“Αργά μέσα στη μέρα” της Tessa Hadley: το παρελθόν είναι η φόρμα
“I couldn’t tell / my solitude from love ‒”
‒ Louise Glück, “Aubade”
Μια παράτολμη δήλωση: όλα έχουν να κάνουν με το παρελθόν. Ακόμα μια πιο παράτολμη δήλωση, και αυτή την φορά από την Chris Kraus: η Ιστορία είναι ουσιοκρατική και καθόλου διαλεκτική, δηλαδή δεν μπορεί να ξεγράψει τα πράγματα που συνέβησαν (101). Αν και δεν με πείθει καθόλου η ουσιοκρατία, αυτή ίσως είναι η μόνη φράση στην οποία η λέξη ουσιοκρατία μάλλον έχει κάτι να πει. Κάποια γεγονότα της Ιστορίας, η Ιστορία θα τα κουβαλάει για πάντα μαζί της και θα τα αναγνωρίζει για πάντα σαν δικά της. Θα την προσδιορίζουν ό,τι και να κάνει. Αυτό την ορίζει ως ουσιοκρατική. Ναι, ίσως δεν είναι γόνιμη αυτή η προσωποποίηση της Ιστορίας σαν εκείνη που κουβαλάει και αναγνωρίζει. Αυτή η χρήση του μεταφορικού λόγου μοιάζει ξεπερασμένη και καταδικασμένη να αποτύχει. Ταυτόχρονα όμως, ένιωθα ότι στο μυθιστόρημα της Tessa Hadley όλα τα πρόσωπα, που δεν είναι απλώς “χαρακτήρες”, είναι η προσωποποίηση της ιστορίας τους. Περνάμε από το παρόν τους στο παρελθόν τους στο παρόν τους και στο μέλλον τους μέσα από το παρελθόν τους. Σπάει η λογική αλληλουχία και η κατανόηση της Ιστορίας ως εκείνος ο ευθύγραμμος αφηγηματικός χρόνος. Έτσι μας ενημερώνει και ο πρόλογος του βιβλίου: η συγγραφέας «παρακολουθεί το παρόν των ηρώων ανατρέχοντας στο παρελθόν τους και αναζητώντας σ’ αυτό προαναγγελίες για το μέλλον» (11). Και κάτι τέτοιο το καταφέρνει ένας θάνατος που έρχεται ξαφνικά και φτάνει σε εμάς όχι άμεσα, αλλά έμμεσα και διαμεσολαβημένα, μέσα από ένα τηλεφώνημα, όπως διαβάζουμε στην αρχή του μυθιστορήματος (21-24). Η ισορροπία διαταράσσεται ήδη από το ξεκίνημα της ιστορίας και η ιστορία μπορεί να εξελιχθεί λόγω αυτής της διατάραξης της ισορροπίας και λόγω αυτής της αναπάντεχης απώλειας. Ο Ζάκαρι, το ένα από τα τέσσερα βασικά πρόσωπα του βιβλίου, μοιάζει ‒με μια πρώτη ματιά‒ σαν εκείνους τους χαρακτήρες στις κινηματογραφικές ταινίες που, όταν εξυπηρετήσουν τον σκοπό τους απλώς εξαφανίζονται από την ταινία, πολύ γρήγορα, πολύ εύκολα, μερικές φορές ασχολίαστα, και δεν τους βλέπουμε ξανά. Κάτι τέτοιος όμως σίγουρα δεν ισχύει με τον Ζάκαρι. Όπως το σκέφτεται και η Κριστίν, «οι ζωές μας θα ‘ρθουν τα πάνω κάτω. Απ’ όλους μας, αυτός ήταν ο ένας που δεν μπορούσαμε, που δεν έπρεπε να χάσουμε» (32). Ορίστε μια προαναγγελία για το μέλλον.
Ας πιάσω όμως την ιστορία από την αρχή. Ή τέλος πάντων, ας της δώσω μια αρχή. Η Κριστίν είναι παντρεμένη με τον Άλεξ και η Λίντια με τον Ζάκαρι. Η Κριστίν και η Λίντια είναι φίλες από παλιά, ακριβώς όπως και ο Άλεξ με τον Ζάκαρι. Σε αυτό το παρελθόν τους, τότε που πριν ακόμα διαμορφωθούν τα τελικά ζεύγη ανάμεσα σε αυτά τα τέσσερα πρόσωπα, εκεί βρίσκεται αυτή η ιστορία. Πόσο εύκολα ξεφορτώνεσαι το παρελθόν σου; Αυτά που ένιωθες και αυτά που θα ήθελες να συνεχίσεις να νιώθεις; Υποσχέθηκα να δώσω μια αρχή στην ιστορία, αλλά το να πάω πίσω για να εντοπίσω αυτήν την αρχή στο παρελθόν της αφήγησης μοιάζει μάλλον μια λάθος κίνηση. Η ιστορία ξεκινάει από το παρόν, όταν «[κ]άτι άλλο παίρνει τη θέση του [Ζάκαρι]: η ιδέα του θανάτου του, που είναι απίστευτη» (37). Αυτά είναι τα λόγια της Λίντια και ταυτόχρονα νομίζω είναι ένας έξυπνος τρόπος για να υπονοηθεί αυτή η απώλεια του παρόντος και η σταθερότητα του παρελθόντος. Δεν μένω σε αυτό που παίρνει την θέση, αλλά στο γεγονός ότι κάτι τέτοιο είναι απίστευτο. Ο θάνατος εδώ, δεν είναι απλώς ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου, αλλά και της ζωής που αυτό το άτομο προσδιόριζε, μιας παροντικής ζωής με αυτό το άτομο, του ίδιου του παρόντος. Μοιάζει παράδοξο, αλλά με έναν περίεργο τρόπο, το παρόν όπως το ήξεραν αυτά τα τέσσερα (πλέον τρία) άτομα έχει πάψει να υπάρχει. Τώρα, το αντικαθιστά ένα αβέβαιο μέλλον, αλλά κυρίως το παρελθόν τους. Η Hadley, όπως είπαμε, θα γυρίσει πολλές φορές στο παρελθόν της ιστορίας, θα σπάσει την αφήγηση σε χρονικές μετακινήσεις για να μας πει τελικά ολόκληρη την ιστορία μέχρι το τέλος που θέλει να της δώσει, ένα τέλος που δεν θυμίζει το παραδοσιακό φινάλε ενός μελοδράματος, αλλά που φανερώνει έναν ανοιχτό ορίζοντα για τις ζωές αυτών των προσώπων. Και νομίζω αυτή η ανοιχτότητα προς το μέλλον περνώντας από το παρόν στο παρελθόν και πάλι πίσω, όπως και αυτές οι συνεχόμενες εναλλαγές της ιστορίας σε παρόν και παρελθόν, είναι που καθιστά το μυθιστόρημα σύγχρονο. Όπως λέει και κάποια στιγμή ο Άλεξ στην Κριστίν, «έπρεπε να παραιτηθεί από την ελπίδα της ολοκλήρωσης, του ολοκληρωμένου νοήματος· διότι ήταν αφέλεια» (354). Αν μέναμε σε μια ευθύγραμμη εξέλιξη της αφήγησης, και σε ένα και μοναδικό ολοκληρωμένο νόημα, το μυθιστόρημα δεν θα θύμιζε παρά ένα τυπικό μπουρζουά μελόδραμα. Κάτι παρόμοιο κάνει και ο Harold Pinter όταν γράφει την “Προδοσία” (που ναι, είναι σεξιστική). Και ναι, αν και σίγουρα η Hadley περιγράφει έναν κόσμο με περισσότερα προνόμια ‒έναν κόσμο που «ήταν προνομιούχος ακόμα και στη λύπη του» (59)‒ και έναν κόσμο που αναπαριστά ένα ακόμα οικογενειακό δράμα, έχει επίσης σίγουρα κάτι παραπάνω να πει για τους δεσμούς μεταξύ των ανθρώπων και για το πώς κάποιες φορές βρίσκεσαι παγιδευμένη μέσα σε ένα παρόν που ίσως στην πραγματικότητα να μην επιθυμούσες να ζεις καθόλου ως το προσωπικό παρόν σου. Ίσως αυτό να εννοεί η Κριστίν όταν λέει ότι λατρεύει το παρελθόν και ότι «πιστεύ[ει] πως θα τα κατάφερν[ε] μια χαρά και χωρίς το παρόν» (314). Το τέλος του μυθιστορήματος μάλλον επιβεβαιώνει κάτι τέτοιο.
Αυτό που βρήκα γοητευτικό στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα είναι ότι ενώ τα βασικά πρόσωπα είναι τέσσερα και η αφήγηση εξελίσσεται γύρω από όλα τα πρόσωπα, είναι η Κριστίν που φαίνεται να πρωταγωνιστεί, να μαθαίνουμε περισσότερα πράγματα για αυτήν, σαν να είναι ένα αφήγημα περισσότερο από την οπτική της, ακόμα και αν η αφηγήτρια δεν μοιάζει να συμμετέχει καθόλου στην αφήγηση. Μας εξιστορείται η ζωή τεσσάρων ατόμων, ωστόσο νιώθω ότι για την Κριστίν στο τέλος γνωρίζουμε τα πιο πολλά. Αλλά κάτι ακόμα που μου άρεσε είναι ότι δεν μπορούμε, ασχέτως τι μαθαίνουμε για αυτήν ή για τα υπόλοιπα άτομα, και τις διαπροσωπικές σχέσεις τους, να τα κατατάξουμε σε συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων ή χαρακτήρων. Δεν μπορούμε καθόλου εύκολα να κατηγορήσουμε κάποιο άτομο περισσότερο από κάποιο άλλο, και αυτό για εμένα κάνει το μυθιστόρημα ένα αφήγημα που δεν θυμίζει μια τυπική και παραδοσιακή αφήγηση. Μια αφήγηση δηλαδή που θέλει τους χαρακτήρες της να προσδιορίζονται και να ορίζονται από κάποιες συγκεκριμένες πράξεις τους. Ταυτόχρονα βέβαια πρόκειται για μια αφήγηση που κρατάει κάτι από έναν πιο συμβατικό ρεαλισμό, όχι τόσο ως προς την τεχνική των περιγραφών ή των διαλόγων, αλλά ως προς την επιλογή της ζωής που αφηγείται: μια τυπικής μεσοαστικής ζωής με ετεροκανονικά κριτήρια.
Βέβαια, έχει ακόμα ενδιαφέρον πώς τα αντικείμενα που διαμορφώνουν αυτήν την ζωή ‒που σαφώς φαίνεται να είναι μια αρκετά προνομιούχα ζωή‒ περιγράφονται. Οι περιγραφές είναι ακριβείς και ταυτόχρονα κάποιες φορές γίνονται τόσο αφηρημένες, ρεαλιστικές θα λέγαμε αλλά και καθόλου ρεαλιστικά συνηθισμένες. Όπως όταν περιγράφονται «[τ]α σκίτσα και οι φωτογραφίες και οι πίνακες στους τοίχους … [που] είχαν βουλιάξει στις σκιές, είχαν σβήσει, και μόνο το περίγραμμα των κάδρων τους φαινόταν στον άσπρο τοίχο» (22-23). Ή όταν η Γκρέις, η κόρη του Ζάκαρι, μαθαίνει για τον θάνατό του και καθώς επιστρέφει στην πόλη που μεγάλωσε, «πήδηξε έξω από το αυτοκίνητο κι έκανε εμετό στα ψηλά αγριόχορτα τα γεμάτα μαργαρίτες, που κυμάτιζαν αργά, αισθησιακά σχεδόν στο φύσημα του αέρα» (44). Αυτό το μπέρδεμα του ωραίου της φύσης με τον εμετό και το αποκείμενο που αυτός σημαίνει, συνάμα με μια αισθησιακή ατμόσφαιρα, με έκανε να τσακίσω την σελίδα και να κρατήσω αυτήν την περιγραφή στις αγαπημένες. Σίγουρα υπάρχουν και άλλες περιγραφές, αγαπημένες και μη, και μάλιστα σε μερικά σημεία οι περιγραφές των αντικειμένων και των σκηνικών που αυτά στήνουν σε κάνουν σχεδόν να θες να βρεις και να αγοράσεις αυτά τα αντικείμενα, είτε απλώς για να τα κατέχεις είτε για να γίνεις και εσύ μέρος του μυθιστορήματος. Η Anne Boyer μοιάζει να έχει δίκιο όταν λέει ότι οι περιγραφές των αντικειμένων όντως προκαλούν την επιθυμία να κατέχουμε κιόλας αυτά τα αντικείμενα (85). Με έναν τρόπο η γραφή προκαλεί επιθυμίες, και αυτό είναι που με έκανε να θέλω να διαβάσω και άλλο από τις περιγραφές της Hadley, σε βαθμό που σε μερικά σημεία της αφήγησης επιθυμούσα όντως να βρεθώ στον χώρο του μυθιστορήματος, αν και δεν θα ένιωθα καθόλου οικεία στον συγκεκριμένο χώρο που στήνεται από την Hadley.
Πριν τελειώσω αυτό το κείμενο, νομίζω ότι πρέπει να γίνω πιο σαφής και να πω ότι το παρελθόν δεν είναι απλώς μια φόρμα για να γράψεις ή να αφηγηθείς την ιστορία σου, αλλά είναι και η φόρμα της αλήθειας. Στο συγκεκριμένο έργο της Hadley υπάρχει μια αλληλουχία φράσεων που νομίζω είναι αρκετά σημαντική για να καταλάβουμε λίγο καλύτερα τις σχέσεις των προσώπων της αφήγησης και ταυτόχρονα το ίδιο το μυθιστόρημα. «Έτσι κι αλλιώς [η Κριστίν] είχε πάψει να σκέφτεται την αλήθεια όπως πριν: ως τον πυρήνα τον κρυμμένο κάτω από αλλεπάλληλες συγκαλύψεις και μεταμφιέσεις. Σε τελική ανάλυση, μήπως και οι μεταμφιέσεις δεν ήταν το ίδιο ενδιαφέρουσες; Μήπως δεν ήταν κι αυτές επίσης πραγματικές;» (163). Η αλήθεια παύει να είναι μία, να μας ενδιαφέρει ως αυτούσια και τώρα η προσοχή στρέφεται στους πολλαπλούς τρόπος που μεταμφιέζεται η πραγματικότητα και το πόσο ενδιαφέρον έχουν αυτοί οι τρόποι μεταμφίεσης. Αυτή η έμφαση στο ενδιαφέρον και όχι σε κάποιο αξιολογικό κριτήριο αληθούς ή ψευδούς είναι που βρίσκω πραγματικά ενδιαφέρουσα. Αυτές οι συγκαλύψεις και οι μεταμφιέσεις θα μπορούσαν να συνοψίσουν και τις σχέσεις αυτών των τεσσάρων προσώπων του μυθιστορήματος. Ταυτόχρονα, αυτές οι συγκαλύψεις και οι μεταμφιέσεις θα μπορούσαν να αναφέρονται και στο ίδιο το παρελθόν. Ως εκείνο που παρουσιάζεται ξανά και ξανά με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, εξίσου πραγματικούς και ενδιαφέροντες, ως εκείνο που τελικά είναι το μόνο που πραγματικά αναζητάμε αργά μέσα στη μέρα. Αυτό και τις μεταμφιέσεις του.
Αναφορές
1. Το μυθιστόρημα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg (2022) και σε μετάφραση Αγγέλου Αγγελίδη και Μαρίας Αγγελίδου.
2. Τα λόγια της Chris Kraus είναι από το βιβλίο της “I Love Dick”, στις εκδόσεις Serpent’s Tail (2016).
3. Τα λόγια της Anne Boyer είναι από το βιβλίο της “Garments Against Women”, στις εκδόσεις Penguin Books (2019).