«Ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο νέος κόσμος πασχίζει να γεννηθεί. Τώρα είναι η εποχή των τεράτων» μας λέει ο Αντόνιο Γκράμσι, και γράφει ο Παστάκας «δεν ξέρω αν ξυπνάω σιγά-σιγά ή αν βυθίζομαι στον ύπνο / … – μήτε νεκρός μήτε ζωντανός» ή αλλού, «Νεκροζώντανος πάνω / σε καινούρια βήματα / με τα παλιά παπούτσια» ή ακόμα, «το έδαφος δεν είναι σταθερό / πατάμε σε μυστικές / απολαύσεις παλιά μυστικά / καταρρέει ο πολιτισμός / η επιφάνεια υποχωρεί», και τέλος, κρέμεται καταιγίδα / στην ταράτσα / θέα Ακρόπολη / – μια ζωή σε εκκρεμότητα – / Μετέωρες γυναίκες / μετέωρες παρέες / λόγια πτερόεντα / … / Το χάδι να επικρέμεται / δαμόκλειος σπάθη / πάνω από το κεφάλι μου». Είναι η εποχή των τεράτων, όπου « Ο Σαλβίνι προσεύχεται / στη Μαντόνα», «Ο Σαλβίνι ντιτζέι σε / μπιτσόμπαρο», «ο Σαλβίνι νύχτα στην παραλία / μας δείχνει τ’ αστέρια», η εποχή του ατομικού και συλλογικού κενού, μια εποχή απροσδιόριστη ως προς τη διάρκεια της, η οποία ορίζει τα βιώματα και την αισθητική της σύγχρονης καλλιτεχνικής παραγωγής και των καλλιτεχνικών υποκειμένων. Γράφει ο Παστάκας «Καταστήματα λεηλατημένα. / Ξεχαρβαλωμένα Λουκέτα. / Διαμερίσματα άδεια. / Άδειασε η πόλη από φίλους» ή αλλού, «πίσω από το τζάμι / του καθενός ο πόνος».

Γράφει ο Παστάκας στο πολύ όμορφο ποίημα της σελίδας 22,

Λύπη ώρα Γκρίνουιτς
με επισκέπτεται
άλλοτε αρπακτικό
χαμηλών πτήσεων
κι άλλοτε ερπετό
με τη μύτη στο χώμα.

Αλλάζει πρόσωπα
δέρμα υπόσταση
η πρόχειρη λύπη
κοιμισμένη γάτα
σήμερα στη Λεβίδου

λεπίδι για δάκρυα.

Μια κλειστή βρύση
πιθάρια γλάστρες
αναιμικά φυτά
μια σκουριασμένη μοτό
κάτω από την κρεβατίνα.

Ξύπνησε η γάτα
τεντώθηκε η λύπη
έφυγε
έφυγα κι εγώ.

Αλεβίδωτος

Τα υποκείμενα που βιώνουν στη δυστοπική αυτή εποχή αναπολούν, «Δε χρειάζεται να πεθάνω λοιπόν / για να μάθω πόσο ασήμαντη / υπήρξε η ζωή μου.», νοσταλγούν τον παλιό κόσμο που πεθαίνει, είτε γιατί εκείνον γνωρίζουν, είτε επειδή σηματοδοτεί τη νεότητα τους είτε απλώς επειδή τον είχαν συνηθίσει. Η μνήμη ενέχει θέση παρελθόντος χρόνου, εξυπηρετώντας την αποκατάσταση της συνέχειας του χρόνου δηλαδή της προσωπικής ιστορίας του υποκειμένου στον οποίο με αυτόν τον τρόπο επιτρέπεται η προβολή του εαυτού του στο μέλλον. Γράφει ο Παστάκας «έφτασα στους Αέρηδες / να πιώ το καφεδάκι μου / να σας πω τον καιρό / σε χρόνο ενεστώτα / Άχρονος» και αλλού η Ομόνοια εμφανίζεται το ’68 με τον πατέρα, το ’82 με φύλλο πορείας, το ’87 με «βουτιές με καύσωνα / σιντριβάνια και Δρομέα / Παναθηναϊκό και ΚΚΕ», με παρέες στην κρεαταγορά / μπουγάτσες καφέδες / ξύδια / ξενύχτια «και μετά – τα πρεζάκια / με τα μικρά τους ονόματα / αφού ξεχάσαμε τα δικά μας».

Η μνήμη συνιστά τη νοσταλγία και την απώλεια, και γράφει ο Παστάκας «δεν μπορώ να αναπνεύσω / τον ίδιο αέρα όπως παλιά / λες και άλλαξε η υφή του / δεν μυρίζει το ίδιο η πασχαλιά / δεν έχουν την ίδια γεύση τα φιλιά / το σκούντημα το άγγιγμα», βιώνουν τον πραγματικό ή συμβολικό θάνατο «Ανοιχτές οι πόρτες των νεκρών / φίλων» και αλλού, «πεζούς είδα τους φίλους μου / … / ν’ ανεβαίνουν στον ουρανό / ο καθένας κρεμασμένος / από ένα πολύχρωμο μπαλόνι / με τα ημίψηλα καπέλα τους». Τα υποκείμενα τρομάζουν για το μέλλον και σωματοποιούν τη δυστοπία, γράφει ο Παστάκας «Ηχεία κραδασμών το σαρκίο μου / φαγωμένοι σπόνδυλοι / ηλεκτροφόρο σύρμα / το γυμνό κορμί / κλειδώσεις αλάδωτες / τριζοβολούν τσιρίζουν / ίδιες κεραίες στη Γραμμή 14 του Τρόλεϊ / Αντηχείο στεναγμών το κεφάλι μου / δεν χρειάζεται / να μου συμβαίνει κάτι / για να υποφέρω / Υποφέρω μόλις αρχίζω να σκέφτομαι», ή αλλού «όμορφες παρέες / δεν κοιτάνε ψηλά / δεν κοιτάνε χαμηλά / δεν κοιτάν τριγύρω τους / ξέμαθαν να πενθούν / δεν παράγουν δάκρυα».

Άλλοτε, προσπαθώντας να επιβιώσουν ως υποκείμενα, προσπαθούν να ξεχάσουν, ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα σύγκρισης και απώλειας, γράφει ο Παστάκας «Καίω γράμματα φωτογραφίες / ραβασάκια ευχετήριες κάρτες / αποκόμματα εφημερίδων / πρωτοσέλιδα:…το παρελθόν έχει δύο φτερά ως γνωστόν / να μας κρατούν δέσμιους στο παρόν / να υπερίπτανται του μέλλοντος.» Για τον Φρόιντ, κατά την απώθηση, η λήθη η οποία λειτουργεί ως αμυντικός μηχανισμός, σπρώχνει τις τραυματικές εμπειρίες στο ασυνείδητο. Γράφει ο Παστάκας «Να διευκολύνω τη λήθη / της παρουσίας μου / σ’ αυτή την πόλη», ή αλλού, «καταπατούσα εικόνες / αρχαίας ομορφιάς».

Ο Φρόυντ πιστεύει ότι το ευφυολόγημα μας προσφέρει την ευφορία του αυθόρμητου γέλιου που απωλέσαμε με την ενηλικίωση. Το χιούμορ ως άρνηση της δυστοπίας. Γράφει ο Παστάκας «Ποιος θα πλύνει τα πόδια τους / αναρωτιέμαι τι απέγιναν; / Απέσπασαν την εύφημο μνεία; / Τον έπαινο του Δήμου / Τις περγάμηνες;» ή αλλού, «με το αριστερό κρατώ το σουβλάκι / με το δεξί το απαθαντίζω / – αυτό κι αν είναι αγάπη». Απέναντι στην δυστοπία ο Παστάκας επιστρατεύει τον αυτοσαρκασμό, «σε θραύσμα από αγγείο / έγραψα το όνομα μου / στο κεραμίδι / με το ίδιο μου το χέρι. / Να εξοστρακιστεί η ζωή / το βιός μου να αλλάξει πορεία / να πάρει άλλη κατεύθυνση».

Κατά τον Φρόυντ το χιούμορ σημαίνει όχι μόνο τον θρίαμβο του Εγώ αλλά και τον θρίαμβο της αρχής της ευχαρίστησης, η οποία μπορεί να επιβληθεί έναντι των δυσκολιών της ζωής. Ανήκει σε μια σειρά από επινοήσεις της ανθρώπινης ψυχικής ζωής «για να διαφύγει τον καταναγκασμό της οδύνης, που αρχίζει με τη νεύρωση και κορυφώνεται με την παράνοια, και στην οποία συμπεριλαμβάνονται η μέθη, η αυτοβύθιση και η έκσταση». Γράφει ο Παστάκας «προσομοίωση της τρέλας / η μέθη. Η μέθη προσάναμα» και πιο κάτω στο ίδιο ποίημα, «τον Αη Γιώργη πάντα καβάλα / κι εγώ τον εαυτό μου τάβλα – / Από το τηλεσκόπιο με βλέπω / επιτυχημένο άνδρα / – σπίτι λεφτά οικογένεια – / συζυγική – και καλά – ευτυχία / τίτλοι ιδιοκτησίας / τιμές καριέρα γηρατειά / ενάρετος βίος / τάφος στο Πρώτο χαρά / της γης και της αυγής / – γαμώ την τρέλα μου».

Η ζωή σε διαρκή ετερονομική σχέση με το θάνατο, τον έρωτα, την λιβιδίνη, γράφει ο Παστάκας «όλοι καταλήγουμε πραμάτεια / στα παλιατζίδικα και μόνο / των ζευγαριών ο λόγος.» και αλλού, «Λιώνω το κερί / να φτάσω πιο κοντά στον ήλιο. / Τα πούπουλα έγιναν / σίδερα. … Λύνω τα σαντάλια μου / στο τέλος του άσματος. / Πετάω στη νίκη.» και πάλι «γυμνάζομαι / πριν πάρω κι εγώ τον διάδρομο / της αναλήψεως». Και αλλού «ανεξάντλητη / να με δέρνει / πάλι και πάλι η καύλα / … / καθώς αυνανίζομαι ημίγυμνος / στο σκουριασμένο κρεβάτι». Ο έρωτας και η καύλα ως κατάφαση ζωής, αλλωστε, σύμφωνα με το Φρόιντ, πριν από την επένδυση στα αντικείμενα οι κατηγορίες των ενορμήσεων συνυπάρχουν, δεν είναι δυνατόν να διαχωρισθεί μια σεξουαλική ενέργεια, η λιβιδώς, από μια ενέργεια των ορμών του Εγώ (ενορμήσεις αυτοσυντήρησης).

Το βιβλίο συνιστά μια πορεία προς τη συνείδηση. Όπως άλλωστε και οι κατακλέιδες των ποιημάτων είναι συνείδηση, συνείδηση της απώλειας, εξ’ ου και όλες έχουν το στερητικό α-. Στην αρχή τα μάτια είναι αδρανή «Δεν τον κατέγραψε / η κόρη του οφθαλμού. / Δεν τον αναγνώρισε / το οπτικό νεύρο. / Δεν εντάχθηκε / στην ινιακή χώρα / κόκκοι άμμου τρίβονται / στον αμφιβληστροειδή / στα βλέφαρα κρέμονται / τσίμπλες. Τρίλιες». Και στο τέλος αποφατικός λόγος, σαν μια πορεία προς τις κατακλείδες της ζωής, σαν συνείδηση, «Πέτρες κιγκλιδώματα / ο φιλόσοφος τη φυλακή του / ο εραστής τη φωλιά του / ο ποιητής την εξορία του / ο εργάτης το κρασί του.», ή αλλού «αφού ο κόσμος δεν πάει / στην κατεύθυνση που θα ήθελα / ας γίνω χαλί για να πετάξω / φτάνουν πια οι αλαλαγμοί / τα σκοτάδια / τα πείσματα / οι εμφύλιοι σκοτωμοί / τα μίση / οι προδοσίες / οι έριδες. / Ένας ανάμεσα / στους άλλους / αμεβαίνω μαζί τους / δύο-δύο τα σκαλιά». «Αλίμονο στις χώρες που χρειάζονται ήρωες», έγραψε ο Μπρεχτ, «Η ευθύνη είναι πάνω μας» και για να αλλάξει ο κόσμος τα βήματα μας πατάνε ανάμεσα στην αισιοδοξία της βούλησης και την απαισιοδοξία της γνώσης, με τα λόγια του Γκράμσι, ή με τα λόγια του Παστάκα «Φύσει μελαγχολικός / και θέσει αισιόδοξος / από σκηνής λέγω υμίν / να εμπιστεύεστε μόνον / τους εθισμένους στον έρωτα / τις λέξεις και τα όνειρα.» και «δεν έμεινα εδώ / που έσκαψαν τον λάκκο μου.». Η αλλαγή του κόσμου έρχεται μέσα σε μια παροξυσμική στιγμή τρέλας, εκεί που κατοικεί η ελπίδα «Υπάρχει ελπίς! / Παστάκα κατέβα απ’ το ταξί / και πήδα».

Φάνης Παπαγεωργίου