II – This beast that rends me in the sight of all

Αυτό το θηρίο, που με σκίζει έτσι που όλοι να με δουν,
αυτή η αγάπη, αυτή η λαχτάρα, που τ’ άλλα έχει ξεχάσει,
που μ’ έχει καταβάλλει, καθώς τα στερνά φύλλα σκορπούν,
θα πληρωθεί, θ’ αρρωστήσει, μέχρι την άνοιξη θα΄χει περάσει.
Ο πόνος, απ’ τον κόμπο στο λαιμό, θα χαλαρώσει,
η πληγή θα επουλωθεί, ο πυρετός θα υποχωρήσει.
Θα ξεχάσω, πριν καν ο δρυοκολάπτης ζευγαρώσει,
το βλέμμα σου, που σήμερα μου΄ναι Ανατολή και Δύση.
Άθικτη όμως, αν και θα αγαπήσω κάποτε ξανά,
δε θα μείνω, από ένα τέτοιο κοφτερό μαχαίρι,
σ’ όλο μου το σώμα, καθώς κοιμάμαι θ’ αγρυπνά,
σκληρή στο φιλί, κρύα σαν το χιόνι μεσ’ στο χέρι,
η ουλή, απ’ τη συνάντηση αυτή, θα κρέμεται, σαν το σπαθί,
ανάμεσα σε μένα και στο σύντροφό μου, που θ’ ανησυχεί.

XVII – Sweet love, sweet thorn, when lightly to my heart

Γλυκιά αγάπη, γλυκό αγκάθι, όταν το λάβωμα σου ελαφρά
ένιωσα στην καρδιά, αυτό που μ’ έχει τώρα πια σκοτώσει,
και κείτομαι, μούσκεμα, ατημέλητη, στο χορτάρι, χωριστά,
σαν πράγμα που τα δάκρυα κι η βροχή έχουν αποτελειώσει,
καθώς στης νύχτας την ομίχλη στάζει το βράδυ βροχερό,
κι η νυχτερινή ομίχλη στα σύννεφα του πρωϊνού ξανθαίνει,
και διαλύονται τα σύννεφα, σαν γίνει το πρωί πιο φωτερό,
και ζωηρεύουν λίγο-λίγο τα πουλιά και ο ήλιος βγαίνει,
αν είχα τότε, γλυκιά αγάπη, γλυκό αγκάθι, συλλογιστεί,
πόση πικρή οδύνη, και στην καλύτερη περίπτωση ακόμα –
σαν όλα ανταποδίδονται και για το μέλλον όρκοι έχουν δοθεί –
μπορεί να αφήσει η ευτυχισμένη ώρα, μέσ’ στο στόμα,
στο κάλεσμα δεν θα’χα έτσι τόσο βιαστεί να αποκριθώ
κάποιου που λίγο μ΄αγαπάει, αν ειν’ αλήθεια και αυτό.

XXV – Peril upon the paths of this desire

Κίνδυνος στα μονοπάτια απ’ αυτήν την πεθυμιά,
όπως της φύσης το σκοτάδι τη νυχτερινή την ώρα,
ελλοχεύει, για μένα μόνο· όποιος και τη σκιά
του από παιδι φοβόταν, ας αποσυρθεί από τώρα·
τύχη καλή ας τον διώξει απ’ το ύπουλο μέρος αυτό,
όπου τα ρόδα, μαυρισμένα η ξεθωριασμένα, χλωμά
και χωρίς μίσχο, επιπλέουν σε χώρο κυματιστό,
η μαζεμένα, κρυφά ξαφνιάζουν το χέρι με δροσιά.
Όποιος μόνο δεν τον τάραζε, σαν ήτανε παιδί,
της νύχτας το σκοτάδι, μπορεί να παραμείνει εδώ,
με φανάρι του τη λαχτάρα στά μάτια, μόνο αυτή
και για ζεστασιά του, στη φλέβα μόνο τον πυρετό,
να γείρει πλάϊ μου, απ’ την οργή και την κοροϊδία να μην πάθει,
προστατευμένος απ’ την ακοίμητη Ομορφιά και το γυαλιστερό της αγκάθι.

XXX – Love is not all: it is not meat nor drink

Η αγάπη δεν είναι το παν: δεν είναι τροφή ούτε νερό,
ύπνος η στέγη για κάποιον απ’ τη βροχή να σκεπαστεί.
Μήτε σανίδα σωτηρίας να γίνει μπορεί στο ναυαγό
που βυθίζεται, επιπλέει και ξανά θα βυθιστεί.
Η αγάπη δεν ανοίγει τον πνεύμονα που’χει βουλώσει,
δεν καθαρίζει το αίμα, δε δένει το ραγισμένο οστό σε λίγο χρόνο.
Κι όμως, πολλούς τους έχει και με το θάνατο συμφιλιώσει,
τη στιγμή τούτη ακόμα, η έλλειψη αγάπης, αυτή και μόνο.
Σε κάποια δύσκολη μου ώρα, σπρωγμένη, ίσως κι εγώ,
από τον πόνο, αναζητώντας λύτρωση, όσο-όσο,
μ΄αδύναμη τη θέληση, απ’ την ανάγκη, οδηγηθώ,
στο να πουλήσω την αγάπη σου, για να γλιτώσω,
η ν’ ανταλλάξω την μνήμη αυτής μας της βραδιάς, για φαγητό.
Ίσως θα μπορούσε να συμβεί. Μα δε νομίζω να το ‘κανα αυτό.

 

O Κώστας Μαντζάκος είναι καθηγητής υποκριτικής (London Academy Of Music and Dramatic Arts) και φιλόλογος. Σπουδές θεωρίας λογοτεχνίας στο King’s College London και δράματος στην Central School of Speech And Drama στο Λονδίνο. Μουσικός επιμελητής σε ζωντανή καθημερινή πολιτιστική εκπομπή στο Τρίτο Πρόγραμμα (1988-1990) Σκηνοθεσία στην Sturdy Beggars Theatre Company. Σκηνοθεσία και διδασκαλία στο ελληνόφωνο θεατρικό εργαστήρι ‘’Greeks On Stage. London’’.