. Αυτή η προοπτική εμφανίζεται περίτρανα στις αστικές σχέσεις, στις σχέσεις όπως αυτές αποκαλύπτονται στα πλαίσια του αστικού τοπίου. Εργασιακές σχέσεις, κοινωνικές συνεργασίες, συμβίωση και ανεργία, όλα επανέρχονται στο προσκήνιο με τρόπο άμεσο και δεικτικό. Δεν αποκρύπτει τις παραμικρές λεπτομέρειες των εν λόγω εξελίξεων. Η πένα του βαθαίνει ολοένα περισσότερο στα αίτια ως εξωτερικές παρατηρήσεις ενός συμβάντος, για να διεισδύσει στη ρίζα τής εξέλιξης μέσα από την διαλεύκανση του τρόπου συμπεριφοράς των ανθρώπων. Προτού καταλήξει, στις υλικές αποσαφηνίσεις, επιχειρεί να αξιολογήσει τις ανθρώπινες θέσεις, σε ένα πεδίο πολλαπλών εναλλαγών στάσεων και συμπεριφορών. Για τον λόγο αυτόν, προσθέτει επίπεδα επεξεργασίας σε κάθε προσπάθεια διαλεύκανσης της ατομικής και συλλογικής παρουσίας στον δημόσιο χώρο. Επομένως, τίποτα στα διηγήματα του Κωνσταντίνου Λίχνου δεν είναι αποτέλεσμα τυχαίας εξέλιξης. Τίποτα δεν αφήνεται στη μοίρα των ιδεοληψιών, αλλά υιοθετεί χειρουργική, σχεδόν ανατομική, προσέγγιση σε πρόσωπα και γεγονότα. «Τώρα, που εργαζόταν ως υπάλληλος σε κάποια δημόσια υπηρεσία, έβλεπε τον κόσμο αρκετά διαφορετικά απ’ ότι παλιότερα. Έκτοτε, που εξασφάλισε την πρώτη του προαγωγή μάλιστα, απολάμβανε τον σεβασμό των συναδέλφων, μα και του προϊσταμένου του. Το μόνο κακό ήταν πως είχε πέσει στη δυσμένεια του εαυτού του. Βλέπετε, στον χώρο που εργάζεται, δεν προσελήφθη, ακριβώς, αξιοκρατικά, αλλά αυτό δεν έδειχνε αρχικά να τον επηρεάζει διόλου. Συνηθισμένος ήταν στο να χαίρει ειδικής μεταχείρισης, του είχε συμβεί και παλιότερα, όταν υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία, μα όλως τυχαίως κατόρθωνε να επισκέπτεται διαρκώς το σπίτι του ως αδειούχος. Και τότε, όπως και τώρα, απλώς αξιοποιούσε κάθε διαθέσιμο μέσο για να κάνει τη ζωή του πιο εύκολη. Γιατί να χολοσκάει λοιπόν; Με τον σταυρό στο χέρι, κανένας δεν πρόκοψε», αναφέρει χαρακτηριστικά στο διήγημα «Νέα αγωγή». Εμφανίζεται, επομένως, η διπλή όψη τού ατομικού και τού συλλογικού, στην αγροτική και στην αστική αντίληψη των όρων αναπαραγωγής τής ζωής.
Ο ήρωας (και όχι οι ήρωες ανά διήγημα) εμφανίζεται σε κάθε έργο με την ίδια αποφασιστικότητα, όπως διεκδικήσει ισότιμη παρουσία στις ευκαιρίες επιβίωσης. Αυτό το ζήτημα, της ηθικής διάστασης των επιλογών, αποτελεί μία ακόμη όψη στην πεζογραφική δημιουργία τού Κωνσταντίνου Λίχνου. Η ηθική είναι ζήτημα των υλικών συνθηκών προέκτασης της καθημερινής αγωνίας για επιβίωση. Αυτή, η αγωνία, διαπερνά τις επιλογές τού πρωταγωνιστή, δίχως, ωστόσο, να μετατρέπουν την καθημερινότητα σε αδιέξοδο. Όπως προαναφέραμε, το δρων υποκείμενο αναζητά λύσεις, έστω και υπό την επιρροή των κοινωνικών συνθηκών αυτο-περιορισμού. Δεν εφησυχάζει. Προσαρμόζεται στις συνθέσεις των υλικών αντιξοοτήτων, προκειμένου να απαντήσει στις προσωπικές αναζητήσεις επιλογών και προοπτικών. Το κεντρικό πρόσωπο στις ιστορίες είναι, τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο. Απαντάται σε κάθε διάσταση του χρόνου και του χώρου, όχι στο πλαίσιο ομοιομορφίας, αλλά σε αυτό της εξειδικευμένης αναλογίας μεταξύ τής προοπτικής για δράση και αυτής της παθητικής αναμονής ενός μέλλοντος δίχως προδιαγραφές. Αντίθετα, αποφασίζει να εισέλθει στη διαδοχική εξέλιξη της ιστορίας ως πρωταγωνιστής και να επιχειρήσει να απαντήσει στο ερώτημα του Τσερνισέφκσι «Τί να κάνουμε;». Απαντά ο Κωνσταντίνος Λίχνος, απαντά και εξαναγκάζει τον αναγνώστη να τον ακολουθήσει στον αγώνα για την κοινωνική αλλαγή, με όχημα την ελπίδα για την απελευθέρωση του ατόμου απ’ τα δεσμά τής υλικής δέσμευσης των όρων ζωής.
Αντώνης Ε. Χαριστός