(Με αφορμή) “Τα χρόνια” της Annie Ernaux: μνήμη, αφήγηση και λογοτεχνία

 

«Όλες οι εικόνες θα χαθούν» (9). Παράδοξος τρόπος για να ξεκινήσεις. Παράδοξος τρόπος για να αρχίσεις να αφηγείσαι. Αρχίζεις με την πεποίθηση και την σιγουριά ότι στο τέλος τίποτα δεν θα μείνει να θυμάσαι, τίποτα που να μπορείς να κρατήσεις από αυτόν τον κόσμο. Η αφήγησή σου «θα καταβροχθίζει το παρόν» (341). Και δεν θα είναι μόνο οι εικόνες, αλλά «[κ]αι ξάφνου θ’ αχρηστευθούν οι χιλιάδες λέξεις με τις οποίες ονοματίζουμε τα πράγματα» (14). Μην πιστέψεις όμως ότι θα βρεθείς έτσι ξαφνικά σε μια παραδείσια κατάσταση, λίγο πριν δοθούν ονόματα στα πράγματα. Αυτό που μετράει εδώ είναι η απώλεια, η απώλεια της μνήμης είτε αυτή είναι εικόνες είτε λέξεις ή εκείνο που ενώνει αυτά τα δύο, δηλαδή αφήγηση. Και ίσως για αυτήν την απώλεια να αφηγείσαι τελικά.

            Οι φωτογραφίες είναι που εκκινούν την γραφή. Είναι πολύ όμορφο πώς μέσα από ένα προσωπικό αρχείο η Ernaux γράφει κάτι το συλλογικό. Και πώς αυτό το προσωπικό δεν ξεπερνάει ποτέ αυτό το συλλογικό, πώς «ανακτώντας τη συλλογική μέσα από την ατομική μνήμη, [μπορεί] ν’ αποδώσει τη βιωμένη διάσταση της Ιστορίας» (340), πώς η ίδια δεν είναι ένα «εγώ» που καταγράφει, αλλά γίνεται κομμάτι της συλλογικής γραφής της. «Δεν θα είναι ένα έργο αναπόλησης, όπως το εννοούμε συνήθως, το οποίο θα αποσκοπεί στην αφηγηματοποίηση μιας ζωής, σε μια αυτοερμηνεία. Θα κοιτάξει μέσα της μόνο και μόνο για να ξαναβρεί τον κόσμο, την μνήμη» (340). Βιογραφία με συλλογικό υλικό; Αυτοβιογραφία; Απρόσωπη αυτοβιογραφία; Αυτομυθοπλασία (ή αλλιώς autofiction); Ειλικρινά δεν ξέρω αν με ενδιαφέρει και τόσο. Βαριέμαι τις ειδολογικές συζητήσεις όταν είναι απλώς αξιολογικές και θέλουν μόνο να βάλουν σε σειρά τα πράγματα, να τα κάνουν να ανήκουν κάπου χωρίς να λένε και τι κάνει αυτό το είδος στο οποίο υποτίθεται ότι ανήκει ένα κείμενο.

Οπότε, μένω στα συναισθήματα που μου προκαλεί η γραφή της Ernaux, στις περιγραφές που κάνει με έναν τόσο λιτό και συνάμα συγκινητικά συγκινητικό τρόπο, μένω σε εκείνες τις κοινωνιολογικές και πολιτικές παρατηρήσεις που κάνει μέσα σε μια γραμμή με λέξεις βασικές, καθημερινές, απλές που αν τις βάλει όμως στην κατάλληλη σειρά καταφέρνουν να ταρακουνήσουν πολλά ετεροκανονικά και αρσενικά νοήματα που δομούν αυτόν τον κόσμο, το σώμα και την μνήμη μας. Παρατηρήσεις για την κάβλα (καύλα), τον οργασμό, την επιθυμία, τις γυναίκες και τα σώματά τους, το έμφυλο, τους εραστές, τις δύο Simone (de Beauvoir και Weil), την πολιτική, τις τάξεις, τα μεταναστά ‒«[ή]ταν φυσικό τα προϊόντα να καταφθάνουν απ’ ολόκληρο τον πλανήτη, να κυκλοφορούν ελεύθερα, ενώ οι άνθρωποι να απωθούνται στα σύνορα» (310), το αφήνω απλώς εδώ‒, την γλώσσα ‒«[η] γλώσσα οργίαζε» (203), αφήνω και αυτό εδώ‒, την ασθένεια και τις νεκροπολιτικές, την Ιστορία και τις ιστορίες, την μνήμη, τα αντικείμενα που σημαδεύουν κάθε εποχή, την κάθε εποχή που διαμορφώνει την διανόηση, τα γεγονότα, την λογοτεχνία, το «εγώ» και το «αυτή», το μυθιστόρημα που δεν έγραψε, αλλά που τελικά ίσως και να έγραψε.

Ένα από τα πολλά που με γοητεύουν αφάνταστα σχετικά με την γραφή της Ernaux, και ειδικά με “Τα χρόνια”, είναι ο τρόπος που αφηγείται. Νιώθω ότι αφηγείται αποσπασματικά, όπως δηλαδή θαρρώ ότι λειτουργεί και πολλές φορές η ίδια η μνήμη, ότι διασκορπίζει αυτό που θέλει να εξιστορήσει, αλλά ταυτόχρονα το κρατά πάντα στο κέντρο της αφήγησης (ή στα πολλαπλά κέντρα των αφηγήσεών της) ενώ ο χρόνος εξελίσσεται με έναν παράδοξο γραμμικό (ή όχι και τόσο) τρόπο, και πορεύεται μαζί με τις μετατοπίσεις της ιστορίας που μας αφηγείται.

Βέβαια, μπορώ αλλιώς και να πω ότι συνενώνει κομμάτια διαφορετικών βιωμάτων της ‒και βιωμάτων τόσων πολλών άλλων σωμάτων και προσώπων‒ περιγράφοντας φωτογραφίες, δηλαδή εκείνα τα τεκμήρια της μνήμης που λειτουργούν καλύτερα και από την ίδια την μνήμη. «Η απόσταση που χωρίζει το παρελθόν απ’ το παρόν ίσως να μετριέται με το φως που διαχέεται καταγής ανάμεσα στις σκιές, γλιστρώντας πάνω στα πρόσωπα, διαγράφοντας τις πτυχώσεις ενός φορέματος, στη θαμπή ασπρόμαυρη φωτογραφία, δεν έχει σημασία η χρονική στιγμή της πόζας» (85-86). Και θα τολμήσω να πω ότι σημασία έχει ότι υπήρξε αυτή η πόζα, ότι υπήρξε μια ιστορία πίσω από την πόζα ή ότι η ίδια η πόζα είναι μια ιστορία, δηλαδή ότι συνέβη κάτι που τώρα μια φωνή το αφηγείται.

            Ή, κάπως αλλιώς, όπως το είπε και ο Édouard Louis σε μια συνέντευξη, η Ernaux καταφέρνει να μας δώσει μια άλλη εικόνα για το τι είναι ένα βιβλίο, για το τι κάνει ένα κείμενο, για το πώς αλλιώς μπορεί κανένα και καμία να αφηγηθεί. Και σημασία δεν νομίζω ότι έχει πόσο καινούργιος ή όχι ήταν αυτός ο τρόπος, αλλά πόσο πολύ είχε θεωρεί (και θεωρείται) ένας ξεπεσμός της λογοτεχνίας. Αυτός ο άλλος τρόπος, εκείνος που δεν θέλει να ανήκει σε εκείνες τις φράσεις που προσπαθούν να είναι λογοτεχνικά άρτιες, ωραίες, τέλειες, εκείνες που θέλουν να ανήκουν σε ό,τι σημαίνει καλή και υψηλή λογοτεχνία. Ή που δεν νοιάζεται μόνο για την μυθοπλαστική δεινότητα της λογοτεχνίας, και όπως έγραψε και μια φίλη, «[ε]γώ που βρίσκω θανατερά βαρετή και εντελώς άγονη αυτή την κουβέντα για το πόσο μυθοπλαστικό είναι ένα λογοτεχνικό κείμενο, γιατί θεωρώ πως όλα είναι αφηγήσεις έτσι και αλλιώς, ρωτάω» (35), και εδώ κλέβω και αλλάζω το ερώτημα: πώς ξεχωρίζεις το “αληθινό” από την αφήγηση;

Εκείνος ο άλλος τρόπος που δεν συμβιβάζεται με την επιτακτική ανάγκη της καθαρότητας που απαιτεί ο κανόνας της λογοτεχνίας, ακριβώς επειδή αυτός ο κανόνας δεν είναι καθόλου αθώος, καθόλου ουδέτερος, και μην πιστέψεις ούτε λεπτό ότι όσα αφήνει εκτός, τα αφήνει εκτός μόνο στην λογοτεχνία (λες και υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ λογοτεχνίας και πραγματικότητας που βιώνουμε). Αυτό θαρρώ καταφέρνει η Ernaux. Μας λέει ότι μπορείς για λίγο να ξεφύγεις από αυτήν την λογοτεχνία, να κοιτάξεις προς μια άλλη, εκείνη που αφηγείται δίχως να την νοιάζει να είναι “καλή” λογοτεχνία, επειδή δεν πιστεύει σε τέτοια ψευδοπροβλήματα, επειδή θέλει να μιλήσει, να πει, έχει ανάγκη να γίνει φωνή και όχι να είναι μια ακόμα απλά καλογραμμένη ιστορία η οποία μένει αμέτοχη στην αλλαγή που μπορεί να προσφέρει η ίδια η λογοτεχνία ‒και η παραγωγή ενός κειμένου‒ στο κοινωνικό (99), όπως σημειώνει και η Kristeva.

            Ή, όπως το διάβασα στις “Τρεις ιστορίες” του Flaubert, στο Επίμετρο (με αφορμή ένα γράμμα του Flaubert), «η λογοτεχνία δεν επαναλαμβάνει απλώς τη λογοτεχνία αλλά και τη ζωή, ενίοτε με ανοίκειο τρόπο» (249). Και ναι, για την Ernaux ισχύει κάτι τέτοιο. Επαναλαμβάνει την λογοτεχνία, αυτήν την φορά διεκδικώντας ξανά την λογοτεχνία και επαναπροσδιορίζοντάς την. Επαναλαμβάνει την ζωή μέσα από την αφήγηση της μνήμης. Αλλά δεν νομίζω ότι αυτή η επανάληψη συμβαίνει με τρόπο ανοίκειο εδώ. Ο τρόπος της Ernaux είναι πολύ οικείος.

            Και θαρρώ θα τελειώσω αυτό το σύντομο κειμενάκι (ή αυτά τα αποσπάσματα που προσπαθούν να γίνουν ένα κειμενάκι), με λίγα (ακόμα) λόγια της Ernaux, από τον λόγο που έδωσε όταν παρέλαβε το Νόμπελ. Μεταφράζω (πρόχειρα) κάτι που πάει κάπως έτσι: «το να βρω τις λέξεις που εμπεριέχουν την πραγματικότητα και την ίδια στιγμή την αίσθηση που παρέχει αυτή η πραγματικότητα έμελλε να γίνει, μέχρι και σήμερα, η διαρκής έγνοια στην γραφή μου, όποιο και αν ήταν το θέμα».

Οι λέξεις βρέθηκαν.

 

Αναφορές

 

  1. Annie Ernaux, “Τα χρόνια”, μτφ. Ρ. Κολαΐτη, Μεταίχμιο (2021).
  2. Édouard Louis, «“J’ai deux langages en moi, celui de mon enfance et celui de la culture”», Télérama (2014), https://www.telerama.fr/livre/edouard-louis-j-ai-deux-langages-en-moi-celui-de-mon-enfance-et-celui-de-la-culture,114836.php.
  3. Ζωή Κόκκα, “Είναι ο χωρισμός η αποτυχία μιας σχέσης; Αλήθειες και Μύθοι”, yusra #15 (2022).
  4. Julia Kristeva, “La révolution du langage poétique”, Éditions de Seuil (1974).
  5. Gustave Flaubert, “Τρεις ιστορίες”, μτφ. Τ. Δημητρούλια, επμτρ. Σ. Παράσχας, Αντίποδες (2022).
  6. Annie Ernaux, «Prix Nobel : Écrire pour “venger ma race et venger mon sexe”, le discours poignant d’Annie Ernaux », Télérama (2022), https://www.telerama.fr/livre/prix-nobel-ecrire-pour-venger-ma-race-et-venger-mon-sexe-le-discours-poignant-d-annie-ernaux-7013350.php.

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ