Kείμενο-επιστολή για το βιβλίο του Άρη Φίλιππα “αυτοί που πεθαίνουν είναι πάντα οι άλλοι”

Αγαπητέ Άρη, άρη φίλιππα,

Σε χαιρετώ. Έλαβα το βιβλίο σου. Δεν ξέρω αν έχει πραγματικά σημασία, αλλά αρχικά θέλω να σου μεταφέρω πως σπάνια απαντώ ‒πια‒ σε όσους μου στέλνουν βιβλία. Όσο καιρό έγραφα στο «Ανοιχτό Βιβλίο» της Εφημερίδας των Συντακτών (2015-2021) έπαιρνα σχεδόν τριάντα βιβλία κάθε μήνα, και λόγω όλης αυτής της χαρτοβοής, και ορισμένων ακόμη λόγων, σταμάτησα να γράφω. Μακάρι να είχα λάβει το βιβλίο σου τότε που έγραφα. Η δουλειά σου μου άρεσε. Με πήρες μαζί σου. Στον ποιητικό σου κόσμο, στο δικό σου ποιητικό διασκελισμό. Τα ποιήματά σου ρέουν, οι στίχοι σου οδηγούν αβίαστα ο ένας στον άλλον. Τρέχεις, πλέκεις, μπράβο, ρε μπαγάσα (σε παρακαλώ, συγχώρεσέ μου αυτήν την οικειότητα, αλλά σε νιώθω οικείο πλάσμα/πρόσωπο, τι πράγμα η τέχνη, η όντως ποίηση. Εύγε).

Ξεκινά λοιπόν να διαβάζει κάποιος ένα ποίημά σου, ως αναγνώστης, και τον πάει μόνο του το ποίημα, παραπέρα και παρακάτω. Γεγονός σπάνιο στις μέρες μας. Σαφώς και είσαι ποιητής (αν και δεν έχει σημασία να το λέμε αυτό, καθώς η προσοχή δεν πρέπει να είναι στραμμένη στον δημιουργό αλλά στο έργο. Έτσι το βλέπω τουλάχιστον εγώ, με όποια σημασία έχει κάτι τέτοιο. Κάποιος λοιπόν που έχει γράψει:

“ποιος να το περίμενε λοιπόν […] εμείς οι ανίδεοι / νοηματοδότες του βιωτού / να φτάνουμε τώρα άδειοι / φίλοι με το κενό πολύ-/ φυλλοι ανθοί του μηδενός / και ν’ απαγγέλουμε καταξοδεμένοι / των άστρων τα ξόδια”

δεν είναι απλώς κάποιος που ξεχωρίζει, αλλά που ήδη έχει κατορθώσει πολλά, και που σίγουρα θα με ενδιέφερε να παρακολουθήσω στην ποιητική του διαδρομή, στην ποιητική του “εξέλιξη”, όπως συνηθίζεται να λέγεται. Η στόφα σου είναι σπάνια, η τριβή σου με την ποιητική και με τα ποιητικά, τα δικά σου και των άλλων, φανερή ‒με την καλή έννοια‒, σαφώς ιδιόρρυθμη και ιδιαίτερη, και επίσης χαίρομαι προσωπικά, που τρίβεσαι και εμβαθύνεις στα της σκέψης και του στοχασμού, και όχι μόνο στα της μορφής, κατορθώνοντας μια δικιά σου, σπάνια δημιουργική ισορροπία.

Εδώ, ας προσθέσω, πως η ποίησή σου έρχεται, με την καλή και την δημιουργική σημασία πάντοτε, όχι γραμματολογικά απαραίτητα, και σε καμιά περίπτωση με την έννοια της μίμησης ή της μη αφομοιωμένης μερικής αναπαραγωγής, από τον Σινόπουλο, τον Καρούζο και τον Φωστιέρη. Στοιχεία από τον Εγγονόπουλο και τον Εμπειρίκος επίσης είναι εδώ και εκεί, ως ψήγματα που κάνουν στίχους να γυαλίζουν, προσθέτοντας, και τέλος η κοινωνική σου αγωνία, σε μέρη, πέρα απ’ την φιλοσοφική, ακουμπά στους αόρατους άξονες και στο παράδειγμα του Άρη Αλεξάνδρου, κομίζοντας και μια ευγένεια, μια τροπή από και προς το ήθος του. Μπράβο.

Τέλος, αυθόρμητα τα γράφω όλα αυτά, ούτε καν έχω διαβάσει τι σου έχω πει έως τώρα, και έχοντας διαβάσει με μεγάλη χαρά και όρεξη το βιβλίο σου δυο φορές μέσα σε μια μέρα, σου μεταφέρω επίσης πως επιμένουν μέσα μου τα χαϊντεγκεριανά σου ανοίγματα, και αυτά της γαλλικής φιλοσοφίας, οι γερμανικοί σου τρόποι, μου άρεσε ενδεικτικά το traum και το τραύμα, και σαφώς το todestrieb, αυτή η ενότητα, η ορμή (προς θάνατο), κοινή θα έλεγα σε όλους τους δημιουργικούς και ευαίσθητους ανθρώπους (μην κάνεις καμιά ανοησία, μεθαύριο ούτως ή άλλως όλοι την κάνουμε, στην στροφή, στο βάθος και πάει, σαν τις κωλοφωτιές ‒και όχι τις πυγολαμπίδες‒, όχι μόνο εμείς μα μέχρι και ήλιοι, τέτοια η φύση τους, δηλαδή “άφησέ τα… “.

Σαφώς και δεν ανησυχώ πραγματικά, γιατί ήδη παίζεις δημιουργικά με το άδειο, με τρόπο δικό σου, και εκεί νομίζω πως έχεις να δώσεις πολλά, δημιουργικά, δικά σου, και μορφικά ιδιαίτερα. Εδώ ακόμη να προσθέσω, πως πέρα απ’ το ό,τι μου άρεσε που δομείς το βιβλίο σε ενότητες, ότι με τράβηξε το έξυπνο δομικό στοιχείο στις μπαλάντες σου (καλώς τις έβαλες προς το τέλος), πέρα φυσικά απ’ την πνοή σου, δηλ. το ρυθμό σου, και τους διασκελισμούς σου﮲ όπως και τα ποιήματα, ας αναφερθώ σε αυτά που επιμένουν μέσα μου, δηλ. στα “η δική μου ελλάδα” (την γράφω με μικρό αφού μας διώχνει), “το ρολόι”, και σαφώς στο “έχει τελικά ένα ενδιαφέρον το να μένεις άδειος” (του οποίου στίχους ήδη παρέθεσα παραπάνω), και άλλα σαφώς, αλλά ας μείνουμε σε αυτά (γράφω σχεδόν από μνήμης). Αυθόρμητα, όπως σου είπα.

Στα ασήμαντα και στα τεχνικά, και εφόσον κάπως μου το ζήτησες να αναφερθώ (φυσικά αγνόησε με εδώ, αν θες, όπως αγνόησε και όσα είπα παραπάνω. Γράφω ως ομότεχνος και όχι ως κάποιος που καθοδηγεί ή συμβουλεύει (δεν μου πάνε αυτά, και ούτε ταιριάζουν σε ανθρώπους δημιουργικούς, ώριμους, και ιδιαίτερους, όπως εσύ. Και σίγουρα όχι στους καιρούς μας).

Ωστόσο πρόσεξε το κ’ (π.χ. όταν γράφεις Κ’ όμως, εγώ διαβάζω “Κόμως”, κι όχι “κι όμως”, όπως μάλλον θα ήθελες να πεις). Την δεύτερη φορά που σε διάβασα μάλιστα, το έκανα αυτό, και ήθελα να δω αν έχεις μια ειρωνεία, έναν σαρκασμό εσκεμμένο, αλλά μάλλον δεν είναι έτσι. Το στοιχείο όμως αυτό της απόστασης, μιας δικής σου ειρωνείας, υπάρχει, και μπράβο. Επίσης προσθέτει.

Τέλος, αυτή τη φορά όντως κλείνω, να πω πως τα δύο πεζοποιήματά σου είναι τα μόνα που δεν με κράτησαν, αλλά καταλαβαίνω γιατί τα κράτησες﮲ είναι ενδιαφέρουσα αυτή η έγνοια σου για την δομή του βιβλίου και για το σύνολο, και υποθέτω, δηλ. είμαι σχεδόν σίγουρος, πως έχεις να δώσεις πολλά και άλλα και προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτά για την ώρα. Αναμένω την δεύτερη φωνή σου. Με ενδιαφέρον. Ως ομότεχνος.

Σε φιλώ, παρόλο που δεν σε ξέρω.
Ξέρω τα ποιήματά σου. Κι αυτό αρκεί.

Πέτρος Γκολίτσης

Υ.Γ.1: Το εξώφυλλο, το “Μαύρο και κόκκινο τετράγωνο” του Μάλεβιτς (πέρα από το ότι έγινε εξώφυλλο σε ποιητικό βιβλίο στην Ελλάδα πριν μόλις δώδεκα χρόνια, δεν σου λέω ποιο γιατί και το βιβλίο και ο εκδοτικός οίκος δεν το αξίζουν) δεν δίνει το κλίμα σου, και άρα θα μπορούσε να είναι άλλο (όπως και ο τίτλος εν μέρει, αλλά εκεί η αστοχία είναι μικρότερη). Καλοπροαίρετα πάντοτε.

Υ.Γ.2: Δεν έχω διαβάσει καν τι έχω γράψει. Αλλά καθώς έγγραφα τα παραπάνω, σκέφτηκα πως η επιστολή αυτή καλό θα ήταν να φύγει και σε άλλους, και έτσι σκέφτηκα να την στείλω στην Θράκα, στον Γώγο. Ίσως να ενδιαφέρει και άλλους. Λειτουργεί και ως κριτική. Να που με έκανες, λοιπόν, να γράψω κριτική χωρίς να το σχεδιάζω (έχω να γράψω δυο χρόνια). Όχι ότι και αυτό έχει σημασία. Υποθέτω πως δεν θα σε πείραζε κάτι τέτοιο. Σε ευχαριστώ και πάλι. Καλοτάξιδος, να είσαι, σου εύχομαι. Για την ώρα, τέλος.

Πέτρος Γκολίτσης
Petros Golitsis
Thessaloniki, Greece
https://about.me/golitsis

Ο Πέτρος Γκολίτσης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1978. Ποιήματα και δοκίμιά του έχουν μεταφραστεί σε δέκα γλώσσες.
Το πλέον πρόσφατο βιβλίο του είναι το La carne de lo provisional/Η σάρκα των προσωρινών (ισπανικά), σε μετάφραση José Antonio Moreno Jurado, εκδ. Padilla Libros, Seville, 2022.
Έχει βραβευτεί με το International Poetry Award Tudor Arghezi (2018) της Ένωσης Συγγραφέων της Ρουμανίας και με το International Poetry Prize Povelja Morave (2019) της Ένωσης Συγγραφέων της Σερβίας.
Το έκτο ποιητικό του βιβλίο Ο εκδορέας του σκότους θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Θράκα εντός του 2023.
Έχει ανθολογήσει με τον Βασίλη Βασιλικό σε τέσσερις τόμους την ποίησή μας από το 1796 έως το 2021 (εκδ. Ρώμη, 2021, σσ. 1-1800).