ΔΕΣΜΟΣ

Η ιστορία της ζωής μου είναι
ένας άντρας που περιμένει μια γυναίκα
που περιμένει έναν άντρα
που πάντα αργεί να έρθει
που όταν έρχεται είναι εκεί
και μετά εξαφανίζεται
και η γυναίκα αργεί μα πηγαίνει στον
άντρα που την περιμένει
κι όταν πηγαίνει είναι εκεί
κι έπειτα εξαφανίζεται
και περιμένει έναν άντρα που αργεί να έρθει
και πάει λέγοντας αυτή η ιστορία
που μιλάει για άντρες και γυναίκες
που δεν κοιτάζονται στα μάτια
για άντρες και γυναίκες στη ζωή μου
για άντρες και γυναίκες δίχως φύλο
για άντρες και γυναίκες αλυσίδες.

Η ΖΩΗ ΜΟY

H ζωή μου
το χτύπημα στην πόρτα ενός λεωφορείου
πάντα λάθος συγχρονισμός με οδηγό
ή χαλασμένο όχημα.
Χτυπάω στη μέση να μ’ ανοίξει
ανοίγει μπρος και πίσω.
Τρέχω μπροστά να ανεβώ
η πόρτα κλείνει μ’ επίδειξη μπροστά μου.
Ανοίγει η μεσαία
σαν τον χαμένο τρέχω
κάποτε καταφέρνω ν’ ανεβώ
όλες οι θέσεις άδειες
μα τα χάνω στην απόφαση
ποια να διαλέξω
έτσι πάντα οι άλλοι προλαβαίνουν
κι απομένω εγώ
όρθιος και καταϊδρωμένος
στη φυσούνα του λεωφορείου
να ταλαντεύομαι δεξιά — αριστερά
όπου με πάνε οι δρόμοι, τα λεωφορεία
κι οι οδηγοί.

ΑΜΝΗΣΙΑ

Το σώμα
εκείνο βιάζεται
στη βράση κολλάει το σίδερο ή στη βιάση;
εκείνο έλκεται
και μου ξυπνά μνήμες χαμένες
γιατί
κι αν διατηρώ καλή τη πίστει σχέσεις
μ’ όσους με πλήγωσαν
όταν μιλάω μ’ εσένα και γελάω
δεν είναι ότι ξεχνάω το παρελθόν μου
μα ότι ξέρω για πού το έβαλε το μέλλον

βλέπεις η ποίηση
αντίθετα από την ιστορία
γράφεται από τους ηττημένους

Ο ΕΡΩΤΑΣ

ο έρωτας
πυρακτωμένο σίδερο στη μέση
ξάφνιασμα στην αρχή
αναστενάγματα
καμένη σάρκα
αναφιλητά
στο τέλος πόνος
μία σφραγίδα έγκαυμα
ο έρωτας
ένα αυλάκι που κυλά η μνήμη
κι αναζητά τους μάρτυρές της

ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΔΕΝ ΑΓΑΠΟYΝ ΤΟ ΠΑΣΧΑ

Οι ποιητές δεν αγαπούν το Πάσχα
Αγαπούν τον Γολγοθά

Έτσι κι εγώ μέρες μεγάλες
Αντί να ζυμώνω και να βάφω
Ασχολίες κατά τα άλλα προσφιλείς
Κλείνομαι σ’ ένα τρίκλινο παλεύοντας να αναστήσω
Τον δικό μου Λάζαρο, τον δικό μου Ιησού, τον δικό μου
Αγγίζω τις πληγές στο σώμα του
Τα κόκκινα πλευρά
Το στέρεο αίμα ανάμεσα στα χείλη
Σκουπίζω, χαϊδεύω, φιλώ
Ρίχνω το φταίξιμο όλο στον σταυρό
Που ξύλο αυτός, φύση κατεργασμένη, επιστήμη
Μου τον παίδεψε
Γίνομαι άλλοτε Μαρία άλλοτε Θωμάς
Κάποτε γίνομαι η Μαγδαληνή
Κι όταν βραδιάσει Πόντιος Πιλάτος
Νίπτω τας χείρας μου
Αφήνω μόνος του να αναστηθεί

Άλλωστε οι ποιητές δεν αγαπούν το Πάσχα
Αγαπούν τον Γολγοθά.

FRIEDRICH

Είμαι ένα ρούχο του έρωτα
Κάτω απ’ το αραχνοΰφαντο σκοτάδι
Είμαι ένα ρούχο του έρωτα θηλιές γεμάτο
Πόντοι μου λείπουν απ’ την πλέξη
Τρύπες ανοίγουν κάθε μέρα
Σαν το σκουλήκι που σκάβει τον κορμό να βρει φωλιά
Να φάει ξύλο
Μ’ ανοίγει εμένα ο έρωτας
Κάτω απ’ το αραχνοΰφαντο σκοτάδι
Δηλώνω εναγωνίως παρών σε κάποιου μέλλον
Παρών σε νύχτες με φεγγάρια φθινοπωρινά
Παρών σε έρωτες πτυσσόμενους
Με τις ανάγκες βρίσκεις μια τιμή
Μια προσφορά, ζήτηση αρκετή
Είμαι ένα ρούχο του έρωτα που
Δίχως φορεσιά κορμιού περνάω
Καλύτερα νιώθω το σώμα μου
Κάτω απ’ το αραχνοΰφαντο σκοτάδι
Είμαι ένα ρούχο του έρωτα
Όχι, άλλο ήθελα να πω
Είμαι κουρέλι
Ένα κουρέλι του έρωτα
Πόσο πρωτότυπο
Ένα κουρέλι
Κάτω απ’ το αραχνοΰφαντο σκοτάδι.

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

«Το ανοσοποιητικό του είναι ανίσχυρο»
Μου είπε ο γιατρός.
«Γι’ αυτό συνέχεια αρρωσταίνει.
Ο οργανισμός του είναι αδύναμος.
Πρέπει να ακολουθήσει αγωγή,
Να δυναμώσει».

Ανέλαβα την αγωγή εγώ προσωπικά.
Δεν θα τον άφηνα ευάλωτο μέσα στον κόσμο.
Κατέβασα ό,τι βιβλίο είχα στο σπίτι
Περιοδεύσαμε σε βιβλιοθήκες
Τού διάβασα Dickinson, Καβάφη, Dylan Thomas
Του έστειλα Cummings, και λίγο Rilke, λίγο Ελύτη
Του διάβασα και δυο δικά μου για πιο προσωπική τριβή.

«Το ανοσοποιητικό του είναι ανίσχυρο»
Μου ξαναείπε ο γιατρός.
Το αρνήθηκα.
Τόσα τού διάβασα, τόσα μας κίνησαν, τόσα απαγγείλαμε.
Δεν μπορεί να έχει ανοσία στα ποιήματα.
Κι όμως, το ανοσοποιητικό του είναι ασθενές.

Από τον κόσμο δεν κατάφερα να τον γλιτώσω.

ΘΗΛYΚΟ

Μια ορχιδέα κόκκινη μες στον λαιμό μου
Ούτε κι αυτόν τον μήνα γέννησα
Είναι που πια κανείς δεν περιμένει τίποτα από μένα

ΑΝΑΠΟΔΡΑΣΤΟ

Ένα κορίτσι στη Χαλκιδική
Κι ένα αγόρι στη Σαμοθράκη
Την ίδια νύχτα
Με το κεφάλι ανεστραμμένο
Παραφυλούσανε για πεφταστέρια.

Πρώτο το αγόρι έπιασε ένα
Μετά και το κορίτσι,
Το θήραμά τους όμως
Δεν το εξομολογήθηκε κανείς.

Κάποτε συναντήθηκαν.
Κρύβανε από ντροπή τα πεφταστέρια τους
Πίσω απ’ την πλάτη
Γι’ αυτό ποτέ δε δώσανε τα χέρια
Δεν αγκαλιάστηκαν ποτέ.
Χαθήκαν.

Στο μεταξύ τα πεφταστέρια
Είχαν γεμίσει τις παλάμες τους πληγές.
Πάλευαν, βλέπετε, να εκπληρώσουν τις ευχές τους.

KΟYΙΖ

Οι λέξεις που ψάχνουμε είναι τρεις:
Μάτια, καρδιά, μυαλό.

Ο ορισμός:
μπαλκόνια.
Τα μπαλκόνια μοιάζουν όλα μεταξύ τους.
Κάποια έχουνε ρετρό ροτόντες και βαριές καρέκλες.
Άλλα έχουν έπιπλα μπαμπού, ρεσώ κι άδεια μπουκάλια από κρασί.
Γλάστρες, φυτά, ποδήλατα κατάφυτα σε άλλα, καναρίνια,
ντουλάπες και σκούπες για καθάρισμα, κοντάρια για τις τέντες,
λάστιχα, ποτιστήρια, απλώστρες, μανταλάκια,
κουβάδες για καθάρισμα, βρώμικα φύλλα, μυρμήγκια,
σκάλες, χαλιά, ομπρέλες και διαχωριστικά.
Είναι κι εκείνα που είναι άδεια.
Έχουν κλειστά παντζούρια ερμητικά
και τα πλακάκια τους μυρίζουνε από αθιξία
δεν πλησιάζει ούτε σπουργίτι γιατί δεν έχουν
ούτε ψίχουλα ούτε φυτά
το μόνο που τα καθιστά μπαλκόνια είναι
τα διαχωριστικά και η προέκταση στον χώρο.

Οι λέξεις που ψάχνουμε είναι τρεις:
Μάτια, καρδιά, μυαλό