Σεϋχί, Ενός γαϊδάρου ντέρτι, μετάφραση από τα τουρκικά: Δημήτρης Χουλιαράκης, Το Ροδακιό, Αθήνα 2020

Της Ευσταθίας Δήμου

Ο Δημήτρης Χουλιαράκης, έχοντας και άλλες φορές επιδοθεί στην μεταφραστική απόδοση στα νέα ελληνικά έργων της τουρκικής ποίησης, προσφέρει ένα πολύ ενδιαφέρον δείγμα τουρκικού ποιητικού λόγου που κινείται στο μεταίχμιο ανάμεσα στη σάτιρα και την κοινωνική κριτική. Πρόκειται για μια ποιητική αφήγηση με ήρωα έναν γάιδαρο, το χαρακτηριστικό αυτό ζώο που έχει συνδεθεί με τη βαριά και εξαντλητική εργασία και με την υπομονετική του στάση απέναντι στις διαθέσεις, τις ορέξεις και τις επιθυμίες του αφεντικού του. Αυτή και μόνο η επιλογή του ζώου ως ήρωα και πρωταγωνιστή του ποιήματος συνιστά μια ένδειξη του πρωτοπόρου και πρωτοποριακού πνεύματος του συγγραφέα Γιουσούφ Σινάν ή Σεϋχί (1373 – 1431) ο οποίος υπήρξε άλλωστε ένας από τους πλέον εξέχοντες λογοτέχνες της παλατιανής οθωμανικής γραμματείας σφραγίζοντας με το έργο του τη λογοτεχνική δημιουργία της γειτονικής χώρας. Αλλά και ο τρόπος χειρισμού και εκτύλιξης της ποιητικής ύλης, η παρουσίαση δηλαδή του γαϊδάρου ως κακοπαθημένης και πληγωμένης ύπαρξης, σωματικά και ψυχικά, η συνάντησή του με ένα κοπάδι από βόδια, το αρχικό του σάστισμα και η σύγκριση που αυτό αποτολμά ανάμεσα στη δική του κατάσταση και στην αντίστοιχη των βοδιών, σύγκριση μάλιστα η οποία οδηγεί το άτυχο ζώο σε μια προσπάθεια να παραβγεί με τα βόδια, να γίνει «βόδι» και αυτό, μια προσπάθεια που έχει όμως ένα τέλος άδοξο και θλιβερό, αφού τελικά δοκιμάζει την οργή του αγρότη που το βασανίζει και το τιμωρεί για όσα εκείνο αποτόλμησε, αποτελούν τους δείκτες μια διαδρομής καθαρά ποιητικής, δηλαδή δημιουργικής, τάξης. Το σχήμα αυτό της εξέλιξης και της πλοκής που ακολουθεί εδώ ο ποιητής είναι βέβαια γνωστό και παγιωμένο μέσα στη λογοτεχνική συνθήκη, στηρίζεται δε και προκύπτει από το γνωστό αρχετυπικό σχήμα που θέλει την αλαζονεία, την τάση και τη διάθεση των όντων να υπερβούν τον εαυτό τους, να γίνουν κάτι άλλο από αυτό που είναι και, γι’ αυτό ακριβώς, οδηγούνται στην πτώση και την καταστροφή.

Της ποιητικής αυτής μικροϊστορίας προηγείται ένα απόσπασμα, σε διαδοχικά δίστιχα όπως άλλωστε και όλο το ποίημα, στο οποίο ο ποιητής πλέκει έναν ύμνο στον Αλλάχ, μια γνήσια και ανυπόκριτη κατάθεση του θαυμασμού και της αγάπης του για αυτόν, μια παραδοχή της δύναμης και της καταλυτικής του επενέργειας στους ανθρώπους και τον κόσμο, αλλά και ένα απόσπασμα που αποτελεί επίσης έναν ύμνο, αυτή τη φορά στον σουλτάνο Μουράτ Χαν, τον εγκόσμιο ηγέτη στο πρόσωπο του οποίου ο Σεϋχί αναγνωρίζει τη δύναμη και την αίγλη. Το σύνολο λοιπόν που προκύπτει αποτελεί μια άριστη ευκαιρία για τον αναγνώστη να μαθητεύσει στα ήθη μιας εποχής που θέτει στην πρώτη θέση μιας ιεραρχίας αξιών το θείο και προκρίνει την τήρηση του μέτρου, την παραμονή εντός των ορίων τα οποία έχει θέσει η φύση για τον άνθρωπο. Γιατί προφανώς εδώ ο γάιδαρος τίθεται αντί της μορφής του ανθρώπου εκείνου που αντί να αποδεχθεί την κατάσταση στην οποία βρίσκεται επιθυμεί και επιχειρεί να εξέλθει και να μπει σε ένα άλλο καλούπι το οποίο ούτε του ταιριάζει, ούτε, πολύ περισσότερο, μπορεί να το αντέξει ή να το υποστηρίξει με επάρκεια και επιτυχία. Από αυτή την άποψη το όλο εγχείρημα αποκτά μια συμβουλευτική – παραινετική χροιά, αποκτά την προοπτική της διάρκειας μέσα στο χρόνο ως σημείο αναφοράς για τη στάση, τα «θέλω», τις βλέψεις του ανθρώπου που, ανεξάρτητα από τον πολιτισμό στον οποίο εντάσσεται, θα πρέπει να υπάγεται σε μια μετριοπαθή λογική, πόρρω απομακρυσμένη από οποιαδήποτε υπέρμετρη φιλοδοξία.

Το κείμενο του Σεϋχί προσφέρεται στον σύγχρονο αναγνώστη σαν παρακαταθήκη ζωής, σαν εγχειρίδιο και οδηγός για τον ανθρώπινο βίο και η γνωριμία μαζί του μόνο κέρδος μπορεί να αποφέρει αφού πέρα από το περιεχόμενο και το μήνυμα είναι το ίδιο το ύφος – ύφος που διασώζει η μετάφραση του Χουλιαράκη – παιγνιώδες και ζωντανό, άμεσο και προφορικό, άρτια επεξεργασμένο ώστε να αποδίδει πράγματι μια ποιητική αφήγηση που επιδιώκει και θέλει να μιλήσει απευθείας στην ψυχή του αναγνώστη, εκεί που συναντιούνται η καρδιά και το μυαλό του.