Σταύρος – Αντώνιος Κουβαράς, Άνευ, Ιωλκός, Αθήνα 2022
Της Ευσταθίας Δήμου
Η πρώτη ποιητική συλλογή του Σταύρου – Αντώνιου Κουβαρά συστήνεται με έναν τίτλο που αποδίδει ακριβώς τον τρόπο και τη μέθοδο, το νόημα και το περιεχόμενο, την ποίηση με άλλα λόγια και, μαζί, την ποιητική του. Η λέξη άνευ δηλαδή που τίθεται στο σημείο εκείνο που πραγματοποιείται η πρώτη επαφή του αναγνώστη με το βιβλίο καταδεικνύει ακριβώς τη διάθεση του δημιουργού ή μάλλον την απόφασή του να μιλήσει για όλα όσα κεντρίζουν το δημιουργικό του ένστικτο ως ερεθίσματα με άκρα ειλικρίνεια, χωρίς να μετέλθει κανένα ωραιοποιητικό στοιχείο, κάτι που θα θόλωνε τόσο τη δική του όραση, νοούμενη ως κρίση, όσο και αυτή του αναγνώστη. Το κέρδος βέβαια είναι για τον δεύτερο που οδηγείται αβίαστα μέσα στους δρόμους που χαράσσει η παρατήρηση του ποιητή όπως αυτή εδράζει στις συνήθειες και τα έθη των ανθρώπων, στις επιθυμίες και τα πάθη τους, στις ιδέες και τους πόθους, σε όλα εκείνα που συνιστούν όχι τόσο το ανθρώπινο γίγνεσθαι, όσο το ανθρώπινο φαίνεσθαι. Άνευ λοιπόν προσποίησης, άνευ επιτήδευσης και εξωραϊσμού, τα ποιήματα του Κουβαρά έρχονται για να αρθρώσουν την αλήθεια του δημιουργού τους με τρόπο τολμηρό, αιχμηρό, ενίοτε παιγνιώδη και χιουμοριστικό. Εδώ ακριβώς έγκειται και η ιδιοπροσωπία, η ιδιαιτερότητα των ποιημάτων της συλλογής αυτής, στο γεγονός δηλαδή ότι ενεργοποιούνται από τη φρέσκια ματιά του ποιητή, από ένα είδος νεανικής ενατένισης όχι μόνο του κόσμου και της ζωής, αλλά της ίδιας της ποίησης.
Βεβαίως, όπως συνηθίζεται για κάθε πρώτη συλλογή, κάθε πρώτη απόπειρα εμπλοκής με την τέχνη του στίχου, ο δημιουργός συλλαμβάνει και συνθέτει σε συνάρτηση και στενή πάντα σχέση με τον εαυτό του. Έτσι και ο Κουβαράς, σε πολλά από τα ποιήματα έχει ως αφετηρία την προσωπική του οπτική, τη δική του ματιά και ενατένιση, ενίοτε το δικό του βίωμα το οποίο έρχεται για να καταθέσει σχολιαστικά, να το μεταπλάσει δηλαδή σε ποιητικό σχόλιο το οποίο προσφέρεται κατά τρόπο απολύτως οικείο και άμεσο, μέσα από ένα άνοιγμα που δεν επιφυλάσσει κανένα εμπόδιο και πρόσκομμα, καμιά κρυφή ή υπόγεια πλευρά. Στο αποτέλεσμα αυτό συμβάλλει καταλυτικά και η ειρωνεία η οποία ποτίζει συχνά τους στίχους και φανερώνει όχι μόνο την ευαισθησία, αλλά και την εσωτερική φόρτιση του ποιητή, το θυμικό του όπως αυτό μορφοποιείται από τη σύγχρονη συνθήκη της ζωής και της οργάνωσης του κόσμου και της κοινωνίας. Θα μπορούσε κανείς να κάνει λόγο για ποίηση κοινωνική, μόνο που, καταπώς φαίνεται, η κοινωνική προοπτική περνάει και φιλτράρεται μέσα από τον εαυτό τεχνουργώντας ουσιαστικά ένα δίπολο στο οποίο συντελείται και αντικατοπτρίζεται ουσιαστικά η σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με την περιβάλλουσα πραγματικότητα, μια σχέση που καθορίζεται μέσα από διάφορες παραμέτρους, η βασικότερη από τις οποίες είναι η ματαίωση, ταυτόχρονα όμως και η βαθιά, εσωτερική επιθυμία αναμόρφωσης, βελτίωσης, μεταλλαγής: Ασφάλεια./ Τώρα μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος.// Οι ριπές των όπλων,/ οι φωνές των φτωχών,/ οι μπότες·/ νανουρίζουν κάθε βράδυ/ με ασφάλεια/ το μωρό μου. («Δω(γ)μα “ασφάλεια”»)
Μέσα σε αυτή τη συνθήκη ο εαυτός αναδεικνύεται στον φορέα εκείνο της δύναμης και της δυναμικής για την κριτική και την αφύπνιση, για όλη αυτή τη διαδικασία που θα πρέπει να πλουτίσει με νέο περιεχόμενο και νέα νοήματα τις ποικίλες εκφάνσεις της ζωής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η αυτογνωσία και η αυτοσυνειδησία, κυρίως όμως η αυτο-παρατήρηση αναδεικνύονται στα απαραίτητα εκείνα εργαλεία προκειμένου ο δημιουργός να μπορέσει να εισέλθει στα ενδότερα του εαυτού του και να εξέλθει έχοντας κατορθώσει να ντύσει με αντικειμενικότητα τη σκέψη και την έκφρασή του, ταυτόχρονα όμως και με την ανάλαφρη, εύχαρι διάθεση που χρειάζεται κανείς όταν πρόκειται να προσεγγίζει ζητήματα μείζονα και σοβαρά. Πάνω απ’ όλα όμως με το θάρρος με το οποίο προικίζει αναπόφευκτα η τέχνη τον άνθρωπο προκειμένου αυτός να μπορέσει να αρθρώσει την αλήθεια του που, όσο πιο ατόφια είναι, τόσο πιο εύκολα μπορεί να γίνει και αλήθεια των άλλων: Διατυμπάνισα ιδέες καιρό λησμονημένες./ Ήταν κι αυτή μια ανθρωπολογική προσπάθεια/ να μην καταστεί άλλη μια γλώσσα νεκρή./ Να μην πεθάνουν οι λέξεις/ ισότητα, δικαιοσύνη, αγάπη, δημιουργία («Διατυμπάνισα»)