Ana Brnardić, 7 ποιήματα

Μετάφραση: Θωμάς Τσαλαπάτης

Η μετάφραση των ποιημάτων από τον Θωμά Τσαλαπάτη έγινε στο πλαίσιο της συνεργασίας των Εκδόσεων Θράκα με το κροατικό PEN, και πιο συγκεκριμένα
κατά τη διάρκεια του προγράμματος λογοτεχνικών διαμονών «Ποιητές μεταφράζουν ποιητές» στο Ζάγκρεμπ.

Στην άκρη του Χειμώνα
Μέσα σε εκείνο λοιπόν το σούρουπο στο πάρκο,
όταν για μια στιγμή ήμουν κοράκι με λεκιασμένο παλτό
για να σε φυλάω μέσα, εσένα πουλί ακόμα μικρότερο,
ενώ το βλέμμα μου διέσχιζε τα μαύρα κλαδιά
προς τον ήδη μαύρο ουρανό

και νωρίτερα σε εκείνο το πρωινό στο πάρκο
επειδή χάιδεψα για ώρα πολλή
τον απαλό φλοιό της σημύδας
αναζητώντας
κάτι ασαφές και άγριο
γάλα ή καμπάνες

το χιόνι ένοιωσε την μυρωδιά μας.

Εσένα, γιατί μόλις είχες φτάσει και όλα γύρω σου λάμπουν.
Και μόνο τότε, τις σταγόνες
που ακολουθούσαν πίσω μας σαν βρόχινο μελάνι
και το φυλαχτό στο κορακίσιο μου σώμα
και εσένα, το πουλί στο ύψος της καρδιάς μου
και μια στιγμή αργότερα, ενώ τα κλαδιά αιωρούνται στον ουρανό
και το σούρουπο υφαίνει το τέλος του
με βελονιές διαφορετικές από εχθές

το χιόνι αισθάνθηκε την μυρωδιά μας.

Γιατί φωλιασμένη στο παλτό μου ήταν η φρεσκάδα,
ακόμα αδάμαστος, γεμάτος δέρμα και βλέμματα, ο ρευστός κόσμος,
την μια στιγμή σκαντζόχοιρος, την άλλη ψάρι, την άλλη ένα βλαστάρι δυόσμου
και η ανάσα σου γρήγορη και κοφτή
τα δέντρα έγερναν απαλά για να σε μυρίσουν
πριν τον χειμώνα, πριν την κάθοδο
των μεγάλων, λεκιασμένων πουλιών.

Προσπεράσαμε το χιόνι,
με ένα σώμα εορταστικό, φυλαγμένο στη πλεκτή ζεστασιά
όλων των κονσέρτων αριθμός 1 για πιάνο.
Και πίσω μας ακολουθούσε τα ίχνη μας ένα πέπλο
βαθύς, γαλάζιος ουρανός με μαύρο κορδόνι
φτιαγμένος από διάσπαρτα κλαδιά ξεχασμένα.

Η άλλη αδερφή
Είναι καλό να έχει κανείς μια αδερφή. Η αδερφή ανθίζει νωρίς,
πριν από τα φυτά, πριν από το φεγγάρι
και τα φτερωτά πλάσματα.
Είναι το πρώτο εγκόσμιο φως κάτω από τη στέγη σου,
μια διαυγής λάμπα, η ενιαία και στιβαρή επιφάνεια του τραπεζιού
στην τραπεζαρία.
Και όταν οι άνθρωποι με ρωτούν για την οικογένειά μου
τίποτα δεν είναι δύσκολο να εξηγήσω
εκτός από την όμορφη χρυσή σκόνη, που πέφτει απαλά
από μια όμορφη πασχαλιά κάπου ψηλά.
Ένα υπέροχο λουλούδι που κάποτε έπαιζε τον ρόλο της λάμπας
αλλά έμεινε έκθετο στις προθέσεις του χρόνου.

Μια αδερφή είναι η ομοιότητα των δακτύλων,
η απόσταση ανάμεσα στα μάτια κάποιου είναι το μέτρο της ευτυχίας,
εν συντομία μια αδερφή είναι κάτι πολύ απλό,
μια χάρτινη συσκευασία με μαύρο γάλα.
Και κυρίως, ένα ποτήρι που χύνεται
στο τραπέζι του φαγητού
και είναι υποχρέωση σου τότε να αποθέσεις μια πασχαλιά πίσω από το αυτί σου.

Είναι όμορφο να είσαι η άλλη αδερφή,
να γράφεις άναρθρα με μια πράσινη κηρομπογιά
πάνω στο χειρόγραφο μια σχολικής εργασίας
ρουφώντας τα βλαστάρια των νεαρών αλφαβήτων
και ανακαλύπτοντας πως στον βλαστό που σκαρφαλώνουν τα μπουμπούκια
κάποιος έχει ήδη χτίσει εύθραυστα αλλά χρηστικά σκαλοπάτια.

Η άλλη αδερφή κοιμάται στον νιπτήρα, πίνει από τον νιπτήρα
και γλιστράει το πόδι της στον νιπτήρα δοκιμάζοντάς τον.
Όταν ο βλαστός χωριστεί σε δύο
εκκωφαντικά δέντρα, η άλλη αδερφή θα απελπιστεί
και θα κοιτάξει το φεγγάρι σαν λύκος.

Η άλλη αδερφή είναι μισή λύκος
και μισή ένα παζάρι θησαυρών. Δεν τα παρατάει,
εποπτεύει και προσέχει.

Τα παπούτσια του πατέρα μου
Στον πάτο της ντουλάπας –για την ακρίβεια
κάτω από το έδαφος- δίπλα στις ρίζες
μιας οξιάς που δεν έχει ακόμη γίνει ντουλάπα
να τα εκεί- τα παπούτσια του πατέρα μου.
Μαύρα, φθαρμένα, φτιαγμένα από δέρμα, δύο δαμάσκηνα αποξηραμένα
να λικνίζονται στο κλαδί τους, τους εξαντλημένους του αστραγάλους.
Αυτά είναι τα πρώτα παπούτσια του που μπορώ να θυμηθώ.
Σίγουρα όχι τα πρώτα παπούτσια που φόρεσε.
Δεν τα έβγαζε ποτέ, είχαν γίνει σχεδόν ένα
με το δέρμα του, τόσο ζωντανά, φρουτώδη, ορυκτά.

Σχεδιασμένα για καλοκαίρι και χειμώνα.
Δεν πέρασε καν απ το μυαλό του να τα αντικαταστήσει με καινούρια.
Μια οικογένεια κατσαρίδων –ανάμεσα σε άλλα- ζούσε
στην ντουλάπα, μια λεγεώνα μερμηγκιών,
μια λεγεώνα ψύλλων. Αυτά τα παπούτσια ήταν σαν την κιβωτό του Νώε
γεμάτα κατοικίδια παράσιτα
μεταφέροντάς τα από την μια μέρα στην άλλη.
Μια μέρα η μητέρα άρπαξε τα παπούτσια από τα ευαίσθητα αυτιά τους
και τα πέταξε μακριά.
Και ο πατέρας δεν διαμαρτυρήθηκε, αντίθετα αγόρασε
ένα νέο ζευγάρι από κοινά αντρικά παπούτσια.
Τα μαύρα, πρώτα παπούτσια με τα τραβηγμένα αυτιά πήγαν στο δάσος
χωρίς να νοιώθουν ηττημένα. Όπως ακριβώς ο πατέρας είχε ανακοινώσει πριν από χρόνια: Βαρέθηκα τα πάντα,
θα πάω στο δάσος.
Έγιναν χώμα, ένα μικρό δέντρο,
ακόμη και ένας θάμνος με πικρά φρούτα.
Εκείνα τα παπούτσια που μέσα τους μεγάλωσαν οι κόρες του πατέρα
μαζί με πολλές άλλες ασυγκράτητες προτάσεις.

Φίλος
Την πρώτη ημέρα φορούσε μια σιδερένια πανοπλία σχεδιασμένη για πτήσεις.
Από κάτω της ένας σωρός μαλακά φτερά
και κάθε λέξη στο στόμα του είχε μία ή δύο ακίδες, ένα ράμφος ή μια μπαγκέτα διευθυντή ορχήστρας.
Άνοιξα το στόμα του και προσεκτικά πήρα από εκεί όλες τις λέξεις
απλώνοντάς τες σε ένα τραπεζάκι του καφέ.
Ακόνισα τα στομωμένα ράμφη και του τα επέστρεψα.
Όλα γινόντουσαν στη σιωπή τα πρώτα χρόνια.
Λικέρ κερασιού ξεχυνόταν από το τραπέζι όπου βρίσκονταν απλωμένες οι λέξεις του. Σκαρφαλώναμε κάτω από το τραπέζι για να το γλείψουμε
κοιτώντας ο ένας τον άλλο χωρίς να κλείνουμε μάτι,
γνωρίζοντας πως σύντομα όλα θα τελείωναν.
Αυτοί ήταν οι χειμώνες, ο ένας πιο λευκός από τον άλλο,
ανεβαίνοντας τις σκάλες με τα παπούτσια τους.
Εκεί έβρισκες γαμήλιες δεξιώσεις, κορυφές δέντρων, ξύλινα κρεβάτια
με τις ανησυχίες τους και τους τερματικούς σταθμούς τους.
Η πανοπλία του έκρυβε τον μηχανικό του εξοπλισμό που οδηγούσε τους αναστεναγμούς κάτω από την γη. Τα πανίσχυρα πουλιά του,
τα ιστιοφόρα, τα ιπτάμενα αυγά, οι επιτηδευμένες μουσικές σπουδές, οι παθητικές σονάτες
παρέλαυναν μπροστά μας στους νυχτερινούς δρόμους.
Όταν όλα είχαν τελειώσει με ανακήρυξε σύντροφό του.
Τοποθέτησε όλα τα μάτια σε συρτάρια αφήνοντας μόνο ένα έμπιστο ζευγάρι.
Το κουβαλώ μαζί μου σε πόλεις, πύργους, στην αρρώστια
και στο πρώτο πρωινό,
αυτό το έμπιστο ζευγάρι αγριολούλουδων κεφαλών.

Η καταγωγή των πουλιών
Στην αρχή τα πουλιά ήταν άψυχα, χρυσά.
Ύστερα τα μάτια τους ταχυδρομήθηκαν
από τα βάθη του ωκεανού,
ο θεός χάρισε τα φτερά από τα ίδια του τα μαξιλάρια
και τα ράμφη τους φτιάχτηκαν από του δάσους τα αγκάθια.
Ένα ξημέρωμα μεταφέρθηκαν μέσα απ το σκοτάδι
μέσα στο βαθυγάλαζο σώμα της πάχνης
μόνο για να βρουν την φωλιά τους πίσω απ το μέτωπο του ανθρώπου.

Αεροδρόμιο
Πάνω ψηλά σελίδες του ουρανού θροΐζουν
Κάτω χαμηλά ένας υπάλληλος τελωνείου θέλει το δακτυλικό σου αποτύπωμα
τη σφραγίδα του γενεαλογικού σου δέντρου
στην αίτηση της τουριστικής σου βίζας.

Το κίτρινο βαλκάνιο φεγγάρι φωτίζει κατά μήκος του προσώπου μου.
Ξέχασα να το σβήσω ενώ πετούσαμε πάνω από τον ωκεανό.

Η οικογένεια δίπλα μου έχει μεγαλύτερη εμπειρία.
Έκρυψαν τη θλιμμένη πεντατονική τους κλίμακα στο μανίκι τους.
Λούζοντας τον υπάλληλο στο ταμείο
Με μια γενναία δόση από τα καλιφορνέζικα χαμόγελά τους.

Πίσω από το οδόφραγμα, χαρούμενοι γέροι
με κουρέματα που μοιάζουν με μαλλί της γριάς
απλώνουν το χέρι τους για να με οδηγήσουν στον παράδεισο.

Πεδιάδες
Ταξιδιώτες κάθονται προσεκτικά
στους καναπέδες από ψεύτικο δέρμα βγάζουν τα παλτά τους
στο χρώμα του μύρτιλου και του στεγνού γρασιδιού.
Το τρένο παραπατά μέσα στη νύχτα σαν τυφλός βοσκός.

Το σκοτάδι εισβάλει στο βαγόνι από όλες τι γωνίες και τρέφεται από την αδιαφορία μας
Σύντομα –σε μισή ώρα- θα κολλήσουμε τα πρόσωπά μας στα τζάμια
κυριευμένοι από μια περίεργη βεβαιότητα
πως μέσα από αυτό το ανώνυμο δάσος,
ακολουθώντας τις επιθυμίες και τα αισθήματα
ζαρκάδια, πουλιά και άλλα πλάσματα που ξυπνούν
θα τρέξουν ανάμεσα στα δέντρα μαζί με το τρένο μας

Αδιαφορώντας για τα διακριτικά του ελεγκτή, αποκαμωμένοι από αυτή την φασματική ράτσα, τα κεφάλια μας θα βυθιστούν στον ύπνο

οι απαλές, μαύρες πεδιάδες προσκομίζουν τα μπουμπούκια
απ τα οποία θα ανθίσουν
οι ηλεκτρικές πόλεις της νύχτας.