«Αδιέξοδοι καιροί»
«Σας οφείλω την αλήθεια στη λογοτεχνία και θα σας την πω»

 

Ανάλυση θεματικών και νοηματικών συνδέσεων στο έργο τού Κωνσταντίνου Λίχνου

 

Η λογοτεχνία συμπορεύεται με τη ζωή, συμπάσχει και συστενάζει με τον άνθρωπο, αναγνωρίζει και καταγράφει τις βαθύτερες σκέψεις του και τις κοινωνικο-πολιτικο-οικονομικές συνθήκες που τον οδηγούν σε αδιέξοδο. Αδυναμία εύρεσης διεξόδου, χωρίς προοπτική εξέλιξης με το στερητικό Α να αποτελεί το πρώτο συνθετικό της λέξης «Αδιέξοδοι» που συνοδεύει το ουσιαστικό «Καιροί», συγγράφουν τον τίτλο τής συλλογής διηγημάτων τού συγγραφέα Κωνσταντίνου Λίχνου. Ριζοσπαστικός ο τρόπος θέασης της ψυχοσωματικής οντότητας των ηρώων με τη λογοτεχνική οπτική τού συγγραφέα να φωτίζει ενδελεχώς τις λεπτομέρειες των ψυχολογικών διακυμάνσεών τους, τις συνθήκες εκείνες που συντελούν στη διαμόρφωσή τους, καθώς και τα στοιχεία τής προσωπικότητας που θα καθορίσουν την τελική απόφαση και στάση τους απέναντι στα πεπραγμένα. Ήρωες καθημερινοί, μοναχικοί, θλιμμένοι, αποδέκτες τής σκληρής πραγματικότητας, αλλά και κινητήρια δύναμη ανατροπής τής ιστορίας, καθώς είναι οι άμεσα θιγόμενοι, αναγνωρίζουν και αποδέχονται, στο τέλος, τη δύναμή τους. Λόγος διαυγής, αληθινός, γνήσιος σαν τα χρώματα και τις μορφές που απεικονίζονται στο έργο τού Paul Césanne, που κοσμεί το εξώφυλλο. «Σας οφείλω την αλήθεια στη ζωγραφική και θα σας την πω»· και ο Κ. Λίχνος με τη συλλογή αυτή απαντά στη ρήση τούτη του Γάλλου ιμπρεσιονιστή ζωγράφου, «Σας οφείλω την αλήθεια στη λογοτεχνία και θα σας την πω», αποδεικνύοντας ότι ο χρόνος είναι άχρονος στις τέχνες, συνομιλεί και συνδράμει στην αφύπνιση των συνειδήσεων, ελεύθερων κατ’ ουσίαν και κατά φύσιν σκεπτόμενων ανθρώπων.

Ψυχογράφημα της σταδιακής πορείας τού σύγχρονου ανθρώπου από την ατομοκεντρικότητα στην παραδοχή τής αναγκαιότητας του συλλογικού αγώνα για τη διεκδίκηση πανανθρώπινων διαχρονικών αξιών, αποτελεί το πρώτο διήγημα της συλλογής με τίτλο «Η συνέντευξη». Χωρίς να καθορίζεται το ιστορικο-χρονικό πλαίσιο καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης, ωστόσο, τούτο δίνεται μέσα απ’ τις ψυχολογικές διακυμάνσεις, που καθορίζουν την εξέλιξη της ιστορίας. Ανατρεπτική κορύφωση στο τέλος, που αν και προϊδεάζεται από την αρχή, λόγω των στοιχείων τού χαρακτήρα τού κεντρικού ήρωα, αδυνατεί ο αναγνώστης να προβλέψει ποιά στοιχεία θα επικρατήσουν στην εσωτερική πάλη: της προσωπικής παραίτησης ή της διεκδίκησης των αξιών. Λόγος που ρέει, συμπαρασύροντας τον αναγνώστη σε γνώριμες και οικείες καταστάσεις σύγχρονης εργασιακής καθημερινότητας, προσφέροντας, όμως, διέξοδο σε αδιέξοδους καιρούς, με λογοτεχνικά εμπνευσμένη αιχμηρή πένα.

Η αθέατη πλευρά τής ελληνικής υπαίθρου σκιαγραφείται στο διήγημα «Ο φράκτης», όχι από την οπτική ενός παντογνώστη αφηγητή, αλλά ως βαθύτατα ριζωμένο βίωμα του ήρωα του διηγήματος, που αν και το αποποιείται ιδεολογικά,  καθώς πιστεύει ότι είναι παράλογο και εντελώς ανούσιο να προκαλούνται δυσχερείς καταστάσεις, εξαιτίας ενός φράχτη, μεταξύ δυο γηραιών κυριών σ’ ένα χωριό, ωστόσο, εμπλέκεται σ’ αυτή την ιστορία συναισθηματικά διακείμενος, λόγω τής συγγένειάς του ως εγγονός τής μιας εξ αυτών. Περιγραφές γλαφυρές και κωμικοτραγικές με ιδίωμα τοπικό, βοηθούν τον αναγνώστη να αντιληφθεί τα βαθύτερα αίτια της συμπεριφοράς των πρωταγωνιστών, σ’ ένα περιβάλλον φυσικό που κάθε άλλο παρά συμβάλλει στην ενεργοποίηση αυτών των καταστάσεων. Η έννοια της ιδιοκτησίας τής γης και η καταπάτησή της από τον γείτονα συνιστά την απαρχή βαθύτερων κοινωνικών αναταραχών που μεταλαμπαδεύονται και στις μετέπειτα γενεές. Η τελική καταλυτική φράση τού διηγήματος, συνδέει χρονικά και ανάγει ως διαχρονικό το συμβάν αυτό σε όλες τις εποχές και σε όλες τις κοινωνίες, αστικές ή μη.

Στο διήγημα «Οι πορτοκαλιές», με τρόπο αριστοτεχνικό, ευφυή και με χιούμορ, αλλά, κυρίως, αληθινό και γνήσιο, ακολουθούμε την κλιμάκωση της αποδόμησης της προσωπικότητας ενός νεαρού, τής σύγχρονης εποχής, ο οποίος, εμφορούμενος από την βαθύτερη ανάγκη του για μόρφωση, αλλά και τις κοινωνικές προσταγές τού στενού και ευρύτερου περιβάλλοντός του, αγωνίζεται να μορφωθεί αποκτώντας σωρεία προσόντων, τα οποία θα συνέβαλλαν πρωτίστως στην ολοκλήρωσή του ως προσωπικότητα και δευτερευόντως θα του εξασφάλιζαν φαινομενικά τη δυνατότητα βιοπορισμού. Αντ’ αυτού, όμως, παρόλο που αναγνωρίζει ότι βιώνει τις συνέπειες ενός καπιταλιστικού συστήματος, που οδηγεί στη φτωχοποίηση των μεσαίων και κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, αλλά και στην κατά ουσία πολιτική απαξίωση των σπουδών (ιδιαίτερα των ανθρωπιστικών), καθώς δεν συνδράμουν στην οικονομική άνθηση και δεν μεταφράζονται σε κεφάλαιο, βιώνει μια «συνειδησιακή ακροβασία» παραπαίοντας στην αποδοχή τής ανεπάρκειάς του να βρει δουλειά και να αποδεχθεί τις ευρύτερες συνθήκες που καθιστούν το γεγονός αυτό αδύνατο, και από την άλλη στην απόλυτη άρνηση των πάντων ακόμη κι έμμεσα της ίδιας της ζωής. Έτσι, «Οι πορτοκαλιές», ανάγονται σε καθολικό σύμβολο της χαράς τής ζωής, τής φύσης, τού θροΐσματος του αέρα, τής νιότης που ερωτεύεται, χαρές τις οποίες ο ήρωας του διηγήματος αρνείται, όχι πεισματικά -ως αυτοτιμωρία-, αλλά επειδή θεωρεί τον εαυτό του εξ ολοκλήρου υπεύθυνο για την αδυναμία του ν’ ανατρέψει όλη αυτή την κατάσταση και αντιδιαστέλλει τη δική του επιλογή άρνησης, με την επιλογή προσπάθειας ανατροπής τής υπάρχουσας κατάστασης από έναν νεαρό εργάτη. Κατ’ επέκταση, «Οι πορτοκαλιές», σύμφωνα με την καταλυτική ρήση τού ήρωα, μπορεί να μην ευδοκιμήσουν κάτω από τη δική του φροντίδα, όμως σίγουρα θα ευδοκιμήσουν στις καρδιές και στις συνειδήσεις των αναγνωστών ως ένα κορυφαίο ανατρεπτικό διήγημα, έναυσμα σκέψεων της σύγχρονης κοινωνικο-πολιτικής πραγματικότητας.

Η ετυμολογία τής φράσης Άξεινος Πόντος = αφιλόξενο θαλάσσιο πέρασμα, -διότι η διάπλευσή της ήταν δύσκολη κατά την Αρχαιότητα,- σηματοδοτεί και το κυρίαρχο νόημα του διηγήματος. «Άξεινος Πόντος», το στερητικό Α είναι αυτό που συμπυκνώνει όλες τις εσώτερες ψυχολογικές αμφιταλαντεύσεις τού ήρωα, προκειμένου να ξεπεράσει τις ανασφάλειες, τους φόβους, την ηθελημένη απομόνωση και να αφεθεί, σχεδόν γυμνός, στα τρικυμιώδη νερά της. Προσωποποιεί τη θάλασσα αποδίδοντάς της ανθρώπινες ιδιότητες συναισθημάτων όπως δυσφορία, θυμό, αντιπάθεια, τα οποία εκδηλώνει με τα αφρισμένα κύματά της, επιδιώκοντας να τον οδηγήσει στην αναίρεση της προσπάθειάς του να νιώσει να βυθίζεται στο υγρό της στοιχείο και να απολαύσει την ηρεμία, που μπορεί να του προσφέρει. Αντ’ αυτού, αισθάνεται εκδιωγμένος βάναυσα και από τη θάλασσα, αναπόσπαστο στοιχείο τής πληρότητας της ανθρώπινης ύπαρξης να συνυπάρχει αρμονικά με όλα τα στοιχεία τής φύσης. Και μάλιστα, έμμεσα και μεταφορικώς, τονίζει με καυστικό χιούμορ την ανοχή τής φύσης και την αποδοχή τής βεβήλωσής της από την πλειονότητα του σύγχρονου πολιτισμού. Αποφασίζει να επιστρέψει στην προσωπική του απομόνωση, παρατηρώντας τη ζωή από το μπαλκόνι μιας πολυκατοικίας σε περίοδο διακοπών, καθώς η επιλογή του αυτή καθορίζεται από το ισχυρό αίσθημα ευθύνης, που αισθάνεται, απέναντι στις σύγχρονες δυσχερείς κ’ απάνθρωπες συνθήκες ζωής, οι οποίες του προκαλούν απέχθεια, ακόμη και στις συναντήσεις του με άλλους ανθρώπους. Η τελική του επιλογή να επιστρέψει στη μεγαλούπολη, ανατρέπεται την τελευταία στιγμή και αποφασίζει να διεκδικήσει τη συμφιλίωση και τον υπαρκτικό και λυτρωτικό δεσμό του με το θαλάσσιο στοιχείο, καθώς αυτό αντιπροσωπεύει την ολότητα και την κοινή μοίρα των φθαρτών επί της γης.

Κι ενώ η μοναξιά και η απομόνωση του ήρωα των διηγημάτων επιλέγεται ως εκούσια στάση ζωής και ενδοσκόπησης σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές και περιόδους, όταν κρίνεται επιβεβλημένη και επιτάσσεται από πολιτικές επιλογές -όπως κατά τη διάρκεια της επιδημικής κρίσης- τότε βιώνεται από τον ήρωα, του διηγήματος «Επιδημική κρίση», άκρως δυσχερώς. Οι ανοιχτές κουρτίνες τού σπιτιού, σήμαιναν την ελπίδα τής προσδοκίας, ήταν το παράθυρό του στη ζωή και στον κόσμο που τον καλούσε να γευθεί τις απολαύσεις όταν εκείνος θα το επιθυμούσε. Η καθολική, όμως, κι επιβεβλημένη απομόνωση υπό τον φόβο τής επερχόμενης τραγωδίας τού θανάτου μέσω τού covid, κάθε άλλο παρά διαχειρίσιμη  είναι, καθώς συνοδεύεται από ραγδαία και θεμελιώδη αλλαγή τού τρόπου σκέψης και συμπεριφοράς πλείστων των ανθρώπων. Ταυτόχρονα, η αυταρχική καταστολή, η επιβολή αυστηρών προστίμων εν μέσω οικονομικής κρίσης, σε όσους αποτολμούν να περιδιαβούν τους δρόμους αναιτίως, καθώς και η ανεπαρκής δημόσια υγειονομική περίθαλψη, ωθούν τον ήρωα όχι απλά σε αναθεώρηση των προσωπικών του προτεραιοτήτων, αλλά σε μια ουσιαστική και βαθύτερη οπτική των κοινωνικο- πολιτικών πεπραγμένων, που δίνεται με ευφυΐα, χιούμορ, κυρίως, όμως, με αλήθεια, ιδιαίτερα όταν περιγράφονται οι ψυχολογικά σωματοποιημένες συνέπειες του φόβου. Το όνειρο με την πραγματικότητα συνυπάρχουν, συμπλέκουν και αποσαφηνίζονται, εν τέλει, σε μια ζωή εν κινδύνω.

Ο ορθολογισμός τού ανθρώπου, τον οποίο αντιπροσωπεύει ο ήρωας του έβδομου, στη σειρά, διηγήματος των «Αδιέξοδων καιρών», με τίτλο «Η  ανάσταση», έρχεται αντιμέτωπος με την ηθικολατρεία, την τυπολατρία, τις δοξασίες, τις προκαταλήψεις μιας κοινωνικής ομάδας ανθρώπων, που εντάσσεται τοπικά σ’ ένα μικρό απομονωμένο χωριό, καθώς όλοι γνώριζαν ως και τις παραμικρές λεπτομέρειες της ζωής εκάστου κατοίκου κι έδιναν, μάλιστα, και τις δέουσες ερμηνείες και προεκτάσεις κατά συνείδηση. Το κεντρικό πρόσωπο της αφήγησης, ένας νεκρός ιερέας, ο οποίος καθώς εν ζωή διήγαγε βίο μοναχικό, απομονωμένος στα λειτουργικά του καθήκοντα, χωρίς να είναι ιδιαίτερα κοινωνικός- γεγονός που προξενούσε ιδιαίτερη αφορμή για σχολιασμό- αυστηρός, καθότι θεωρούσε τα πανηγύρια ως παγανιστικά, διαδόθηκε η φήμη από τους συγχωριανούς του ότι αναστήθηκε. Το γεγονός, όμως, αυτό έπρεπε να αποδειχθεί από τους ίδιους οι οποίοι το διέδωσαν, επιλέγοντας και τη σωστή θεωρία, καθώς άλλοι πίστευαν ότι συνέβαινε νεκροφάνεια, άλλοι ότι ο παπάς αγίασε και διάγει εμφανίσεις σε διάφορα σημεία τού χωριού. Οι ευσεβείς και τυπολάτρες χωρικοί στην πράξη αποδεικνύονται ορθολογιστές, αναζητώντας επιμόνως αποδείξεις λογικής, γεγονός που καθιστά την πίστη τους αβέβαιη και φαινομενική. Επιχειρούν, για τον λόγο αυτό, μια πορεία όλοι μαζί μέχρι τα κοιμητήρια -όπου είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι εθεάθη ο ιερέας- για να τον ανταμώσουν. Ο αφηγητής τού διηγήματος, ο οποίος απέχει ιδεολογικά και θεολογικά απ’ όλες αυτές τις θεωρίες, ακολουθεί την πορεία, ανατρέποντας το προβλέψιμο ροής τής ιστορίας, αποδεικνύοντας την, έμπρακτη κι έντονη, αγάπη του προς τον πλησίον, ενώ οι υπόλοιποι χωρικοί αδιαφορούν πλήρως για έναν ηλικιωμένο, που λιποθυμάει κατά τη διάρκεια της πορείας προς τα μνήματα. Βέβαια, από θεολογική οπτική, θα μπορούσε να ερμηνευθεί πως η αγάπη προς τον συνάνθρωπο, που εκδηλώνει ο ήρωας, εμπεριέχει την αγάπη προς τον Θεό.

Ο ήρωας του διηγήματος «Η επιστολή», είναι ο συγγραφέας και ο αποστολέας μιας ιδιότυπης εξομολογητικής και αυτοκριτικής επιστολής, που αφορά, αφενός τη γενικότερη στάση και θέση του απέναντι στα πεπραγμένα τής εταιρίας στην οποία δουλεύει, με βάση τα πιστεύω του ως κοινωνική υπόσταση, αλλά, και, αφετέρου την αποποίηση όλων των αρνητικών και προσβλητικών χαρακτηρισμών που του επισυνάπτουν μεμονωμένα πρόσωπα της εταιρείας, οι οποίοι, χαρακτηρισμοί, βασίζονται σε ανυπόστατες εντυπώσεις και φήμες. Το γεγονός αυτό, επαναλαμβανόμενο και κατά τα παρελθόντα είκοσι επτά έτη, που εργάζεται ο ήρωας, έφθασε στην κορύφωσή του όταν ένας συνάδερφός του, που πιθανόν εκτιμούσε, τον χαρακτήρισε «ψεύτη και δολοπλόκο», άλλαξε άρδην τη συμπεριφορά απέναντί του, και τότε, ο ήρωας του διηγήματος, αποφάσισε να του στείλει τούτη την επιστολή. Απ’ την αρχή, κιόλας, τής επιστολής σκιαγραφείται η προσωπικότητα του αποστολέα, καθώς το ύφος είναι απολογητικό, όχι όμως επειδή αισθάνεται ένοχος, αλλά λόγω τής περιθωριοποίησης στην οποία τον έχουν τοποθετήσει κάποιοι συνάδελφοι, διότι δεν παρεκκλίνει διόλου από τις αρχές του, ούτε δρα ιδιοτελώς χρησιμοποιώντας αθέμιτα μέσα για να προωθηθεί στην εργασία του. Στο διήγημα αυτό τίθεται το θέμα τής ακεραιότητας της προσωπικότητας ενός εργαζομένου σε, ιδιαίτερα ανταγωνιστικές και ψυχολογικά, αντίξοες συνθήκες εργασίας οι οποίες είναι ικανές να διαμορφώσουν ένα νέο ήθος εργαζόμενου, που χαρακτηρίζεται από εθελοδουλεία κ’ υποταγή στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες. Ο ήρωας, ορθώνει το ανάστημά του, θέτει τα πιστεύω του ενώπιον όλων, εμφορούμενος απ’ τη δύναμη της πνευματικής του ωριμότητας. Είναι έτοιμος να αποδεχθεί όλες τις συνέπειες, ακόμη και τον δημόσιο χλευασμό, όταν πιθανόν θα διαβαστεί δημόσια αυτή  η επιστολή. Με ύφος αυστηρό, αυτοσαρκαστικό, αλλά κυρίως αληθινό και γνήσιο, ο ήρωας στηλιτεύει και θέτει το ζήτημα της προσωπικής ευθύνης έναντι στα σύγχρονα εργασιακά δεδομένα.

Στο όγδοο, κατά σειρά, διήγημα της συλλογής, «Νέα αγωγή», το κεντρικό πρόσωπο είναι ένας νεαρός ο οποίος μέμφει τον εαυτό του, διότι αποδέχθηκε, σε χαλεπούς καιρούς, μια ταπεινή θέση στο δημόσιο, χάρη στη μεσολάβηση των γνωριμιών που είχαν οι γονείς του, με τίμημα, βέβαια, της ευεργεσίας που έλαβε, να απωλέσει δια παντός το ύψιστο δικαίωμα της ελεύθερης βούλησης της ψήφου, καθώς ήταν ηθικά υποχρεωμένος να τηρήσει το χρέος τους ως προς τους οφειλέτες. Τί σημαίνει, όμως, ηθική και πώς διαμορφώνεται η «νέα αγωγή», όρος που η σημασία του σκιαγραφείται μεταφορικά, ελαφρώς ειρωνικά και άκρως απογοητευτικά, από τον ήρωα, καθώς εννοεί την αγωγή εκείνη που ανάγει σε υπέρτατη αξία τη θήρευση της επιτυχίας και την οικονομική ευμάρεια ανεξαρτήτου τού τρόπου που χρησιμοποιείται για την απόκτησή της. Ο πολιτισμός, η παιδεία, η μόρφωση, ως κοινωνικά αγαθά, αποσιωπώνται και κυρίαρχη θέση στη «νέα» αυτή «αγωγή» κατέχει η ευφυΐα ως επινοητικότητα, στην εξεύρεση ατομικών λύσεων και στην αποποίηση κάθε είδους συλλογικής ευθύνης. Μια ατομοκεντρική, «εσώκλειστη», πραγματικότητα, που έρχεται αντιμέτωπη με τη συνείδηση του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος, προκειμένου να την αποδεχθεί, την καλύπτει ιδεολογικά με τις επιλογές προηγούμενων γενεών, επιβεβλημένες στην καθολική συνείδηση μιας κοινωνίας ως αναγκαίες και πρέπουσες. Όμως, στην πορεία τής διήγησης, ο ήρωας με σθένος στέκει απέναντι στην ατομική του συνείδηση, αλλά και στην κοινωνική συνείδηση, με τέτοιο τρόπο ώστε αποσαφηνίζονται οι έννοιες και οι ορισμοί, αποκτώντας την πραγματική τους σημασία, οι κοινωνικές αξίες. Έτσι, η αποτυχία τού να διατηρηθεί άτρωτος απέναντι στην αυτοκριτική του, δίνει το λυτρωτικό τέλος, αρνούμενος να οραματιστεί τη συνέχιση της γενεαλογίας του.

Το διήγημα με τίτλο «Νόστος», περιστρέφεται γύρω απ’ την επιστροφή ενός 60χρονου Έλληνα εργάτη απ’ τη Γερμανία στο πατρικό του σπίτι, στο χωριό, μετά από σαράντα χρόνια. Η εν λόγω επιστροφή εξελίσσεται σε μια διαδρομή επανασύνδεσης με το παρελθόν, μέσα από μια σιωπηρή και μοναχική ενδοσκόπηση «ιερής» ανάβασης σε δύσβατο και άγριο μέρος, κυριολεκτικά, αλλά και μεταφορικά. Αποδείχθηκε δέσμιος των δυσβάσταχτων συνθηκών, οι οποίες του υπαγόρευαν την απουσία περαιτέρω σκέψεων, καθώς θα μπορούσαν να αποδειχθούν ανώφελες και άχρηστες για το συγκεκριμένο μέρισμα της δουλειάς, που καλούνταν να διεκπεραιώσει, προκειμένου να επιτύχει στην εργασία και στη ζωή. Δύο ήταν οι λέξεις (οικονομία και αποταμίευση) που αποδέχθηκε να υπηρετήσει οικειοθελώς, προκειμένου να επιτρέψει στον εαυτό του τη μοναδική αυταπάτη και ψευδαίσθηση ότι θα του εξασφάλιζαν στο μέλλον τη δυνατότητα εξαγοράς τής ευτυχίας των παιδιών του. Όμως, η ανύπαρκτη επικοινωνία λόγω έλλειψης χρόνου, αλλά και σωματικών και ψυχικών αντοχών, με τα μέλη τής οικογένειάς του, καταδεικνύεται ουσιώδης για την αναθεώρηση των αξιών που παρέχουν ποιότητα ζωής σε κάθε ανθρώπινη υπόσταση. Το σφίξιμο του χεριού απ’ τη γυναίκα του, μόλις αντικρύζουν τα εγκαταλελειμμένα ερείπια του πατρικού του, είναι η ελάχιστη επικοινωνία που του θυμίζει το σκίρτημα της καρδιάς, όταν την είχε πρωτοερωτευθεί. Η προοπτική να φύγουν και τα παιδιά του στο εξωτερικό, για ανεύρεση καλύτερων συνθηκών εργασίας, έστω και αν το πλαίσιο και οι εποχές διαφοροποιούνται, τον φέρνει αντιμέτωπο με την ουσιαστική έννοια της λέξης «ξένος» και «ξενιτιά», όχι σε χωρο-ταξικό επίπεδο, αλλά σε επίπεδο κατάστασης ψυχισμού, μοναξιάς, ειλικρίνειας, και υποκρισίας, υπό τον φόβο τής παντελούς ερημίας.

Ο ήρωας του διηγήματος «Ο άνθρωπος με τη φωτογραφική μηχανή», είναι ένας μοναχικός νεαρός ο οποίος αποζητά απεγνωσμένα μια εκδρομή στο χωριό του, που βρίσκεται στα πυκνόφυτα δάση τής Ακαρνανίας και στους παραπόταμους του Αχελώου, προκειμένου να επανακτήσει τη σχέση του με τον κόσμο, η οποία έχει διαρρηχθεί λόγω τής μεμονωμένης και επιλεγμένης εστίασης των καταστάσεων που του προσφέρει η ενασχόληση με τη φωτογραφία. Οι συνεχείς, όμοιες και αποκρουστικές εικόνες, που συναντάει στην πόλη, τού προκαλούν αντιθετικά συναισθήματα αδιαφορίας, αλλά και απέχθειας, όχι μόνο ως προς τις συνθήκες, αλλά κι ως προς τον ίδιο του τον εαυτό. Συνεπώς, πρέπει να αποφασίσει εάν η φωτογραφική μηχανή θα του αποκαλύπτει ή θα του κρύβει τον κόσμο. Καθοριστική σημασία για την επιλογή αυτή έχει η αναγνώριση, από τον ήρωα, των βαθύτερων αιτίων και κινήτρων που τον ωθούν να αποτυπώνει τις στιγμές, πριν αυτές βυθιστούν για πάντα στη λήθη. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο διήγημα, «Η κάμερα είναι ένας άτεγκτος θηρευτής τής αλήθειας και είναι μείζον ζήτημα ηθικό προς τα που θα στρίψεις το φακό». Όμως, στη σύγχρονη οπτικοακουστική εποχή, των πυροτεχνημάτων, η ασυδοσία των εικόνων συνετέλεσε στην απώλεια της δυναμικής αυτών, αλλά και της ουσιαστικής ανθρώπινης επαφής. Ένας μοναχικός, απογοητευμένος, ήρωας της πόλης αναζητά ένα νέο πρίσμα οπτικής, που θα συντελέσει να ξαναβρεί την χαμένη του έμπνευση για τη ζωή.

Τις ψυχολογικές διακυμάνσεις, τον βαθύτερο εσωτερικό κόσμο ενός ναυτικού, ο οποίος μοιράζει τη ζωή του ανάμεσα σε στεριά και θάλασσα, διαπραγματεύεται το διήγημα «Ο καπταν-Αντώνης». Σκιαγραφείται απόμακρος, μελαγχολικός, λιγομίλητος, ενίοτε απότομος και αυθάδης όταν, δίχως να το επιτρέψει, προσπαθεί κάποιος -στα πλαίσια κοινωνικής συναναστροφής- να του εκμαιεύσει πληροφορίες για τις εμπειρίες του στη θάλασσα. Τότε, περιχαρακώνεται στην ατομικότητά του, προκειμένου να την προστατεύσει και αρνείται να αφήσει δίαυλο επικοινωνίας από φόβο και ανασφάλεια σε κάθε τί που θεωρεί άγνωστο. Η εναλλαγή τής συμπεριφοράς του στη στεριά και στη θάλασσα, είναι ενδεικτική των αντιθετικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν την προσωπικότητα τού εκάστοτε ανθρώπου, καθώς εκδηλώνονται σε διαμετρικά αντίθετες καταστάσεις διαβίωσης και τότε αποκτούν ιδιαίτερο λογοτεχνικό και ψυχογραφικό ενδιαφέρον. Πορεύεται μοναχικός ταξιδευτής στη στεριά, σε μέρη γνώριμα και οικεία, κατηφής κι απογοητευμένος, ανάμεσα στους δικούς του ανθρώπους, αναζητώντας διακαώς τα στενά όρια της διαβίωσής του στο πλοίο. Ενώ, στη θάλασσα, αλλάζουν εκ διαμέτρου τα στοιχεία αυτά και η συμπεριφορά του, καθώς τα χωροταξικά όρια είναι καθορισμένα και οι δίαυλοι επικοινωνίας με τους συνανθρώπους του ανοιχτοί. Η αποδοχή των αντιθετικών αυτών στοιχείων από τον ίδιο, τον ωθεί σε βαθιά, ειλικρινή, γνήσια και αμέριστη αγάπη προς τον συνάνθρωπο, καθώς αγωνιά και ενδιαφέρεται να μάθει για τις ζωές των ανθρώπων που αφήνει πίσω του, ως εκπλήρωση μιας οφειλής που θεωρεί επιβεβλημένη να εκπληρώσει, λόγω των τύψεων της απάρνησης μιας στεριάς, που τον ανάθρεψε. Αναζητά, ο συγγραφέας, υπό το πρίσμα ενός παντογνώστη αφηγητή, τα βαθύτερα αιτία αυτής της συμπεριφοράς και ανατρέχει στα βιώματα της παιδικής του ηλικίας, όταν το επάγγελμα του πατέρα, τον ανάγκασε να μείνει για χρόνια εγκλωβισμένος σ’ ένα σκαμνί, διότι ήταν τσαγκάρης. Τόπος κινούμενος το καράβι, σύγχρονος πύργος τής Βαβέλ, με αρμονική και συνεργατική συνύπαρξη πολλών φυλετικών ομάδων, καταδεικνύεται ο μόνος ασφαλής τόπος να ζει ο ναυτικός, καθώς αυτό που γνωρίζει να αντιμετωπίζει ακέραια και το πράττει με επιτυχία, είναι η ισορροπία στο μεταίχμιο.

Σ’ ένα ταπεινό καφενείο τού Πειραιά, μόλις δύο χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή κι ένα χρόνο μετά την αιματηρή καταστολή τής πανεργατικής απεργίας στο Πασαλιμάνι, εκτυλίσσεται η ιστορία τού διηγήματος «Στον καφενέ», όπου ο ιδιοκτήτης του, κυρ- Ανέστης, υποδέχεται με περισσή φροντίδα κάθε πελάτη, που θα διαβεί το κατώφλι τού μαγαζιού του. Εκεί, λαμβάνουν χώρα ποικίλες πολιτικές συζητήσεις και λεκτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ θαμώνων, θετικά προσκείμενων στο θεσμό τής βασιλείας και αρνητών αυτού. Οι τοίχοι τού καφενείου, βαμμένοι στο γαλάζιο χρώμα τ’ ουρανού, διηγούνται με τις λιθογραφίες την ιστορία τής Ελλάδος, με τα πολιτικά πρόσωπα που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην πορεία της. Με τρόπο καυστικό, αλλά και με ιδιαίτερο χιούμορ, ο συγγραφέας παρουσιάζει την ιστορία τής εποχής εκείνης, αλλά, κυρίως, τον αντίκτυπο των γεγονότων στην καθημερινότητα τριών ανθρώπων, παρουσία ενός νέου που ήρθε από τη Λάρισα για να σπουδάσει στην Αθήνα, μέσα από τη συζήτησή τους για τα καίρια πολιτικά ζητήματα. Η θέρμη με την οποία υπερασπίζονται τις απόψεις τους, περνάει από πολλές διακυμάνσεις, καταλήγοντας στην αποδοχή τής πεποίθησης ότι οι εξαιρετικά δύσκολες πολιτικές- κοινωνικές- οικονομικές συνθήκες, που βιώνουν όλοι, είναι κοινές ανεξάρτητου πολιτικής πεποίθησης. Αναμόχλευση των ιστορικών πεπραγμένων λαμβάνουν χώρα, αλλά και αναφορά στην στάση των Συμμάχων στην πορεία τής ιστορίας, καταλήγοντας στη ρήση τής λαϊκής σοφίας, «Θύματα της μωρίας μας πέσαμε». Κεντρικό ρόλο στην όλη πλοκή τού διηγήματος, διαδραματίζει η θέση τού κάδρου τού βασιλέα, που, ανάλογα με τη διάθεση του ιδιοκτήτη και τις συγκυρίες, αλλάζει κατά το δοκούν. Ο θεσμός τής βασιλείας αμφισβητείται και από τον κυριότερο υποστηρικτή του, τον ιδιοκτήτη, ο οποίος προτείνει τον όρο «αβασίλευτη βασιλεία», ως ιδιαίτερα ενδεδειγμένο. Η λύση, στην αντιπαράθεση και το τέλος τού διηγήματος, δίνεται αιφνίδια και απρόσμενα από τα καιρικά φαινόμενα που ως «από μηχανής Θεός» αποκαθιστά την τάξη των πραγμάτων ερήμην των ανθρώπων, όταν οι ίδιοι αδυνατούν ν’ αντιληφθούν τη δύναμή τους στην πορεία τής ιστορίας.

«Στο καπηλειό», ο συγγραφέας προσεγγίζει το θέμα τού αλκοολισμού ως συνιστώσα πολιτικών-οικονομικών-κοινωνικών δυνάμεων, που δρουν καταλυτικά στην ψυχοσύνθεση ενός απολυμένου εργάτη στον Πειραιά, την εποχή τού μεσοπολέμου. Φαινομενικά ασυνεπής και ανεύθυνος στο στενό οικογενειακό περιβάλλον, καθώς το μόνο που αποζητά είναι η εξεύρεση χρημάτων (είτε κλέβοντας το μεροκάματο της οικογένειάς του, είτε προσπαθώντας να δανειστεί) για να ικανοποιήσει το πάθος του, όμως, από την αρχή τού διηγήματος, είναι έκδηλη η χαμηλή του αυτοεκτίμηση και το ενοχοποιητικό αίσθημα ντροπής, που τον διακατέχει σε όλη του τη συμπεριφορά. Την εποχή κατά την οποία ο Ε. Βενιζέλος θεσπίζει τις λαϊκές αγορές, για να παρακαμφθεί η κερδοσκοπία των μεσαζόντων, οι εικόνες μαζικής επαιτείας στους χώρους αυτούς δίνονται με γλαφυρότητα και χιούμορ, κάτω από το βλέμμα τού ήρωα της ιστορίας. Συνάμα, περιγράφεται το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει το κράτος μέσα απ’ τις συνομιλίες, και τις συμπεριφορές, των ατόμων που τριγυρνούν άνεργοι ή δουλεύουν κάτω από δυσχερείς συνθήκες, μη έχοντας δυνατότητα επιλογής. Ωστόσο, παρουσιάζεται και η κρατούσα και διαχρονική αντίληψη ότι η εξεύρεση εργασίας είναι θέμα ατομικής αξιοσύνης, ανεξαρτήτου συνθηκών και αγώνων συνολικής κατάκτησης. Έτσι, η οργάνωση των εργατών σε συνδικάτα, για διεκδίκηση των κεκτημένων τους, θεωρούνταν, κατά την εποχή εκείνη, μέγιστη εθνική συμφορά- σύμφωνα και με τα λεγόμενα του θείου τού ήρωα-, που ήταν απόστρατος αξιωματικός. Όμως, ο ήρωας, στο τέλος, αποφασίζει να υπερβεί την ατομικότητα και τα προσωπικά του αδιέξοδα και να διεκδικήσει συλλογικά το δικαίωμα, που οφείλει ως οργανωμένο μέλος τής κοινωνίας, να του παρέχει η πολιτεία: το δικαίωμα της εργασίας, της συλλογικής διεκδίκησης ανθρώπινων συνθηκών εργασίας, και της ελεύθερης διακίνησης και έκφρασης των ιδεών. Έστω κι αν η χρονική συγκυρία τού διηγήματος αυτού απέχει κατά πολύ από τη σημερινή, ωστόσο, ο αναγνώστης, αναγνωρίζει καταστάσεις που βιώνει σε καιρούς έντονης οικονομικής κρίσης και πολιτικού αδιεξόδου των συγχρόνων καπιταλιστικών συστημάτων.

Η τυχαία συνάντηση δύο αγνώστων ανδρών στη στάση ενός λεωφορείου («Στη στάση» και ο τίτλος τού συγκεκριμένου διηγήματος) και η διάθεση επικοινωνίας, με περισσή ευγένεια προσέγγισης ενός ηλικιωμένου προς τον άγνωστό του νεαρό, τον ωθούν να τον καλημερίσει και να τον ρωτήσει για τον τόπο διαμονής του. Αυτό, σηματοδοτεί την απαρχή μιας συζήτησης σχετικά με την ιστορία τού τόπου, τον πολιτισμό, την παιδεία, που φαινομενικά οδηγεί σε αντιπαράθεση, με έκδηλο το χάσμα γενεών, όμως, κατ’ ουσίαν, είναι η ιδεολογική πορεία κάθε επερχόμενης γενιάς να αμφισβητήσει το ιστορικό παρελθόν, προσπαθώντας να ανοικοδομήσει ένα καλύτερο παρόν και μέλλον. Η αμφισβήτηση αυτή εκλαμβάνεται πολλάκις από την προηγούμενη γενιά ως άρνηση και αποδοχή πολιτιστικού μηδενισμού, ενώ, σύμφωνα με τη γνώμη τού νεαρού ήρωα του διηγήματος, κάποια πρότυπα λογοτεχνικής γραφής τα θεωρεί ξεπερασμένα και αναχρονιστικά, όχι όμως με σκοπό να τα εκμηδενίσει, αλλά να τα ξεπεράσει, επιθυμώντας, ως νέα γενιά, να θέσει τη δική της σφραγίδα στην ιστορία τού τόπου που πορεύεται. Ο νεαρός, αντιπαραβάλλει την αποξένωση από την ιστορία και την παράδοση, για τα οποία τον «κατηγορεί» ο ηλικιωμένος συνομιλητής του, με την αποξένωση και την αδυναμία εκσυγχρονισμού και προσαρμογής τής προηγούμενης γενιάς στη σύγχρονη εποχή, μέσα από ένα διάλογο ευγενικό, ευφυή και μερικές φορές αιχμηρό. Οι συνθήκες, όμως, που διαμόρφωσαν τον τρόπο σκέψης και διαβίωσης της σύγχρονης γενιάς, με όλα τα υπαρκτά προβλήματα της ανεργίας, της οικονομικής κρίσης, της ένδειας των αξιών, είναι επακόλουθο των επιλογών τής προηγούμενης γενιάς, η οποία, βέβαια, και τις υφίσταται ταυτόχρονα, γεγονός που αποδέχονται και οι δυο συνομιλητές. Σε μια τυχαία καθημερινή και ανούσια, ίσως, στιγμή τής ιστορίας, δύο γενιές συναντιούνται μεταφορικώς και κυριολεκτικώς, ανταλλάσσουν ανάθεση ευθυνών και καταλήγουν στο αποφθεγματικό συμπέρασμα ότι η λέξη «στάση», ως έννοια με πολυσημία, εμπεριέχει την εξέγερση, την ανταρσία απέναντι στην καθεστηκυία τάξη, όμως με βασική προϋπόθεση την πλήρη γνώση τού ιστορικού παρελθόντος, όχι μόνο για να αποφευχθούν λάθη, αλλά για ξεπεραστούν οι δυσχερείς σύγχρονες συνθήκες διαβίωσης. Έστω κι αν ο σύγχρονος γλωσσικός κώδικας επικοινωνίας δυσχεραίνει τη σύγκλιση των γενεών, συμπορεύονται μαζί, συμπάσχουν, και ανατρέπουν ενίοτε την ιστορία μέσα από τη λογοτεχνία.

Στο τελευταίο, κατά σειρά, διήγημα της συλλογής, «Ονείρου μονόπρακτο», σκιαγραφείται ο χαρακτήρας ενός σύγχρονου νεαρού, στον οποίο εμπεριέχονται όλα τα στοιχεία των χαρακτήρων των ηρώων τής συλλογής. Μοναχικός, ανήσυχος, εκτεθειμένος στις καταστάσεις τής ζωής, τις οποίες βιώνει ένθερμα λόγω τού αισθήματος ευθύνης, που τον διακατέχει, πορεύεται θλιμμένος, πληγωμένος και ενοχικός, όχι μόνο από τις συνθήκες ζωής και την αδυναμία του να τις ξεπεράσει, αλλά και από τα προσωπικά του αδιέξοδα εξαιτίας τής ευαισθησίας, αλλά και της εσωτερικής του σύγκρουσης, να μην  αποδεχθεί τις σύγχρονες δυσχερείς καταστάσεις και να αγωνιστεί συλλογικά για την βελτίωσή τους. Με συμβολική και μεταφορική γραφή, ο συγγραφέας, στο διήγημα τούτο, τοποθετεί τον ήρωά του να παραδίνεται στην αγκαλιά τού Μορφέα, αντιμετωπίζοντας και συνομιλώντας «κατά μέτωπο» με τρεις ανθρωπομορφικές οντότητες: την απραξία, τον έρεβο και τη σιωπή. Τρία στοιχεία τα οποία διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην ψυχοσύνθεσή του, εκδηλώνονται ψυχοσωματικά, δημιουργούν υπαρξιακές αγωνίες και φιλοσοφικούς στοχασμούς. Ένας ήρωας αναγνωρίσιμος σ’ όλη την πορεία τής ιστορίας, στέκεται με θάρρος και ενσυναίσθηση αντίκρυ στον βαθύτερο εαυτό του, στον συνάνθρωπο στην κοινωνία, αναρωτιέται, αναλογίζεται, αναμετριέται με τη ζωή και την ιστορική συνέχιση της σύγχρονης κοινωνίας.

 

Ελένη Α. Σακκά