volcanoed
when did I emerge
or was I floating here all along?
I remember being lifted
hurled and dropped
until I awoke in the middle of the archipelago
all I had soft on me
was devoured by fluorescent fish
and clawless copper crabs
until my bones turned to pumice
four million years before
and two thousand years after and
a lifetime that hardly counts
and all the words
lovers had whispered
or yelled at me —not the verbs
the adjectives — turned to black pebbles
that glisten and sing with the northern wind
ηφαιστειωθής
πότε να ήταν που αναδύθηκα
ή μήπως εδώ επέπλεα από πάντα;
αμυδρά θυμάμαι ν´ ανυψώνομαι
να αιωρούμαι και να κατακρημνίζομαι
έως που ξύπνησα καταμεσής του αρχιπελάγους
ό,τι δικό μου ήταν μαλακό
καταβροχθίστηκε από ιριδίζοντα ψάρια
και χάλκινα καβούρια χωρίς δαγκάνες
μέχρι που τα κόκκαλά μου έγιναν ελαφρόπετρες
τέσσερα εκατομμύρια χρόνια πριν
και δυο χιλιάδες χρόνια μετά και
ένα βίο που μετά βίας μετράει
κι όλες οι λέξεις
εραστών που ψιθύρισαν
ή ούρλιαξαν στ’ αυτιά μου — όχι τα ρήματα
τα επίθετα — έγιναν μαύρα βότσαλα
που αστράφτουν και τραγουδούν με το μελτέμι
vortexed
the promise of a cool morning
flame trees in full bloom, wilting
jacarandas, the roadside covered in fallen
lilac blossoms and plastic
soda bottles
for I had rebelled against the spiraling spring
committed the sin of oblivion, of undeserved joy
the promise turned to a threat as massive as an underground
gyre, Exploration Drilling, the sign read
I said No Way
the return flight eleven hours and
twenty-seven whirling years, a regression
so complete that my hair turned black and lustrous
again, an anger so deep that
it couldn’t be all mine
I said, No Drilling, No Exploration, I’ve had enough
of your night sobs, your contempt, they both leave
me cold, I ripped the last twenty-two chapters
of the book Placed by The Gideons and
flushed them
down the hotel room toilet, I just saved
the entire world from an apocalypse and on our call
I was sweeter than ever; I am sure
you noticed
στροβιλισθής
η υπόσχεση ενός δροσερού πρωινού
ακακίες σε φλογώδη άνθηση, μαραμένες
τζακαράντες, τα πεζοδρόμια γεμάτα πεσμένα μωβ
λουλούδια και πλαστικά
μπουκάλια αναψυκτικών
επειδή επαναστάτησα ενάντια σε μια στροβιλώδη άνοιξη
διέπραξα το αμάρτημα της άγνοιας, της ευτυχίας που δεν μου άξιζε, η υπόσχεση έγινε απειλή τόσο τεράστια όσο ένας υπόγειος
στρόβιλος, Εξερευνητική Γεώτρηση, το σημάδι έλεγε
κι εγώ είπα Ξέχνα Το
η πτήση της επιστροφής έντεκα ώρες και
είκοσι επτά στροβιλώδη χρόνια, μια οπισθοδρόμηση
τόσο απόλυτη που τα μαλλιά μου μαύρισαν και πύκνωσαν
ξανά, ένας θυμός τόσο βαθύς
που δεν μπορεί να είναι όλος δικός μου
είπα, Ούτε Γεωτρήσεις, Ούτε Εξερευνήσεις, αρκετά πια
με τους νυχτερινούς σου λυγμούς, την περιφρόνησή σου, και τα
δύο με παγώνουν, έσκισα τα τελευταία είκοσι-δύο κεφάλαια
του βιβλίου Placed by The Gideons και
τράβηξα το καζανάκι
της τουαλέτας του ξενοδοχείου, μόλις είχα σώσει
τον κόσμο ολόκληρο από μια δευτέρα παρουσία και στο τηλέφωνο ήμουν ένας γλύκας, δεν μπορεί
να μην δεν το πρόσεξες
airborne
In the winter, when the truth cannot be hidden
you entered the rooms of silence. It turns out
you had only stopped talking to me. I took off
not from my new home in the south, but from my first words
and when I arrived, I climbed the stairs up and down
rapid like my eyes, which is why I remembered our house
had only one storey, no yard, and no garden. But
there you were, standing in the middle of an endless
lush lawn singing — a voice that was neither yours
nor mine, growing a full beard for the first time.
I wanted you to hold and lift and throw me in
the air, until my shoulders ached from the flapping.
For in the winter, when the truth cannot be hidden,
you lay in bed, never to get up. I knew
next morning a blackbird would ask me all about
my return. I knew that I had to write that such flights
do not have soft landings. I had no idea the small
letters would return to my writing – them too.
So, you lifted me. And we fell.
My landing tender like warm bread, pale like
the days in my new cold country, the south.
αιωρούμενος
Το χειμώνα, που οι αλήθειες δεν μπορούν πια να κρυφτούν,
μπήκες στο σκοτεινό κελί της σιωπής. Όμως, όπως αποδείχτηκε
μόνο σε μένα σταμάτησες να μιλάς. Απογειώθηκα όχι από
τη νέα μου πατρίδα αλλά από τις πρώτες μου λέξεις
και μόλις έφτασα, έτρεξα πάνω κάτω τις σκάλες, γρήγορος
σαν τον ύπνο, και είναι για το λόγο αυτό που θυμήθηκα
ότι το σπίτι μας ήταν μόνο το ισόγειο, και δεν είχαμε ούτε κήπο, ούτε αυλή. Όμως εσύ στεκόσουν εκεί, στη μέση ενός λιβαδιού
τραγουδώντας- μια φωνή που δεν ήταν ούτε δική σου, ούτε δική μου, κι είχες μια πυκνή γενειάδα, για πρώτη φορά στη ζωή σου.
Γιατί το χειμώνα, που οι αλήθειες δεν μπορούν πια να κρυφτούν
ξάπλωσες στο κρεββάτι, και δεν σηκώθηκες ποτέ ξανά.
Ήθελα να με κράταγες, να με σήκωνες, να με πέταγες στον αέρα ψηλά, μέχρι οι ώμοι μου να πονέσουν από το φτερούγισμα. ‘Ήξερα
ότι το επόμενο πρωί ένας κότσυφας θα με ρωτούσε να του πω
τα πάντα για την επιστροφή μου. Ήξερα ότι θα’πρεπε να γράψω,
τέτοιες πτήσεις δεν προσγειώνονται στα μαλακά. Δεν είχα όμως ιδέα για την επιστροφή των μικρών γραμμάτων.
Με σήκωσες λοιπόν. Και πέσαμε.
Μια προσγείωση τρυφερή σαν ζεστό ψωμί, χλωμή
σαν τις μέρες μου στις κρύες χώρες του νότου.
Σύντομο Βιογραφικό
Ο Πέτρος Ισαακίδης γεννήθηκε στη Λάρισα. Σπούδασε ιατρική και δούλεψε ως επιδημιολόγος και ερευνητής στην Κένυα, την Καμπότζη, την Ινδία και τη Νότια Αφρική. Αυτή τη στιγμή ολοκληρώνει το Μaster of Arts στη Δημιουργική Γραφή του Πανεπιστημίου του Κέιπ Τάουν. Έχει δημοσιεύσει εκτεταμένα σε επιστημονικά περιοδικά αλλά παρεμένει φειδωλός στη δημιουργική γραφή. Ποιήματά του και πεζά, στα αγγλικά και ελληνικά, έχουν δημιοσιευτεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά, συμπεριλαμβανομένων των Anti-Heroin Chic, Ariel Chart, Στάχτες και άλλα.