Δικά μας ρούχα.
Φόρεσα τη φούστα της αδερφής μου.
Σκούρη μπλε με λευκές μαργαρίτες.
Με ένα πλατύ χαμόγελο περπάτησα μέχρι το σαλόνι,
και κάθισα μαζί με τους μεγάλους.
Και το σαλόνι γέμισε φωνές και δαγκωμένα χείλη.
Βγάλε αυτό που φοράς! Είπε η μαμά.
Ντροπή τα αγόρια να φορούν τα γυναικεία ρούχα!
Έτρεξα πίσω στο δωμάτιο και άλλαξα τη λουλουδάτη μου φούστα,
με μια ντροπή που λίγο με στένευε.
Μου πήγαινε πιο πολύ, όπως μου είπαν.
Κι έτσι τα χείλη γέλασαν και οι φωνές γλυκάναν.
Τη φορούσα συχνά, – εμπιστευόμουν τη μαμά, ήθελε πάντα το καλό μου.
Πως θα μπορούσε να με ντύσει με κάτι που δεν θα με έδειχνε ωραίο.
Ώσπου μεγάλωσα και έβρισκα μόνος μου τις φορεσιές
που ταίριαζαν στην ανδρωμένη μου όψη.
Βρήκα μια αεράτη περηφάνια και μια ακριβώς στα μέτρα μου αγάπη.
Είχα κι ένα πουκάμισο λευκό από λινάτσα,
αυτό φορούσα στα μελτεμένια τα νησιά, μαζί με τη χαρά μου.
Ήταν δικιά μου η ντροπή και δεν τη χάρισα σε κάποιον μικρότερο, που ίσως του χωρούσε.
Τη δίπλωσα καλά καλά, και τη φύλαξα στο πίσω μέρος της ντουλάπας.
Όταν μου λείπει η μαμά,
τη βγάζω κρυφά και τη φοράω.
Τα βράδια, μόνος, σπίτι.
Και στα αυτιά μου έρχονται ξανά, τα λόγια των μεγάλων.
Ντροπή η περιέργεια! Ντροπή η φύση! Ντροπή ο άνθρωπος!
Γιορτή.
Τους τελευταίους Ιούνηδες πάντα βρέχει.
Παρατηρώ τα νεαρά βροχόνερα στην αυλή μου, να καθαρίζουν τα απόνερα του χειμώνα.
Για το Ορλάντο,
την Τσετσενία
το Αφγανιστάν.
Τους τελευταίους Ιούνηδες δεν πάω πια στο πράϊντ.
Ανάβω ένα τσιγάρο απ’ το λευκό κερί με την κόκκινη βάση.
Σκέφτομαι τα ύστατα μυστικά φιλιά τους και τα νεκροκρέβατα τους,
τους κρεμασμένους Ρωμαίους και τις ιπτάμενες Ιουλιέτες.
Τις λαθραίες συνευρέσεις τους τη νύχτα.
Τους τελευταίους Ιούνηδες φτιάχνω τα συγχώρια μου.
Λίγο άγλυκο κέϊκ, μια σοκολατένια ελίτσα και ένα ποτήρι κονιάκ.
Καμμιά φορά βράζω και λίγο στάρι.
Τρώω μια κουταλιά και ότι περισσεύει το βγάζω στο μπαλκόνι ⸱
να φάνε οι πεινασμένοι σπουργίτες, να δυναμώσουν τα φτερά τους.
.
Τους επόμενους Ιούνηδες
θα τους γιορτάσω τους νεκρούς μου.
Το Ορλάντο,
την Τσετσενία,
το Αφγανιστάν
Τι τίμημα για μια ανθρώπινη στιγμή.
Σύντομο Βιογραφικό
Ονομάζομαι Λάζαρος Δημάκας και είμαι 43 ετών, ζω και εργάζομαι στη Θεσσαλονίκη. Επαγγελματικά ασχολούμαι με τη μαγειρική για παιδιά και παράλληλα συνεχίζω τις σπουδές μου από προπτυχιακό σε μεταπτυχιακό επίπεδο στο Ε.Α.Π. Η επαφή μου με την ποίηση υπήρχε από πάντα ως αναγνώστης. Τα τελευταία χρόνια, λόγω covid και του πολύτιμου προσωπικού χρόνου που υπήρξε από την καραντίνα, προέκυψε και η ανάγκη έκφρασης μέσω της ποιητικής γραφής.