16.11.2004

Η ημέρα ήταν Τρίτη. Πήγα στο σχολείο κανονικά. Έχασα και μια ώρα μάθημα γιατί κάναμε την τελική πρόβα με τη φιλόλογο για την γιορτή του Πολυτεχνείου. Είχα κομβικό ρόλο. Απήγγελα στο τέλος της εκδήλωσης το ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη «Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος». Με συγκινούσαν βαθιά τα λόγια του, το ύφος του και αυτό αποτυπωνόταν καθώς το ανέγνωζα. Το συναίσθημα αυτό τύλιγε και τους παριστάμενους και έτσι ήταν ό,τι καλύτερο για κατακλείδα της εκδήλωσης που είχαμε ετοιμάσει. Ταυτόχρονα μου έδινε την ελπίδα ότι οι αγώνες μπορεί να είναι δύσκολοι, αλλά στο τέλος πάντα νικηφόροι. Γύρισα στο σπίτι έχοντας το νόημά του σαν παρηγοριά. Δεν είχε πάλι τίποτα να φάω. Η μάνα μου το συνήθιζε να μας αφήνει νηστικές. Ποτέ δεν είπε ούτε μια δικαιολογία γι’ αυτό. Μόνο εξαπέλυε κατηγορίες ότι τις κοστίζαμε, δεν μας ήθελε άλλο και παραδεχόταν ότι το έκανε επίτηδες. Έλειπε από το σπίτι. Πήρα το αρκουδάκι μου στα χέρια μου. Παραμέρισα το βαμβάκι του από την ανοιχτή σχισμή  και ξέθαψα από μέσα του λίγα από τα χρήματα που  μου είχαν απομείνει, ώστε να πάρω κάτι απ’ έξω να φάω. Η κρυψώνα μου ήταν ιδανική. Δεν είχε καταφέρει να την ανακαλύψει. Ό, τι χρήματα και να είχα, πάντα μου τα έπαιρνε. Διάβασα στα γρήγορα τις λέξεις που έπρεπε να μάθω για το φροντιστήριο των αγγλικών και ξεκίνησα προς τα εκεί. Μετά το μάθημα πήγα στο μαγαζί  της πλατείας και αγόρασα κρουασάν για να δαμάσω την πείνα μου. Δίπλα, μέσα στη μέση του δρόμου ήταν ένας μεθυσμένος. Σταμάτησε ξαφνικά με το μηχανάκι και σωριάστηκε καταγής. Τρέκλιζε, προσπαθούσε να σηκωθεί. «Μπίρα, μπίρα» φώναζε. Τα μάτια του ήταν μισόκλειστα και το στόμα του είχε κρεμάσει. Τρόμαξα από αυτήν την άσχημη εικόνα. Μεμιάς κυριεύτηκα από ένα άσχημο προαίσθημα ότι κάτι κακό θα γίνει. Νομίζω πως ήταν από τις πρώτες φορές που αντικρίζοντας ένα αρνητικό περιστατικό που δεν με αφορούσε, το συνέδεα με τη δική μου προσωπική κατάσταση. «Κάτι  κακό θα γίνει, κάτι κακό θα γίνει », αυτή η σκέψη είχε παγιωθεί μέσα μου. Από την άλλη, αν και παιδί, καταλάβαινα πως όλο αυτό το κακό προαίσθημα μπορεί και να προερχόταν από τα γεγονότα των τελευταίων ημερών. Η μανία της μάνας μου είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο, που μας έδερνε συστηματικά, δίχως «αφορμή». Εκτός από το χέρι της, ήταν και τα λόγια της πιο σκληρά. Αναθεμάτιζε την ώρα και τη στιγμή που μας γέννησε, ενώ ταυτόχρονα επαναλάμβανε συστηματικά πως δεν ήμασταν δικά της παιδιά. Στον τελευταίο της ξυλοδαρμό πίστευα πως δε θα τελείωνε ποτέ. Δεν είχαν καν το κουράγιο να λέω  προσευχή από μέσα μου για να παίρνω δύναμη, όπως έκανα άλλες φορές. Με έπιασε από τα χέρια και με γυρνούσε σβούρες. Με πετούσε στον τοίχο με δύναμη. Έμεινα ημιλυπόθυμη και έτσι σταμάτησε. Λίγη ώρα αργότερα, όταν τη ρώτησε η γειτόνισσα ανήσυχη αν ήμαστε καλά γιατί άκουσε φασαρία, απάντησε κοφτά «Από την τηλεόραση. Η μικρή την είχε τέρμα». Κοίταξα το ρολόι. Η ώρα ήταν τέσσερις και μισή. Ίσως δεν την έβρισκα σπίτι, σκέφτηκα. Τελευταία έμενε μέχρι αργά  στη δουλειά. Δεν της έφταναν οι πρωινές ώρες για να καθαρίσει το Γυμνάσιο, γιατί κρατούσε και το κυλικείο του σχολείου. Έτσι έλειπε ώρες. Αυτό με παραξένευε , ωστόσο η απουσία της δεν έπαυε να είναι ανακουφιστική. Έφτασα στο σπίτι όπου διαμέναμε μαζί της τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, μετά το διαζύγιό της από τον πατέρα μου. Βρήκα την πόρτα της πολυκατοικίας ανοιχτή και προσωπικά μας αντικείμενα πεταμένα στις σκάλες. Ρούχα, παπούτσια, βιβλία, ό, τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Πλησίασα διστακτικά το διαμέρισμά μας. Από μέσα έρχονταν μικροί θόρυβοι, άνοιγμα και κλείσιμο ντουλαπιών, βήματα.

 

  • Αναστασία, ψέλισα χαμηλόφωνα.
  • Η πόρτα άνοιξε ύστερα από λίγη ώρα. Έλα μέσα γρήγορα, δεν έχουμε χρόνο, μου απάντησε η αδερφή μου. Την έβλεπα να πηγαινοέρχεται έντρομη, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της.
  • Τι έγινε; Τι πάλι; Προσπαθούσε να πάρει ανάσα. Γύρισε και με κοίταξε. Με δυσκολία πρόφερε τις λέξεις.
  • Γύρισα από το σχολείο . Άρχισε πάλι να με χτυπάει. Αντιστάθηκα. Τότε…
  • Τι; Τι έγινε; Ο λυγμός που την έπνιγε ξέσπασε σε δάκρυα.
  • Με κυνήγησε με μαχαίρι να με σκοτώσει. Το έλεγε, «θα σε σκοτώσω, θα σε σκοτώσω, από τα χέρια μου θα πας».

Είχα παγώσει.

  • Και εσύ τι έκανες;
  • Πρόλαβα και κλειδώθηκα στο δωμάτιο και γλίτωσα. Άρχισε να χτυπάει κλωτσιές και μπουνιές την πόρτα για να την ανοίξω. Φώναζε έξαλλη πως αν γυρίσει και μας βρει εδώ θα μας σκοτώσει και τις δύο. Μάζεψε γρήγορα όλα τα πράγματά σου να πάμε στον πατέρα. Ακούς; Δήμητρα μην κάθεσαι, βοήθησέ με.

Σαν να ξύπνησα ξαφνικά από λήθαργο, τινάχτηκα σύγκορμη.

  • Και πού είναι τώρα; Ρώτησα φοβισμένη συνειδητοποιώντας τον κίνδυνο.
  • Δεν ξέρω, έφυγε. Κάνε γρήγορα, δεν έχουμε πολύ χρόνο. Ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορεί να γυρίσει.
  • Και πώς θα τα κουβαλήσουμε όλα αυτά; Πάρε τον πατέρα να έρθει να μας βοηθήσει.
  • Τον πήρα και δεν απαντάει.
  • Αν ζητήσουμε βοήθεια από κάποιον γείτονα;
  • Την άκουσαν να ουρλιάζει και δεν ξεμύτισε κανείς. Δεν ήρθε ούτε ένας να δει αν είμαι καλά. Λες να μας κουβαλήσει κάποιος τις βαλίτσες;

Δεν ήθελα τίποτα άλλο. Από εκείνη τη στιγμή κατάλαβα με τι είχα να κάνω και δρούσα γρήγορα, συγκεντρώνοντας όλες μου τις δυνάμεις στη φυγή μου. Είναι φοβερό πόση δύναμη και διαύγεια σου δίνει το ένστικτο της επιβίωσης, η αποφυγή του κινδύνου, η θέληση για ζωή. Σε λίγη ώρα είχαμε μαζέψει όλα μας τα πράγματα. Τα συγκεντρώσαμε στο πεζοδρόμιο ώστε να μη μπορεί να μας πειράξει αν μας έβλεπε μπροστά της εκείνη την ώρα. Στην χειρότερη περίπτωση, αν μας επιτιθόταν, θα τρέχαμε και θα τα αφήναμε εκεί. Ύστερα από αλλεπάλληλες κλήσεις, ο πατέρας μας ανταποκρίθηκε.  Κατέφθασε  και μας ρώτησε τι είχε γίνει.

  • Με κυνήγησε με μαχαίρι να με σκοτώσει. Πατέρα πάρε μας από ‘δω, δε αντέχουμε άλλο, του είπε η αδερφή μου.

Άρχισε να φορτώνει τα πράγματά μας στην καρότσα του αυτοκινήτου του με απάθεια. Συγκρίνοντας την στάση του με την επιθετικότητα την μάνας μου, μετέφρασα την συμπεριφορά  του σε ηρεμία. Καθόλου δεν με παραξένεψε που δεν αντέδρασε για να μας υπερασπιστεί, να μας προστατέψει. Άλλωστε δεν το έκανε ποτέ. Αφού τελειώσαμε,  έβαλε μπρος και ξεκίνησε να φύγει. Τον ακολουθήσαμε και εμείς με τα πόδια, καθώς το αμάξι ήταν ασφυκτικά γεμάτο, δεν είχαμε χώρο να καθίσουμε. Τότε ξαφνικά πετάχτηκε μπροστά μας η μάνα της, η γιαγιά μας. Ήταν σαν να μας παραμόνευε. Άρχισε να φωνάζει.  Την  θυμάμαι χαρακτηριστικά να λέει : «Δε ντρέπεστε καθόλου; Τι πράγματα είναι αυτά που κάνετε στη μάνα σας; Έχουν και άλλα παιδιά τόσο καλή μάνα; Δε τη λυπάστε καθόλου; Άντε να χαθείτε, κοπρόσκυλα, δε ντρέπεστε». Δε θα το ξεχάσω. Εγώ έμεινα πάλι στη θέση μου, μη μπορώντας να αντιδράσω μέχρι να ζυγίσω τον κίνδυνο. Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι να με τραβάει η αδερφή μου από το χέρι και να μου λέει, «Τρέξε» . Λίγο παρακάτω και αφού σιγουρευτήκαμε ότι δεν μας ακολουθούσε κανείς, σταματήσαμε ξέπνοες το τρέξιμο και αρχίσαμε να περπατάμε. Παρ’ όλη την κούρασή μας δε μπορούσαμε να σταματήσουμε να κινούμαστε. Έπρεπε να βρεθούμε σε μέρος ασφαλές. Με κομμένη την ανάσα και κρατώντας με σφιχτά από το χέρι η αδερφή μου γύρισε, με κοίταξε και είπε με δυνατή φωνή: «Φύγαμε Δήμητρα! Φύ-γα-με. Επιτέλους φύγαμε. Τα καταφέραμε». Έγιναν όλα τόσο γρήγορα που το ένα συναίσθημα διαδεχόταν το άλλο. Όχι σκέψεις, συναισθήματα. Σε τόσο επικίνδυνες καταστάσεις σταματάς να σκέφτεσαι. Δρας μηχανικά, ακολουθώντας μόνο το συναίσθημα. Αυτή η φράση λοιπόν, με έκανε να συνειδητοποιήσω με όλο μου το είναι πως κάτι τελείωσε. Ένας αγώνας, ένας γολγοθάς έλαβε τέλος, κάτι δύσκολο είχε επιτευχθεί. Ανάσαινα με όλη μου τη δύναμη και προσπάθησα να σταματήσω να κλαίω ώστε να μπορέσω να μιλήσω. Δεν τα κατάφερα όμως. Δεν με δυσκόλευε ούτε η ανηφόρα που ανεβαίναμε, ούτε το γρήγορο περπάτημα. Απλά δεν είχα κάτι να πω. Μέσα μου ένιωθα ένα κενό που δεν ήταν δυνατό να εκφραστεί. Μόνο να το νιώσω μπορούσα. Ναι, όσο και να ακούγεται παράξενο, το κενό βιώνεται. Το ζεις με κάθε πληρότητα ενός οποιουδήποτε άλλου συναισθήματος. Φτάσαμε στο σπίτι του πατέρα μας και αρχίσαμε να ξεφορτώνουμε. Σταδιακά προέκυπταν ζητήματα πρακτικής φύσης. Οι κουβέρτες που είχαμε να σκεπαστούμε δεν έφταναν. Επιπλέον, το ψυγείο και τα ντουλάπια ήταν άδεια. Ο πατέρας μας μάς δήλωσε πως δεν είχε λεφτά για να αγοράσουμε κάτι από το παντοπωλείο. Μας ξεκαθάρισε πως δεν ήξερε και δεν ήθελε να μαγειρέψει. Μας είπε ότι θα μας έφερνε σουβλάκια από την ταβέρνα της ξαδέρφης του, αλλά δεν ήθελε να υποχρεώνεται. Αυτό θα γινόταν μόνο για σήμερα και αύριο θα βλέπαμε. Μας προέτρεψε να σταματήσουμε να κλαίμε και να μην πούμε πουθενά, ποτέ σε κανέναν τι είχε συμβεί. Αν επέμενε ο κόσμος, να απαντούσαμε απλά ότι τώρα μένουμε με τον πατέρα μας. Μείναμε μόνες με την αδερφή μου μέχρι να γυρίσει ο πατέρας μας. Βάζαμε στην άκρη τα πράγματα. Αύριο θα τα τακτοποιούσαμε μετά το σχολείο. Το σπίτι ήταν πολύ βρώμικο, έπρεπε πρώτα να καθαριστεί. Γύρισε και με αγκάλιασε. Κράτησε το πρόσωπό μου μέσα στα δυο της χέρια και κοιτώντας με στα μάτια μου είπε: «Μη φοβάσαι, όλα θα πάνε καλά από εδώ και πέρα. Γλιτώσαμε». Της χαμογέλασα και προσπάθησα να ελπίσω σε κάτι καλύτερο. Αυτό θα μου εξασφάλιζε την  ηρεμία που επιζητούσα μετά το σοκ της ημέρας. Στο τραπέζι όταν καθίσαμε να φάμε έθιξα το θέμα.

– Τι θα γίνει με το σχολείο; Τι θα κάνω αν με πειράξει; Όλη μέρα εκεί είναι.Θα με κάνει πάλι ρεζίλι μπροστά στους συμμαθητές μου και τους καθηγητές μου.

– Θα πας κανονικά και δε θα σε πειράξει, απάντησε ο πατέρας μου.

-Ναι, όπως δεν με πείραξε και σήμερα και χθες και προχθές. Πώς μπορείς να το λες αυτό; Πώς μπορείς να είσαι τόσο σίγουρος; Δεν είδες τι μας έκανε πάλι σήμερα;

– Έχει δίκιο η μικρή πατέρα. Ας μην πάει ξανά στο σχολείο της. Αυτή  εκεί δουλεύει , αναμενόμενο είναι, θα την πειράξει.  Δεν πρέπει να είναι στον ίδιο χώρο. Είναι επικίνδυνη. Θα πάω αύριο μετά το σχολείο μου και θα ρωτήσω πώς γίνεται να την γράψουμε στο Γυμνάσιο Πολυγύρου.

– Δεν θα την παίρνουν. Και από εδώ οι καθηγητές της δεν θα την αφήσουν. Θα πάει εδώ κανονικά και η μάνα της δεν θα την πειράξει ξανά. Και αν την πειράξει, τι να κάνουμε; Αυτή είναι η μάνα σας. Να μην βγαίνεις και εσύ από την τάξη να μην σε βλέπει.

«Καλά θα δούμε τι θα κάνουμε. Να προσέχεις και αν σου κάνει το οτιδήποτε, να πας στη διευθύντρια. Εντάξει; Μην φοβάσαι» μου είπε η αδερφή μου καθώς με σκέπαζε. «Προσπάθησε να κοιμηθείς, το χρειάζεσαι. Ήταν μια δύσκολη μέρα, αύριο θα είναι μια καλύτερη ».

Προσπάθησα να σκέφτομαι μόνο την αυριανή γιορτή και το ποίημα που είχα να διαβάσω. Σκεφτόμουν ξανά και ξανά τον τίτλο του «Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος, αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος». Ζαλιζόμουν από την κούραση μα δεν με έπαιρνε ο ύπνος. Κάθε λίγο τιναζόμουν. Νόμιζα πως έμπαινε στο δωμάτιο για να μου κάνει κακό.  Προφανώς και δεν ήταν μόνο εκείνη η μέρα, Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2004. Ήταν η κάθε μέρα, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου.  Όλο «αυτό» να είναι το λεπτό, η ώρα μου , η καθημερινότητά μου, η ζωή (μου;). Εκείνο το βράδυ , στα δώδεκά μου χρόνια ήταν που βεβαιώθηκα πως πολλές φορές οι εφιάλτες είναι πολύ μικροί και λίγοι μπροστά στην πραγματικότητα. Πως η κόλαση είναι εδώ, μπροστά μας. Εκείνο που δεν ήξερα ακόμη ήταν πως είχα μόλις αντιμετωπίσει μονάχα ένα πολύ μικρό κομμάτι αυτής.