Μανόλης Νταγιαντάς

 

Σταυρόγκιν

λοιπόν Νικολάι Βσεβολόντοβιτς

θα καθίσεις λίγο μαζί μου

ένα τσιγάρο μονάχα

εδώ, δίπλα μου μη διστάζεις

δε κρατώ ζυγαριές

μοιρογνωμόνια δεν έχω

κλειδιά καθόλου πάνω μου

ούτε λουκέτα

το περίστροφό μου πάνε χρόνια πολλά

που το έχω χάσει

φορές ανέβαινα σε εκείνη εκεί τη καρυδιά για να κρυφτώ

μ’ έψαχναν φώναζαν στις γειτονιές

κι εγώ απολάμβανα μια υψηλή ελευθερία

κρυμμένη όμως

τριγυρισμένη αγωνία

που από τότε δε μου φύγε ποτέ

ούτε στις στιγμές τις μεγάλες του έρωτα

κι άλλοτε πάλι

τελευταία όλο και πιο συχνά

θυμάμαι μια γεύση πετιμέζι

κι ένα μούδιασμα πάνω στον ουρανίσκο

περισσότερο με θυμάμαι να φεύγω

έχω φύγει τόσο

ώστε αν δεν έκανα κύκλους

θα ήμουν ήδη έξω απ’ τη γη

μια φυγόκεντρο ψάχνω

έντονη ισχυρή

κι όλο φοβάμαι τους τοίχους

την πρόσκρουση

τ άγρια βογγητά και τα αίματα

κι όλο με παίρνει ο κύκλος

ξανά και ξανά

κι ήτανε πάλι τότε

που στάθηκα απέναντι μου (ή ήσουν εσύ )

και με απείλησα ευθέως

με κείνο το παλιό περίστροφο

με μάτια που καίγανε πυρετούς αρχαίους

πέρα και πίσω απ’ το βέλος του χρόνου

πέρα και πίσω απ’ τους παππούδες μας sapiens

πέρα μακριά κι απ’ τους νεάντερταλ ίσως

μακριά και πίσω

εκεί που τα ίχνη χάνονται

κι ας ξέρεις πως υπάρχουν

κι έμοιαζα να ρωτούσα από τότε

τις ίδιες πάντα ερωτήσεις

και να με βγάζω φταίχτη

για απαντήσεις που δεν είχα

κι άλλοτε πάλι με συμπόνια αγκάλιαζα

ένα βρέφος παμπάλαιο

χιλιετίες τώρα που μένει βρέφος

κι όλο κλαίει

άλλοτε με λυγμούς

βουβά κάποτε

κι εγώ χαϊδεύω το ζαρωμένο κορμί του

και πότε νιώθω σαν πατέρας

πότε σαν θάνατος

δε θυμάμαι να υπάρχω χωρίς αυτό

μαζί γεννηθήκαμε

και πάντα είναι εκεί

άμορφο απά στο στήθος μου

εκτός

που μερικές στιγμές

θυελλώδεις

το βλέπω να παίρνει τη μορφή του Τρακλ

όμως το κλάμα του δεν παύει

και κλαίει τότε

ένας μικρός Τρακλ

σε μέγεθος μικρού μωρού

ντυμένος με κουστούμι

γιλέκο κι ακριβό πουκάμισο

και κλαίει

βουβά στο στήθος μου

κι εγώ δεν έχω γάλα

και τότε είν’ η πίκρα μου αβάσταχτη

βουβή δε ψάχνει λέξεις

γιατί το ξέρει πως οι λέξεις δεν αρκούν

κι ας πάλεψε κι ο Τρακλ και τόσοι

κι άλλες φορές

που καλεσμένος βρίσκομαι

σε κάποιες εκδηλώσεις

κοινωνικές που λένε

καρφώνει τα νυχάκια του στο δέρμα μου

μέχρι να βγάλει αίμα

και τότε το λευκό πουκάμισο

αρχίζει να ματώνει

η κόκκινη πλημμύρα εξαπλώνεται

και νιώθω αμήχανα

όμως τους άλλους βλέπω

   δε τη βλέπουν

κι είναι φορές που αναρωτιέμαι

αν έχω μπει στον κόσμο τους σαν φάντασμα

 

σαν τους παλιούς βιγλάτορες

σπρώχνω το χρόνο με τσιγάρα

να τελειώνει

να φύγουμε

κάτι θέλω να κάνω

μα τα μέλη μου ακίνητα

άλλες φορές δεν τολμώ να κοιτάξω ψηλά

και κοιτάω κάτω

με τα μάτια μου να τρυπάνε τη γη

μια απόπειρα πλανητικής διάτρησης

πέρα ως πέρα

να ξεφύγω απ’ τη βαρύτητα

αυτή η ανάγκη με πνίγει ώρες ώρες

κι έτσι μετέωρος

στη φυσική μου στάση

έτσι μετέωρος να πλέω τα χάη

είναι πολλά τα βράδια πια

που δε κοιμάμαι

κάτι ξυπνάει συνεχώς

κι εκείνο το μωρό στο στήθος μου

γυρεύει διαρκώς μιαν άλλη ανατομία

τι κάνει κανείς όταν δεν έχει γάλα;

ταΐζει αίμα;

ίσως γι αυτό παραπατώ τον τελευταίο καιρό

βυζαίνω αίμα ένα μωρό που δε χορταίνει

κι είναι σίγουρο πως το τέλος σιμώνει

το δικό σου το τέλος Σταυρόγκιν

άστα τα άλλα

δε θα τελειώσουνε ποτέ

ίσως ποτέ

ποιος ξέρει

και στο τέλος ποιος νοιάζεται

εσύ τελειώνεις τώρα

κι όταν τελειώνεις εσύ

για σένα τελειώνουν όλα

πεθαίνεις Νικολάι Βσεβολόντοβιτς

κι εγώ κι εσύ κι ο Τρακλ

μονάχα το μωρό θα ζήσει

θα βρει άλλες φλέβες

να ρουφάει αίμα

κι αίμα πάνω στο αίμα

αυτό το αίμα το κοινό

που τρέχει ατελεύτητα

πιο πριν ακόμα κι από την πρώτη γέννα

γι’ αυτό σου λέω

Νικολάι Βσεβολόντοβιτς

κάτσε για ένα τσιγάρο

ο κόσμος δε χάθηκε

αλλά ούτε και μπορείς να τον σώσεις

έλα Σταυρόγκιν

κάθισε

μη με κοιτάζεις ξινισμένος

έλα

να βυζάξουμε μαζί

το σαπισμένο αίμα

 

τα δάκτυλά σου

τα δάκτυλά σου

αυτά μόνο μ’ αγγίξανε

κι έχω μια υγρή

αίσθηση αφής

πάνω στα ρημαγμένα χέρια μου

το κρύο το χιόνι

τα ξεφλουδίζει

και χάνεται

κομμάτι κομμάτι

προς τη γη

η μνήμη των κυττάρων

 

 

φλανέρ του χωροχρόνου

επαναλαμβανόμενη κυρτότητα

σαν λέξη ακριβή

στο χρόνο σμιλεμένη

τζαγκουρνισμένη αμετάκλητα

μαχαιρωμένη γεγονότα

που άλλαξαν ανθρώπους ζωές πορείες

κι όμως δε φτάνει

δε λέει τίποτα

δε μεταφέρει παρά ελάχιστα απ’ αυτά στο ειδικό της βάρος

κι ίσως μονάχα να μπορεί να λειτουργήσει

σαν πυροκροτητής

για ευαίσθητες βόμβες κι όποιον πάρει ο χάρος

καθώς

η αιωνιότητα ξεπέφτει σε χρόνο

καθώς το άχρονο κατασταίνεται φθαρτό

μικρό

κι όμως μεγάλο

καθοριστικό

τόσο μοναδικό

που είν’ ανεπανάληπτο

ανεπανάληπτο θα πει

κάτι που έρχεται με τις δικές του απαιτήσεις

πληρώνει το κενό που αφήνει μια έκρηξη

με άλλα υλικά

κρυσταλλώνει ξανά

τον μικρό χρόνο

σε μια υπόσχεση αιωνιότητας

κι όμως δε τα χρειάζεσαι όλα αυτά

εξόν κι αν σε συντρίβει

ο φόβος του θανάτου

δε τα χρειάζεσαι

και δε τα θέλεις

πηγαίνεις μπρος και πίσω

δεξιά κι αριστερά

θνητός συλλέκτης

φλανέρ του χωροχρόνου

που σ’ αφήνει αδιάφορο

εκτός κι αν

συντρίβεσαι

στο φόβο του θανάτου

 

 

 

Σύντομο Εργοβιογραφικό

Ονομάζομαι Μανόλης Νταγιαντάς. Γεννήθηκα στη Γερμανία. Μεγάλωσα και ζω στα Ανώγεια Ρεθύμνου Κρήτης. Είμαι μέλος (σκακιστής και προπονητής) του Σκακιστικού Ομίλου Ανωγείων.

Έχω δημοσιεύσει δυο ποιητικές συλλογές: «Θα ξαναγίνει» και «Χωρίς μετρήσιμα ίχνη» και οι δύο από τις εκδόσεις Γκοβόστη. Ποιήματά μου έχουν δημοσιευτεί στο ηλεκτρονικό περιοδικό του Μανδραγόρα και στο περιοδικό «τα Ποιητικά».