Η κατάχρηση (;) του σονέτου

γράφει ο Θάνος Γιαννούδης

 (ποιητής-πεζογράφος, συνιδρυτής της πρωτοβουλίας «Κανονική Ποίηση»)

 

Το κίνημα της νεότερης έμμετρης ποίησης (που έχει ονομαστεί και «νεοφορμαλισμός») μετρά πια κάτι παραπάνω από τρεις δεκαετίες συστηματικής παρουσίας στα νεοελληνικά Γράμματα και τουλάχιστον τρεις «γενιές» προγραμματικά έμμετρων ποιητών και ποιητριών. Ας σκεφτούμε πως πολυθρύλητα κινήματα που μονοπώλησαν μετέπειτα για δεκαετίες τη νεωτερική παρα-λογοτεχνική συζήτηση έχουν κρατήσει συγκριτικά πολύ λιγότερο κι έχουν απλωθεί στην αρχική τους φάση σε απειροελάχιστη έκταση μπροστά του. Και μπορεί μεν η αφήγησή του να μην έχει καταστεί (ακόμα) κυρίαρχη, αλλά η ύπαρξή του και ο φυσικός ζωτικός του χώρος δεν αμφισβητούνται εδώ και καιρό από καμία απολύτως φωνή. Λαμπρή απόδειξη της διαρκούς πλέον παρουσίας του αποτελεί εκτός των άλλων και η συχνότατη «ανάγκη» αρκετών μη έμμετρων ποιητικών φωνών, νεότερων ή μεγαλύτερων ηλικιακά, να διαλεχθούν μαζί του και να δοκιμαστούν, έστω και αποσπασματικά, στην έμμετρη ποίηση. Ποια φόρμα, λοιπόν, θα ήταν βολικότερη γι’ αυτά τα πρώτα τους, αβέβαια έμμετρα βήματα από εκείνη του σονέτου;

Η σονετογραφία των τελευταίων δεκαετιών, ενδεχομένως η εκτενέστερη των δύο αιώνων του νεοελληνικού κράτους, αποτελεί φαινόμενο που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης, έχοντας καταστεί εσχάτως και αντικείμενο επιστημονικών διατριβών στο ανώτατο επίπεδο. Πράγματι, ο αριθμός των σονέτων, των ποιητικών συλλογών που αποτελούνται από σονέτα, των μεταφράσεων ξένων σονέτων αλλά και των ποιημάτων που έχουν ως βάση τους το σονέτο δεν έχει υπάρξει ποτέ μεγαλύτερος στη νεοελληνική Ιστορία. Από τους «πρωτεργάτες» της νεότερης έμμετρης ποίησης, Καψάλη, Λάγιο, Κοροπούλη και τους επιφανείς δημιουργούς της γενιάς τους μέχρι και τους εκατοντάδες μετέφηβους των σεμιναρίων δημιουργικής γραφής, σχεδόν όλες και όλοι οι δημιουργοί έχουν επιλέξει (ή έχουν απλά παρασυρθεί από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα) να δοκιμαστούν στους δεκατέσσερις στίχους του. Ποια είναι, όμως, τα θετικά και τα αρνητικά μιας τόσο εκτεταμένης παραγωγής και, άραγε, δικαιολογούμαστε όντως όταν κάνουμε λόγο για μια πιθανή κατάχρηση της φόρμας του σονέτου;

 

Τα θετικά της σημερινής ενασχόλησης με το σονέτο:

 

Το σονέτο, με τους δεκατέσσερις στίχους του, τη συγκεκριμένη δομή των τετράστιχων και των τερτσινών, αλλά και τις επανερχόμενες ρίμες, αποτελεί ένα πολύ βολικό γήπεδο για μια πρώτη επαφή ενός μη γνώστη με την έμμετρη ποίηση. Στα συγκρατημένα κι ευκρινώς καθορισμένα όριά του ο ποιητής θα δοκιμαστεί στον έμμετρο λόγο, θα προσπαθήσει να συνδυάσει ρίμες και στίχους, θα παίξει με τις δυνατότητες ομοιοκαταληξίας στην κατάληξή του ανάλογα με την έμφαση που επιδιώκει να δώσει, ενώ, παράλληλα, θα φροντίσει να δομήσει ένα λεκτικό με καθορισμένη, αρχή, μέση, τέλος και κλιμάκωση (ή μη) στη διατύπωση. Αυτή η τεχνική προπόνηση τον εξοικειώνει ομαλά με τον έμμετρο λόγο και του επιτρέπει να διαμορφώσει τη δική του φωνή, δίχως να ξεφύγει σε μια επικράτεια εκτεταμένη κι ακόμα αχαρτογράφητη.

 

Το σονέτο, έχοντας οδηγηθεί σε αξιοσημείωτες επιτεύξεις από θρυλικά ονόματα παγκόσμιου βεληνεκούς του ύψους ενός Σαίξπηρ, ενός Πετράρχη ή μιας Μπάρετ-Μπράουνινγκ, αποτελεί ένα «χρυσό διαβατήριο» για μια εκ νέου επικοινωνία με το χώρο του κλασικού. Με την κατανόηση των νόμων που το διέπουν αλλά και των –παραπλήσιων σχεδόν σε όλες τις δυτικές γλώσσες- μεθόδων του, ο εγχώριος ποιητής είναι πια σε θέση να κατανοήσει καλύτερα τα παλιότερα έργα, να επικοινωνήσει με τις κλασικές φωνές και το υπόλοιπο της δημιουργίας τους, αλλά και να δώσει μια νέα, σύγχρονη και ποιοτική μετάφραση που θα έχει πλέον μπολιαστεί κομβικά και καθοριστικά από την εκτεταμένη ενασχόληση των τελευταίων δεκαετιών με το μορφικό αυτό είδος.

 

Το σονέτο, έχοντας σημειώσει κάμψη κατά τις δεκαετίες της υποτιθέμενης «παντοκρατορίας» του ελεύθερου στίχου (αν και ποτέ του δεν είχε εκλείψει οριστικά), έχει επανέλθει το τελευταίο τέταρτο του αιώνα τόσο δυναμικά, ώστε να έχουν ήδη παραχθεί έργα που φέρουν πάνω τους το στίγμα του κλασικού και του καθοριστικού για τη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του καιρού τους. Πρωτότυπα, μεταφρασμένα, αλλά και μελοποιημένα σονέτα των τελευταίων δεκαετιών έχουν δημιουργήσει ένα αξιοπρόσεκτο –κι ενίοτε αξιοθαύμαστο- αποθετήριο τέχνης, εξέλιξης και γνώσης που είναι σε θέση να γεννήσει την έμπνευση και να δομήσει ένα κλίμα άμιλλας, καλοπροαίρετου μιμητισμού και ποιητικών απαντήσεων με ονόματα συγκαιρινά στο σημερινό ποιητή κι όχι νεκρά από μια μακρινή εποχή, πριν καν γεννηθούν οι γονείς και οι παππούδες του.

 

Τα αρνητικά της υπέρμετρης ενασχόλησης με το σονέτο:

 

Η κατάχρηση του σονέτου εξαντλεί πολλές ποιητικές φωνές αυστηρά και μόνο σ’ αυτό το μορφικό είδος, δομώντας την ψευδαίσθηση πως η κατάκτηση των νόμων που το διέπουν ολοκληρώνει τις γνώσεις που οφείλει κανείς να έχει για να συνθέσει ένα έμμετρο ποίημα. Δεν είναι λίγες οι νέες έμμετρες συλλογές που κυκλοφορούν κι αποτελούνται κυρίως από σονέτα (κάποιες ποιητικές φωνές, μάλιστα, έχουν εξαντληθεί αυστηρά και μόνο στο είδος), ενώ, παράλληλα, και οι περισσότεροι ελευθερόστιχοι δημιουργοί που «έκλεισαν το μάτι» στο νεοφορμαλιστικό ρεύμα επέλεξαν να το κάνουν μέσω της ίδιας και σχετικά ασφαλούς οδού. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, διαμορφώνεται συχνά η εντύπωση πως η νεότερη έμμετρη ποίηση αφορά κυρίως –ή ακόμα και ταυτίζεται απόλυτα με- την άνθηση της σονετογραφίας, περιθωριοποιώντας και αποκλείοντας τα υπόλοιπα είδη.

 

Η κατάχρηση του σονέτου συχνά παρατηρείται ταυτόχρονα και με την υπέρμετρη χρησιμοποίηση του ιαμβικού μέτρου έναντι των υπολοίπων. Το σονέτο, όντας προφανώς κι αναντιρρήτως φορέας μιας συγκεκριμένης βιοϊστορικής και λογοτεχνικής ταυτότητας, ταυτίζεται εσφαλμένα στα χέρια αρκετών σημερινών ποιητών λόγω της ιστορίας του και των κυρίαρχων υποδειγμάτων αυστηρά και μόνο με τον ιαμβικό δεκατρισύλλαβο ή ενδεκασύλλαβο, με αποτέλεσμα να αγνοούνται οι δυνατότητες και οι ευεργετικές ιδιότητες ανανέωσης που είναι σε θέση να προσφέρουν τόσο τα υπόλοιπα μέτρα όσο και οι στίχοι με εσωτερική τομή. Η κίνηση αυτή συχνότατα συνδέεται και με την προσκόλληση στη σταθερά μονότονη παροξύτονη ομοιοκαταληξία και παρασέρνει στην εγκατάλειψη τις οξύτονες και τις προπαροξύτονες ρίμες που παρέχουν στο σονέτο –αν αξιοποιηθούν σωστά- εξαιρετική ζωντάνια και ποικιλία.

 

Η κατάχρηση του σονέτου καταλήγει συχνά να το ενσωματώνει και να το προσαρμόζει σ’ ένα μετανεωτερικό άξονα διαρκούς εναλλαγής ως μια ακόμα από τις διαθέσιμες δυνατότητες, εναλλάξιμη ανά πάσα στιγμή με άλλες, πάντοτε ολιγόστιχες, μη σταθερές και μη οργανικά συνδεδεμένες μεταξύ τους δημιουργίες. Το σονέτο σε τέτοιες περιπτώσεις είτε αποτελεί απλά μια «γαρνιτούρα» σε υπερμοντέρνες φωνές που αισθάνονται πως έκλεισαν το κεφάλαιο των οφειλών κι υποχρεώσεών τους με τη φόρμα είτε συντίθεται δίχως την τήρηση των κανόνων του μαζί με μια συνακόλουθη προσωποκεντρική θεωρητική υποστήριξη ρήξης και ασυνέχειας είτε ακόμα και κατακρεουργείται σε κατασκευές προκρούστειες που παίρνουν απ’ αυτό επιλεκτικά τη βάση του ή ορισμένα του μόνο στοιχεία για να δομήσουν ένα νέο δημιούργημα με άξονα τις εκάστοτε εφήμερες περί τέχνης και ποίησης θεωρήσεις τους. (Με μια τέτοια ματιά έχει προσεγγιστεί εν πολλοίς και το χαϊκού, πάντοτε στη σκιά του σονέτου, και σχεδόν πάντοτε αποτελώντας απλώς ελεύθερο στίχο «κομμένο σε φέτες»).

 

Δεν χωρά αμφισβήτηση το γεγονός ότι κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια έχουν γραφτεί σονέτα αριστουργηματικά που θα τολμούσαν να κοιτάξουν στα μάτια το βάθος των δημιουργημάτων ενός Παλαμά ή ενός Μαβίλη, ορισμένα εκ των οποίων σαφέστατα και θα διατηρηθούν στη μνήμη ως προϊόντα και ταυτόχρονη εξέλιξη –ή και αναίρεση- της εποχής τους. Δεν χωρά, επίσης, αμφισβήτηση η έμπρακτη πραγματικότητα που δεικνύει πως αν η νεότερη έμμετρη ποίηση δεν καταστεί μέσα στις επόμενες δεκαετίες κυρίαρχη δύναμη δομώντας μια νέα συνεκτική αφήγηση, απ’ το πέρασμά της το πιθανότερο είναι να επιζήσουν, μεμονωμένα κι ασύνδετα, μονάχα κάποια από αυτά τα σονέτα. Δεν χωρά, από την άλλη, όμως, αμφισβήτηση και η παραδοχή πως η ιδιότυπη τούτη «σονετομανία» των τελευταίων ετών αποτελεί περίτρανη απόδειξη της κατάχρησης της φόρμας και της υπερβολής της, τουλάχιστον γι’ αυτή την εποχή, κι εντέλει καταλήγει να δρα υπερτροφικά και βλαπτικά για το ευρύτερο άνυσμα, εγκλωβίζοντας την έμμετρη ποίηση σε μια μικρή μονάχα εξακτίνωση απ’ την πληθώρα των προοπτικών και των εναλλαγών που εκείνη παρέχει στο/στη δημιουργό, καθώς και των όπλων που εκείνος/-νη μπορεί να μεταχειριστεί. Με τις περισσότερες φωνές να έχουν δοκιμαστεί πια, με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία, στο σονέτο και το «νεοφορμαλιστικό» ρεύμα να έχει αποκτήσει εδώ και χρόνια την απαραίτητη εκείνη εμπειρία της «ενηλικίωσής» του, φρονούμε πως είναι πια καιρός να περάσουμε προγραμματικά στο επόμενο στάδιο και στη συστηματική ενασχόληση με έργα πολύστιχα, σύνθετα κι εκτεταμένα…