ΗΣΥΧΙΑ
Αμείλικτη φθινοπωρινή αϋπνία
ένα γραφείο επίπεδος τάφος
οι μνήμες στάζουν σαν μέταλλο
λιωμένο, καυτό πάνω στον χρόνο
παραμορφώνουν κάθε προοπτική
οι παλλόμενοι τοίχοι του δωματίου
κλείνουν απειλητικά προς τα μέσα
παράθυρα τετράγωνα μάτια
υλακές αδέσποτων, θρηνητικά
άσματα ο ουρανός και η νύχτα
επάρατη ησυχία, μοναχική προσευχή
σε ανύπαρκτο ελεήμονα θεό
η απόγνωση, αιχμηρή συντροφιά
στην αναμονή ν’ ανθίσουν τ’ άστρα
ποτισμένα από μελανό αίμα –
το αίμα μας.

ΑΛΓΟΣ
Ακόμα μια νύχτα αναλγησίας
κι εγώ αντιμέτωπος με τον κόσμο
σ’ ένα αναιμικό λευκό δωμάτιο
μόνος με τις σκέψεις, αιχμάλωτος
στίχων από μελάνι και από αίμα
χαραγμένων νοητά στο δέρμα μου
οι ώρες περνούν μέσα στο κενό
η νικοτίνη μουντζουρώνει μώλωπες
στους σκεβρωμένους πνεύμονές μου
νιώθω τη δύσπνοια στα μάτια μου
τη γαλάζια φωτιά στα βλέφαρα
και το ψυχρό δρεπάνι της Σελήνης
βαθιά, στις αρτηρίες των χεριών.

ΑΣΦΥΞΙΑ
Στον Αλέξη Τραϊανό
Πνίγομαι
σε ένα βυθό από λέξεις και θάνατο
σε χιλιάδες αποστήματα ζωής
μικρά, που σπάνε πάνω στα μάτια μου
Πνίγομαι
στον θάνατό μου, στον θάνατό σου
μυρωδιά αιθάλης, τα καυσαέρια
να γεμίζουν σιγά-σιγά τη νύχτα
ένα άρωμα στο ανθρακικό νέφος
που δηλητηριάζει κάθε βίωμα
κάθε σπασμένη εικόνα, σαν θρύμμα ονείρου –
διαφυγή από τον τσακισμένο κόσμο μας.
Πνίγομαι
και στον λαιμό μου αισθάνομαι
το βάρος μιας χαμένης νιότης
το άσπιλο ψέμα της ποίησης.

ΕΞΑΝΤΛΗΣΗ
Δεν αντέχω άλλο πια
το θάνατο που στέκεται
δακρυσμένος απέναντί μου
καπνίζοντας και γράφοντας
με το αίμα μου ποιήματα
ζωγραφίζοντας με σκοτάδι
μια πληγή πάνω στο γκρίζο.
Βλέπω ήδη το τέλος
αυτής της άδικης, πικρής
αναμέτρησης –
που δεν επέλεξα.

 

Κωσταντίνος Βόρβης