Τα μικρά κορίτσια δεν μεγαλώνουν ποτέ.
Ένα κριτικό σημείωμα για το βιβλίο της Χαρούλας Αποστολίδου ‘’Μάλο Μόμε’’ (Μικρό Κορίτσι)

*Της Εύης Κουτρουμπάκη

ΠΛΑΝΟ ΣΤΑΘΜΟΥ

Κάθε που βλέπω στην οθόνη
εκείνον να περιμένει εκείνη
στο σταθμό του τρένου
μια θλίψη με συνέχει που δε μου ‘τυχε και μένα να ζήσω
παρόμοια στιγμή στη ζωή μου
κι ας μην ήταν ντε και καλά στιγμή χαράς
ας ήταν λύπης
εκείνη να φεύγει σύννεφο πίσω απ’ το τζάμι
κι εγώ να μένω αποσκευή ξεχασμένη
ενώ ήδη αρχίζουν να πέφτουν
οι πρώτες σταγόνες της βροχής
Θανάσης Μαρκόπουλος

Πάντα ο αναγνώστης θα διερωτάται όταν διαβάζει ένα βιβλίο πως μπορούν να κεντηθούν τέτοιες βελονιές συναισθήματος στο πεδίο της Λογοτεχνίας και πως όπως στο Μάλο Μόμε της Χαρούλας Αποστολίδου, ένας δημιουργός κάνει φλας μπακ και πάει να συναντήσει το παρελθόν του, την παιδική του ηλικία και τις μνήμες του από τους τόπους που έζησε, από τα βιώματα του και γύρω από αυτές τις συνιστώσες να υφάνει τον μύθο του και να ανασυστήσει το παρελθόν.

Το ‘’Μάλο Μόμε’’ της Χαρούλας Αποστολίδου είναι μια διανοητική βιογραφία που δεν υπηρετεί τον βιογραφισμό, αλλά προσπαθεί να περιγράψει τη βιωματική εμπειρία, που επισφραγίζεται από τη λογοτεχνική γραφή, τη γνώση και τους συγγραφικούς προβληματισμούς της γράφουσας.

Συνιστά μια λογοτεχνική επαναπροσέγγιση των πίσω σελίδων της ιστορίας που αφορούν τη μετανάστευση . Μέσα από μια τέτοια αποκαλυπτική γραφή αναστοιχειοθετείται η γνώμη σε γνώση, γίνεται μια ουσιώδης και άμεση γνωριμία με τα δρώντα πρόσωπα της τότε εποχής και είναι μια από τις ελάχιστες φορές στη Λογοτεχνία που τα πάσχοντα υποκείμενα είναι πρωτίστως αυτοί που μένουν πίσω, αυτοί που δεν μεταναστεύουν.

Δίνεται σ αυτό το βιβλίο η δυνατότητα στον αναγνώστη να αποκτήσει όχι γνώση δανεική και εξ αντανακλάσεως μα γνώση ουσίας για το θέμα.

Η λογοτεχνική σκυτάλη σε ότι αφορά την μετανάστευση και τους πρωταγωνιστές της ,επειδή κατά το πλείστον προσπάθησε να ακολουθήσει το εθνικό αφήγημα, παρέδωσε από γενιά σε γενιά μια σκυτάλη εν μέρει κούφια και σπασμένη λόγω της ηρωοποίησης των ξενιτεμένων.

Αυτοί που έμειναν πίσω, τους ‘’έφαγαν οι μυλόπετρες της Ιστορίας’’. (Τίτος Πατρίκιος)
Κι ο Ελληνικός χώρος επειδή μέχρι τότε θεωρούνταν ότι εντός του όλα χωρούν και προχωρούν, τελικά έγινε και ένας χώρος που εκτός από τα προαναφερθέντα, πλειστάκις απεδείχθη περίτρανα και ειδικά τώρα που η ιστορία της οικονομικής μετανάστευσης επαναλαμβάνεται, ότι συχνά οι άνθρωποι αυτού του χώρου υποχωρούν, αποχωρούν και στεναχωρούν.

Και έτσι οι κανονικότητες της μέχρι τότε ζωής έγιναν ετεροκανονικότητες και κινδύνευσαν να γίνουν αδιάρρηκτες διχοτομίες.

‘’Εσύ εκεί κι εγώ στου κόσμου τον παράλληλο, χειμώνας και το κλίμα ακατάλληλο’’.(Μάνος Ξυδούς)
Η Λογοτεχνία έχει καταγράψει τι συμβαίνει μ αυτόν που φεύγει.Αλλά και μ αυτόν που μένει τι γίνεται;

Σχεδόν κανείς μέχρι τώρα όμως δεν έχει πει πως η διαρκής προσπάθεια να προσδιοριστεί η ταυτότητα το κυνήγι μιας εν εξελίξει ταυτοτικής ρύθμισης και απορρύθμισης ταυτόχρονα αφορά και αυτούς που φεύγουν αλλά και αυτούς που μένουν.
Κανείς δεν έχει αναφερθεί στο γεγονός πως ο ψυχισμός αυτού που μένει, ειδικά αν μιλάμε για παιδιά μπορεί να εξελιχθεί σε πεδίο μάχης που μπορεί να κάνει αυτόν που μένει πίσω να διερωτάται μαδώντας μαργαρίτες..Μ αγαπά δεν μ αγαπά..προσπαθώντας να οικειώσει το ανοίκειο.

Αυτός που φεύγει έχει ένα παρηγορητικό ιστόρημα να καταθέσει, η αφήγηση του εαυτού του είναι γύρω από τον εαυτό του.Έφυγα για να ζήσω τα παιδιά μου.

Τι γίνεται όμως με το παιδί; Αν κλαίει για παράδειγμα γιατί του λείπουν οι γονείς του είναι αχάριστο; Αφού γι αυτόν ή αυτήν έφυγαν.

Και πως συγκροτείται η ταυτότητα ενός παιδιού κάτω απ αυτές τις συνθήκες;

Η απόκτηση μιας ταυτότητας και η υιοθέτηση της, διαμορφώνονται σε έναν κοινό χώρο. Το συνανήκειν ειδικά για την παιδική ηλικία θέτει ένα σύνορο. Άλλως πως, διαμορφώνεται το μη συνανήκειν.

Επειδή είναι γνωστό ότι η γραφή διαστέλλει τον εντός μας διεξαγόμενο εμφύλιο, ανασύρει κρυμμένους τόπους και τοπία αθέατα, ίσως και αχαρτογράφητα, η Χαρούλα Αποστολίδου, με τη συγγραφή αυτού του βιβλίου βγάζει στο φως όλα τα υπόγεια περάσματα που έχει διαβεί, υπονομεύοντας τις κυρίαρχες δεδομένες αντιλήψεις για τη συγκρότηση του υποκειμένου και της ταυτότητας του.
Πως δεν είναι όλα μέλι γάλα επειδή οι γονείς σου σε άφησαν για καλό σκοπό.
Και έκανε αυτό που ο Οσκαρ Ουάιλντ πίστευε, δηλαδή στην ακατάλυτη ελευθερία να σκέφτεσαι και να λες αυτό που θέλεις όπως το θέλεις κι όταν το θέλεις.

Και απέκτησε ταυτότητα με βάση αυτό που λέει ο Foucault. Πως η ταυτότητα είναι μια διαδρομή.
Και πόνεσε και δερωτήθηκε και κατακερματίστηκε και το δήλωσε με κάθε τρόπο με αυτό το βιβλίο, καταβυθιζόμενη στη σκοτεινή γη και στον εαυτό.

Γιατί θα πρέπει να τονιστεί πως η τελείως ολοκληρωμένη, ασφαλής και συνεκτική ταυτότητα είναι μια φαντασίωση.
Το ‘’Μάλο Μόμε’’ δεν είναι ένα αφήγημα κοινωνικής καταγγελίας.Κάθε άλλο.
Αναμφίβολα η τεκμηριωτική διάσταση μέσω επισήμων εγγράφων που αφορούν τη μετανάστευση αποτελεί βασική συνιστώσα του και έχει αφήσει ξεκάθαρα τις αποτυπώσεις του σ’αυτό.

Ωστόσο η Αποστολίδου, σαν χαρισματική αφηγήτρια δεν μένει μηχανιστικά προσηλωμένη στα ντοκουμέντα.
Αλλά εξ αφορμής αυτών μιλά για την καθημερινή εποποιία της επιβίωσης αυτών που φεύγουν κι αυτών που μένουν.
Η υπαρξιακή αγωνία της συγγραφέως δημιουργεί την προσωπική Οδύσσεια των ηρωίδων της και κάθε προσωπική Οδύσσεια είναι αφηγηματοποίηση της αέναης προσπάθειας απόδοσης ταυτότητας.

Σύμφωνα με τον Lucacs,η πορεία προς τον εαυτό, αποτελεί την εσωτερική μορφή του μυθιστορηματικού είδους.
Η Αποστολίδου είναι τίμια με τη γραφή και τίμια με τον αναγνώστη και την αναγνώστρια της .
Οι ηρωίδες της είναι αντιηρωικές με πάθη λάθη και μεγαλείο. Γιατί βέβαια ηρωικό δεν είναι αυτό το οποίο είναι συντεταγμένο με τους ηθικούς άξονες και το αξιακό σύστημα το οποίο επιβάλλεται άνωθεν.
Ηρωικό και πρωτίστως μάλλον αυτό είναι το να κλαις.

Πηγαίο αίσθημα διατρέχει το βιβλίο αυτό και ζωντανό συγκινημένο γράψιμο που υπερβαίνει πόρρω κάθε λογής αισθηματισμό.
Η Αποστολίδου κατορθώνει με τον άδολο παλμό που διατρέχει τη νουβέλα να αναδείξει εν τέλει το αγνό αίσθημα άμεικτο και άθικτο απ εξωλογοτεχνικές βλέψεις και ανάγκες.

Ο ρεαλισμός στην ανάπτυξη της προσωπικότητας των ηρωίδων της δεν εκτίθεται μονόχνοτος, ρηχός, μονοτυπικός, εκβιασμένα βελτιόδοξος και θετικοηρωολόγος. Δεν έχουμε εδώ να κάνουμε με μιαν ηρωοποίηση αυτών που ξενιτεύτηκαν και αυτών που έμειναν πίσω, ντυμένη λογοτεχνικά. Η Αποστολίδου καταδύεται πιο κάτω από το σημαινόμενο και ψάχνει να βρει το σημαίνον και τις ανθρώπινες αδυναμίες που είναι σύμφυτες με την ανθρώπινη φύση,
Δεν ξεραίνει το λόγο της σε ένα προσχηματικό ομοίωμα λογοτεχνίας.
Δεν εκχυδαΐζει την πραγματικότητα αλλά ούτε και την εξωραΐζει μέσα από παραμορφωτικές διόπτρες, δεν τη διαφθείρει, δεν τη λυμαίνεται, αλλά με μάτι καθαρό και ανεπηρέαστο, ατενίζει όλα όσα με τέχνη μας περιγράφει.

Ευθύτητα και αποκαλυπτική κοινωνιογραφική παρατηρητικότητα, απομακρύνουν το βιβλίο αυτό από το καθεστώς του βλοσυρού και του σκοπιμοθηρικού, προσφέροντας σελίδες γνήσιας συγκίνησης, άρτιας εκδίπλωσης της προσωπικότητας των ηρωίδων και τίμιας και ανθρώπινης οπτικής.

Τίποτε δε λείπει, τίποτε δε χάσκει, τίποτε δεν περισσεύει σ αυτό το βιβλίο.
Προσεγγίζει την αλήθεια, όποια κι αν είναι αυτή.

Προσωπική, πραγματική ή φανταστική, προσφέροντας αφειδώς τροφή για σκέψη.

Καταδεικνύεται περίτρανα με το βιβλίο αυτό πως η Λογοτεχνία έχει την ικανότητα να φέρνει τα πάντα μπροστά μας για να διαμορφώνουμε ίδια άποψη και αν αυτό κρίνεται απαραίτητο να αλλάζουμε την άποψη που είχαμε μέχρι πρότινος . Άλλωστε όπως έχει πει και ο Brecht, αν δεν αλλάξουμε ματιά , αν μείνουν τα πράγματα όπως είναι,είμαστε χαμένοι.

. Ο τρόπος που τελειώνει αυτή η ιστορία σου δημιουργεί την πιεστική ανάγκη να την ξαναπιάσεις από την αρχή και τη -βάσιμη- υπόνοια ότι αξίζει να το κάνεις.

Εύη Κουτρουμπάκη είναι φιλόλογος, συγγραφέας