Απεργία πείνας

 

Τις τελευταίες δεκαετίες το ενδιαφέρον για πάσα μορφή διαμαρτυρίας ή πρόκλησης αισθημάτων ενοχής σ’ άλλους με σκοπό την απαίτηση και κυρίως την επίτευξη κάποιας αλλαγής προς το καλύτερο έχει μειωθεί δραματικά. Παλιότερα όλοι συγκινούνταν όταν κάποιος κρατούμενος, καμμία σουφραζέτα, ή τέλος πάντων ο όποιος αδικημένος και καταπιεσμένος προχώραγε σε πολυήμερη απεργία πείνας για να ντροπιάσει ή να εκθέσει στα μάτια τού κόσμου τον εκμεταλλευτή του. Σήμερα είναι τελείως αδύνατο όχι μόνον να ευαισθητοποιηθεί η κοινωνία και να επιδοκιμάσει μια απεργία πείνας αλλά και να βρεθεί εκείνος που ρισκάροντας την ίδια του τη ζωή θ’ απέχει παντελώς απ’ την λήψη τροφής για να διαμαρτυρηθεί ή ν’ απαιτήσει κάτι. Οι εποχές έχουν αλλάξει· ζούμε πλέον σ’ έναν τελείως διαφορετικό κόσμο.

Υπήρχε μια χρονική περίοδος που ολόκληρη η πόλη έδειχνε έντονο κι ειλικρινές ενδιαφέρον για τους απεργούς πείνας. Όταν ξεκίναγε μια τέτοια απεργία, το θέμα συζήτησης παντού ήταν αυτή τούτη η απεργία. Όσο πέρναγαν οι μέρες κι ο απεργός παρέμενε σταθερός στην αφαγία του, ολοένα και περσότεροι ασχολούνταν μαζί του με κάθε δυνατό τρόπο κι έδειχναν έτσι την συμπαράστασή τους. Στο τέλος δεν υπήρχε ούτ’ ένας που να μην ενδιαφερόταν για την περιβόητη πλέον απεργία πείνας.

Έτσι, στα σχολεία προσκαλούνταν οι επαΐοντες –άνθρωποι πού ’χαν κάνει αντίστοιχες απεργίες στο παρελθόν ή πού ’χαν σπουδάσει το θέμα σε σχολές τής Εσπερίας– κι ενημέρωναν την νεολαία και τους δασκάλους μιλώντας για τις δικές τους εμπειρίες και παρουσιάζοντας ακόμα και αινέσιμες διατριβές μ’ όλα τ’ απαραίτητα δεδομένα, τα προς επίρρωση των προσπαθειών τού απεργού. Τότε βρίσκαν οι δάσκαλοι την ευκαιρία ν’ αναθέσουν εργασίες στους μαθητές τους με θέμα την απεργία πείνας, τους λόγους και τις αιτίες τέτοιων παράτολμων κινήσεων από πλευράς απεργών, τις επιπτώσεις τής απεργίας στον κάθε λογής αδικητή και φυσικά τα οφέλη για την κοινωνία. Μάλιστα, οι πιο τολμηροί απ’ αυτούς παρότρυναν τα παιδιά σε σύντομες αποχές απ’ το φαγητό για να πάρει η συμπαράσταση τού κάθε σχολείου στον απεργό και μια βιωματική χροιά.

Ανάλογες εκδηλώσεις γινόντουσαν φυσικά κι αλλού. Τα ερευνητικά κέντρα τής πόλης, για παράδειγμα, άφηναν κατά μέρους τις τρέχουσες εργασίες τους κι επικεντρωνόντουσαν αποκλειστικά σ’ εντατικές μελέτες για τις επιπτώσεις τής απεργίας πείνας στην υγεία τού απεργού, φροντίζοντας ταυτόχρονα να ενημερώνουν την κοινωνία ολόκληρη για τους καρπούς των ερευνητικών τους προσπαθειών. Καλούσαν συναδέλφους τους από άλλες χώρες για να συνεργαστούν πάνω στα σχετικά ζητήματα και να διοργανώσουν συμπόσια με συμμετοχή καθολική σχεδόν απ’ όλο τον κόσμο. Εκεί λογομαχούσαν νυχθημερόν για τα επίμαχα σημεία των επιπτώσεων τής μακρόχρονης νηστείας και στο τέλος έβγαζαν τα πολύτιμα πορίσματά τους που διέδιδαν παντού μέχρι να γίνει το επόμενο συμπόσιο, να εκπονηθούν οι επόμενες μελέτες και ν’ ανακοινωθούν τα επόμενα αποτελέσματα, ακυρωτικά των προηγούμενων αλλά πάντως ενισχυτικά των υποθέσεών τους περί των ζημιών απ’ την μακρόχρονη αποχή απ’ το φαγητό.

Όλες αυτές οι συστηματικές κι οργανωμένες επιστημονικές πρωτοβουλίες οδηγούσαν αναπόφευχτα στην ίδρυση πανεπιστημιακών εδρών νηστείας κι απεργίας πείνας όπου οι ενδιαφερόμενοι μπορούσαν να σπουδάσουν τα σχετικά ζητήματα κι από εκεί ν’ αποφοιτήσουν όλοι αυτοί που θα στελέχωναν τις νεοσύστατες απ’ τις ίδιες τις ανάγκες τής εποχής θέσεις εργασίας: Ψυχολόγοι και γιατροί νηστείας, απόφοιτοι τέτοιων σχολών, θα υποστήριζαν τον απεργό στην επώδυνη ανάβαση τού γολγοθά τής αφαγίας αφού πρώτα θα τον πλαισιώναν για όσο καιρό κρατούσε η απεργία του και με τις καλά διδαγμένες τεχνικές τους θα τον κρατούσαν στην ζωή μέχρι να τελειώσει την αποστολή του. Την εποχή εκείνη βρήκαν απασχόληση ένα σωρό κόσμος που βλέποντας τις ευνοϊκές προοπτικές για εργασία, σπούδασε στις σχολές νηστείας κι αμέσως απορροφήθηκε σ’ ανάλογες δουλειές.

Απ’ την άλλη μεριά, οι νομολόγοι κλεισμένοι στα γραφεία τους εστίαζαν στην περίπτωση τού απεργού, μελετούσαν με προσοχή τα αιτήματά του, στέλναν κάθε λίγο και λιγάκι δικούς τους ανθρώπους στον τόπο τής απεργίας για να μιλήσουν με τον απεργό και ν’ αντλήσουν πληροφορίες για τη ζωή του και την προσωπικότητά του, διάβαζαν όλη την σχετική νομολογία και τέλος θέσπιζαν νόμους και διατάξεις, υποστηριχτικές των πρωτοβουλιών του, που διόρθωναν ή βελτίωναν τους προηγούμενους νόμους και διατάξεις. Σε περίπτωση που κάποια πτυχή τού τρέχοντος περιστατικού ήταν εντελώς καινούργια, φρόντιζαν με πάσα επιμέλεια να την μετατρέψουν σε νομικά επεξεργάσιμη πρόταση και να την εντάξουν στην διακήρυξη δικαιωμάτων τού ανθρώπου και φυσικά στους αντίστοιχους νόμους και κανόνες.

Ποιος δεν θυμάται τότε τις πολύμοχθες προσπάθειες όλων των νομομαθών τής πόλης να συντάξουν κι ειδικό κώδικα πάνω στο θέμα τής απεργίας πείνας που δεν θ’ άφηνε ακάλυπτη νομικά καμμία πλευρά, καμμία παράμετρο και καμμιά λεπτομέρεια, όσο ασήμαντη κι αν ήταν ή φαινόταν ότι ήταν, αυτού του σπουδαίου ζητήματος;

Ύστερα, νομολόγοι και νομοθέτες μαζί ενημέρωναν το συνδικάτο, στ’ οποίο ανήκε ο απεργός, για τις νομικές τους επιτυχίες και προόδους στο ζήτημα κι όλοι μαζί, ως διαπρύσιοι κήρυκες τής ανθρωπιάς και του πολιτισμού, βγάζαν βροντερούς λόγους μπροστά στην αλληλέγγυα κοινωνία για να την πείσουν ότι πράττει ορθώς όταν συζητάει ολημερίς για τον απεργό και την απεργία του, ακόμα κι όταν αυτή η συνεχής κι εντατική ενασχόληση καταντάει στο τέλος εμμονή και γίνεται εις βάρος άλλων ζωτικών για την ομαλή λειτουργία τής πόλης θεμάτων που απαιτούν χρόνο και καταβολή προσπάθειας. Τελικώς μια ολόκληρη πόλη δεχόταν ότι ο χρόνος ενασχόλησης με την νηστεία τού απεργού και τα δίκαια αιτήματά του δεν είναι χαμένος χρόνος.

Τότε έβρισκαν την ευκαιρία και τα υπόλοιπα συνδικάτα να σταθούν συμπαραστάτες σ’ αυτή την προσπάθεια τού συνδικάτου στ’ οποίο ανήκε ο απεργός, παίρνοντας τις δικές τους πρωτοβουλίες –παρά το γεγονός ότι σ’ άλλες περιπτώσεις τα συνδικάτα αυτά αναλωνόντουσαν σε μια αλληλοφαγωμάρα μεταξύ τους κι ήσαν ορκισμένοι εχθροί. Έπρεπε, όμως, να φανούν κι αυτοί αλληλέγγυοι μόνον και μόνον για να εκμεταλλευτούν την περίπτωση και να πάρουν με το δικό τους μέρος τον απεργό, να τον στρέψουν εναντίον τού συνδικάτου του με την δικαιολογία ότι τον χρησιμοποιεί, ότι δεν έχει ανιδιοτελής σκοπούς, ότι υποκρίνεται και τον κοροϊδεύει, εν τέλει.

Τέλος, να μην ξεχάσω και τον ρόλο των καλλιτεχνών σ’ όλη αυτή την ιστορία. Τούτη η φάρα ήταν πάντα αγαπητή στους συμπολίτες μας τόσο γιατί φρόντιζε για την διασκέδαση και την εκτόνωσή τους, όσο γιατί φάνταζε σ’ αυτούς ως μια ομάδα που με τις ιδιαίτερες και ξεχωριστές κλίσεις της και με την δύναμη τής επιρροής της ήταν ικανή να μετακινήσει ακόμα και βουνά, εάν χρειαζόταν. Για τον λόγο αυτό τα συνδικάτα, μπροστά σ’ αυτή την απεργία πείνας, στρατολογούσαν τους καλλιτέχνες οι οποίοι με χαρά και μεγάλη προθυμία ανταποκρινόντουσαν στο κάλεσμά τους όχι γιατί είχαν ιδιαίτερες ευαισθησίες προς τους αδύναμους και τους αδικημένους –αυτό είναι κάτι για τ’ οποίο δεν μπορεί νά ’ναι κανείς βέβαιος ποτέ– αλλά γιατί ανήκαν κι αυτοί στα διάφορα συνδικάτα τής πόλης (κι όσοι δεν ανήκαν είχαν κρυφές συμπάθειες και προτιμήσεις) κι όφειλαν να συνταχθούν με τις διακηρύξεις τους και τη γραμμή τους.

Κατά τη διάρκεια τής απεργίας γινόντουσαν στους δρόμους και στις πλατείες ή στα μεγάλα και μικρά πολιτιστικά κέντρα κι αίθουσες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, όπου συνέρρεαν μιλιούνια κόσμου για ν’ ακούσουν πρώτα τις θέσεις τού καλλιτέχνη υπέρ τού απεργού πείνας μέσ’ από ’να λογύδριό του –σε τέτοιες μεγάλες εκδηλώσεις υπήρχε ακριβώς στο κέντρο τής σκηνής κρύπτη όπου υποβολέας, απεσταλμένος τού συνδικάτου, υπαγόρευε το κείμενο στον καλλιτέχνη που πάντα θα ξέχναγε κάποιες γραμμές ή θα προσπαθούσε να μασήσει τα λόγια του–, κατά τη διάρκεια τού οποίου όλοι κρεμόντουσαν απ’ τα χείλια του, χωρίς να κάνουν τον παραμικρό θόρυβο, χειροκροτούσαν όταν αυτός ανέβαζε τον τόνο τής φωνής, τονίζοντας έτσι τα κύρια σημεία τού λόγου του, και κουνούσαν επιδοκιμαστικά το κεφάλι τους. Εν συνεχεία, ικανοποιημένοι που άκουσαν όλα όσα ήθελαν ν’ ακούσουν, ακόμα κι αν βαθιά μέσα τους ήξεραν ότι όλ’ αυτό επρόκειτο μόνον για λόγια θεατρικά και τίποτα παραπάνω, ξέσπαγαν σε ιαχές νίκης και θριάμβου για να δείξουν ότι τάχα πλησιάζει η μέρα τής δικαίωσης τού απεργού κι ήσαν έτοιμοι, έπειτα, να γευτούν τους καρπούς τού κόπου και της έμπνευσης τού καλλιτέχνη.

Ο απεργός πείνας είχε, λοιπόν, προκαλέσει μια σειρά αντιδράσεων εκ μέρους τής κοινωνίας που έπαιρναν τις προαναφερθείσες μορφές. Δεν θά ’ταν υπερβολή να πω ότι οι αντιδράσεις αυτές ήσαν πολύ περσότερες απ’ τις αναμενόμενες και μάλιστα κάποιες απ’ αυτές κινήθηκαν προς άκρως ενδιαφέρουσες κι ασυνήθιστες κατευθύνσεις. Φυσικά ο απεργός ούτε υποψιαζόταν ποτέ ότι θ’ αποτελούσε την αιτία για τόσα πολλά γεγονότα και δρώμενα στην πόλη.

Αμφιβάλλω εάν τότε υπήρχε έστω κι ένας άνθρωπος που δεν ανακατεύτηκε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην υπόθεση τού απεργού. Σ’ όποιον τολμούσε να μην δείξει έμπρακτα το ενδιαφέρον του ή τουλάχιστον να μην μιλήσει θετικά για την απεργία πείνας, η πόλη όλη εκτόξευε εναντίον του ένα σωρό κατηγορίες που σίγουρα τον γέμιζαν μ’ ενοχές γι’ αυτή του την αδιαφορία, πολύ μεγαλύτερες απ’ αυτές με τις οποίες γέμιζε ο απεργός πείνας με την επίπονη νηστεία του τους αδικητές του κι εκμεταλλευτές του. Έτσι, ήταν αδύνατο να υπάρξει αποχή εκ μέρους τού κόσμου από την πλούσια σειρά δραστηριοτήτων κι εκδηλώσεων υποστήριξης τού απεργού.

Έπειτα όποιος καθόταν να το καλοσκεφτεί θα οδηγείτο στο ασφαλές συμπέρασμα ότι κανέναν δεν συνέφερε ν’ απέχει γιατί, πέραν απ’ τον απεργό, όλοι είχαν να κερδίσουν κάτι από μια τέτοια συμμετοχή που στο τέλος θα την εξαργύρωναν με το σημαντικότερο όλων: Την αποδοχή τους απ’ όλη την κοινωνία όχι μόνον εκείνης της συγκεκριμένης χρονικής στιγμής αλλά όλων των κατοπινών στιγμών –κι αυτό ήταν το μέτρο για την εξασφάλιση μιας κάποιας αθανασίας ακόμα κι απ’ τα πιο ασήμαντα και χαμερπή μέλη τής κοινωνίας μας.

Οι μέρες τής απεργίας πείνας μετατρέπονταν, τελικά, από περίοδο προβληματισμού κι ενοχών –ενοχών γιατί επιτράπηκε απ’ όλη την πόλη να υπάρξει έστω κι ένας άνθρωπος που αποφάσισε να πεθάνει της πείνας για να την ταρακουνήσει– σε περίοδο ενθουσιασμού και χαράς ότι κάτι καλό πάει να βγει απ’ αυτή την απεργία που θα ωφελήσει όλη την κοινωνία, ακόμα και τους επιγόνους της. Εξ ου κι ο κάπως εορταστικός χαραχτήρας αυτών των ημερών που θύμιζαν σε κάποιο βαθμό άλλες περιόδους, όπως τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά.

Πράγματι, ο αναβρασμός, η κινητικότητα κι οι ετοιμασίες ήταν τόσες και τέτοιες που έσπαγαν την μονοτονία και την ρουτίνα όλων των υπόλοιπων ημερών τού χρόνου, όταν δεν υπήρχε κάποιο περιστατικό απεργίας πείνας. Κάτι διαφορετικό συνέβαινε επιτέλους στην πόλη κι όλοι έσπευδαν να πάρουν μέρος σ’ αυτό χωρίς να βαρυγκομούν και να δυσανασχετούν. Οι περσότεροι, για να μην πω όλοι, περίμεναν καιρό να συμβεί ένα ίδιο ή ανάλογο περιστατικό για να έχουν μια δικαιολογία να ζήσουν, έστω και για λίγο, κάποιες αξέχαστες στιγμές διαφορετικής ατμόσφαιρας και διάθεσης. Κάποιοι την ονόμαζαν αγωνιστική αυτή την διάθεση, κάποιοι άλλοι επαναστατική κι η πλειοψηφία διάθεση για ζωή. Εν πάση περιπτώση, αν κάποιος ξένος ερχόταν στην πόλη κι έβλεπε τι γινόταν και πάν’ απ’ όλα διαπίστωνε ποιο ήταν το γεγονός που ευθυνόταν για όλη αυτή την χαρμόσυνη ατμόσφαιρα, δεν θα πίστευε στα μάτια του και στα αυτιά του.

Σίγουρα θα μπορούσαμε νά ’χαμε κατηγορηθεί στο τέλος για πνεύμα ανεμελιάς κι ασυδοσίας. Μάλιστα οι κακόπιστοι θα μας έλεγαν ότι η απεργία πείνας έγινε μόνον και μόνον για να ξεχάσουμε για λίγο έστω τις ευθύνες μας και τα βάρη τής καθημερινότητας· ότι μετατρέψαμε ένα τόσο σοβαρό γεγονός σε γιορτή και σε σκόλη κι ότι οι αρχικές μας προθέσεις δεν ήσαν αυτές που εμείς διακηρύτταμε με τόλμη κι αποφασιστικότητα. Θα πρόσθεταν ότι θέλαμε να κοροϊδέψουμε τους εαυτούς μας, ότι επιθυμούσαμε την αλλαγή και την πρόοδο κι ότι στην προσπάθειά μας να στηρίξουμε τον απεργό κάναμε ό,τι περνούσ’ απ’ το χέρι μας για να το πετύχουμε αλλά στην πραγματικότητα τίποτα απ’ αυτά δεν μας ενδιέφερε. Εμείς είχαμε έναν σκοπό μόνον, θα τόνιζαν: Να μείνουμε στην ιστορία ως μια κοινωνία που νοιάστηκε, που πάσχισε, που τέλος πάντων χάλασε φαιά ουσία για να στηρίξει τα δίκαια αιτήματα ενός εξαθλιωμένου κι αξιοθρήνητου συνανθρώπου. Ναι, να μείνουμε στην ιστορία· δηλαδή να κερδίσουμε μια θέση στην αιωνιότητα κι έτσι ν’ αποδείξουμε περίτρανα ότι είμαστε τελικά ιδιοτελείς άνθρωποι, ότι περιμένουμε πάντα κάποιο αντάλλαγμα για ό,τι κάνουμε σ’ αυτή την ζωή.

Εμείς, όμως, θ’ αντιτάσσαμε σ’ όλους αυτούς, και κυρίως στους πιο κακόβουλους –σ’ αυτούς που θά ’φταναν στο σημείο να υποστηρίξουν με σθένος και με τρανταχτά επιχειρήματα ότι βρήκαμε τυχαία έναν που τον βαφτίσαμε απεργό πείνας και τον υποχρεώσαμε ν’ αναλάβει έναν τέτοιο ρόλο χωρίς να υπάρχει κανένας μα κανένας σοβαρός λόγος, χωρίς να συντρέχει τίποτα απ’ όσα ισχυρίστηκε αυτός στα αιτήματά του αργότερα· ότι εν τέλει δεν υπήρξε ποτέ απεργός πείνας, ήταν προϊόν τής αρρωστημένης μας φαντασίας, κι αν υπήρξε μόνο απεργία πείνας δεν έκανε!– θ’ αντιτάσσαμε, λοιπόν, ότι οι πράξεις μας κι όχι μόνον τα λόγια μας κατεδαφίζουν όλα τους τ’ απαίσια σχόλια και μπροστά στα έργα δεν έχει δύναμη κανένας λόγος, ούτε καν κι αυτός του Θεού τού ίδιου! Θ’ αρνιόμασταν όλες τους τις κατηγορίες αντιπαραβάλλοντας την δική τους απραγία σ’ ανάλογες περιπτώσεις και θα περνάγαμε σ’ αντεπίθεση με τα δικά τους επιχειρήματα όταν αυτοί θα προσπαθούσαν να κάνουν κάτι ανάλογο αλλά θ’ απετύχαιναν –κι ακόμα κι αν πετύχαιναν, εμείς θα κάναμε ότι δεν το ξέραμε τότε ή θα προσποιούμασταν ότι ήταν μια επιτυχία μικρή, συγκρινόμενη με την δική μας.

 

 

Όταν ξεκίνησε την απεργία του το ενδιαφέρον ήταν ανύπαρκτο. Οι πρώτοι περαστικοί που εντόπισαν μια μικρή σκηνή μπροστά απ’ το ογκώδες κτήριο τής κεντρικής διοίκησης τής πόλης, διαπίστωσαν πως πρόκειται για το κατάλυμα ενός απεργού πείνας και διέδωσαν το νέο παντού. Στην αρχή ο κόσμος δεν έδωσε και πολύ σημασία γιατί προέβλεπε ότι θα επρόκειτο για μια σύντομη διαμαρτυρία που θα τελείωνε άδοξα. Όλ’ οι προηγούμενοι απεργοί πείνας είχαν εγκαταλείψει τις προσπάθειες νωρίς είτε γιατί πιάστηκαν να τρώνε κρυφά, είτε γιατί πέθαναν από πείνα, είτε γιατί δεν άντεξαν και παραιτήθηκαν πριν κλείσουν μια βδομάδα. Θα περίμενε κανείς ότι οι άνθρωποί μας θα τους λυπόντουσαν κυρίως γιατί θά ’βλεπαν ότι δεν πετύχαιναν σχεδόν ποτέ τον σκοπό τους ή γιατί η κεντρική διοίκηση δεν έδειχνε κανένα απολύτως ενδιαφέρον γι’ αυτούς. Όμως αυτό δεν συνέβαινε γιατί η διάρκεια τής απεργίας τους ήταν πάντα τόσο μικρή που δεν προλάβαινε να κινήσει τον οίκτο κανενός, πόσω μάλλον του διοικητή και του συμβουλίου του οι οποίοι στο τέλος ειρωνεύονταν τους απεργούς και γέλαγαν με τα παθήματά τους.

Επομένως, δεν υπήρχε κανένας σοβαρός λόγος και τώρα ν’ ασχοληθούν μ’ έναν ακόμα απεργό και να δείξουν το έλεός τους. Όταν όμως οι μέρες πέρναγαν κι η στάση τού απεργού δεν άλλαζε, το ενδιαφέρον μεγάλωνε σιγά-σιγά κι όλο και περσότεροι άνθρωποι πλησιάζαν την σκηνή του με περιέργεια κι έκπληξη. Ήταν κάτι τ’ ασυνήθιστο για την πόλη ένας απεργός να επιμένει στη νηστεία του μέχρι να δικαιωθεί στο αίτημά του που ήταν γραμμένο με μεγάλα κόκκινα γράμματα σ’ ένα κομμάτι ξύλο στερωμένο στην κορφή τής σκηνής του.

Ο απεργός ήταν ένας εποχικός εργάτης που ήθελε σώνει και καλά να γίνει παραμόνιμος υπάλληλος στην υπηρεσία καθαριότητας τής πόλης. Όταν μαθεύτηκε το αίτημά του όλοι σταυροκοπήθηκαν με κατάπληξη και μειδίασαν ειρωνικά γιατί ο μισθός ενός εποχικού εργάτη ήταν πολύ μεγαλύτερος απ’ αυτόν ενός παραμόνιμου υπαλλήλου. Το ερώτημα που επλανάτο τώρα πάν’ απ’ όλους ήταν: Προτιμούσε να μπει σε μια τόσο μεγάλη ταλαιπωρία και να φτάσει τον οργανισμό του στα όρια τής αντοχής του μόνο και μόνο για να γίνει παραμόνιμος υπάλληλος; Κι όμως ναι, τούτο ήταν το αίτημα τού απεργού· προτιμούσε να πεθάνει από πείνα παρά να παραμείνει μια ζωή ολόκληρη εποχικός εργάτης.

Μια τέτοια ερώτηση ήταν απλώς ρητορική, γινόταν για να δείξουν οι ερωτούντες τάχα αφέλεια κι αθωότητα. Αλλά όλοι αυτοί γνώριζαν καλά ότι οι άνθρωποί μας ήταν γαλουχημένοι να γατζώνονται, όποτε μπορούσαν και τους το επέτρεπαν οι συνθήκες, στο άρμα τής βεβαιότητας και της σιγουριάς ακόμα κι αν αυτό το άρμα ήταν προβληματικό στην κίνησή του, ακόμα κι αν έτριζαν οι τροχοί του, ακόμα κι αν το τραβάγανε εξουθενωμένα ζωντανά. Η εποχικότητα δεν ήταν ένα τέτοιο άρμα γιατί καταργούσε την σταθερότητα, την ασφάλεια και το ξαπόσταμα· ήταν όμως η συνήθεια τής παραμόνιμης εργασίας ακόμα κι αν αυτή δεν εξασφάλιζε έκτακτους πόρους, ακόμα κι αν η κατάκτησή της προϋπόθετε ένα σωρό άθλιες υποχωρήσεις εκ μέρους των διεκδικητών της.

Στην πόλη οι περσότεροι ήταν εποχικοί που είχαν τον ίδιο κρυφό πόθο μ’ αυτόν του απεργού αλλά δεν θα έφταναν ποτέ στο σημείο να στερηθούν το φαΐ για να πιέσουν την κεντρική διοίκηση να τους κάνει παραμόνιμους. Υπήρχαν κι άλλοι τρόποι, λιγότερο επώδυνοι για το σώμα και περσότερο αποδεχτοί απ’ την διοίκηση, για να πετύχει κάποιος έναν τέτοιον σκοπό. Εάν πρέπει να εξηγήσω τα κίνητρα για την αποφυγή αυτών των τρόπων από μέρους τού απεργού, μάλλον θα βρεθώ σε μεγάλη αδυναμία διευκρίνησης των ιδεών που διέπουν μια τέτοια στάση.

Το συμβούλιο τής πόλης όχι μόνον δεν παραξενεύτηκε όταν διαπίστωσε ότι ο απεργός δεν επρoτίθετο να διακόψει την απεργία νωρίς, όπως όλοι οι προηγούμενοι, αλλα θορυβήθηκε κιόλας γιατί αν παρατραβούσε τελικά το σκοινί θά ’πρεπε να του ικανοποιήσουν το αίτημά του. Αυτό δεν θα μπορούσαν να το αποδεχτούν γιατί ήθελαν τον απεργό νάρθει ο ίδιος αυτοπροσώπως, να τους παρακαλέσει, να πέσει στα πόδια τους, να δεχτεί τις εκδουλεύσεις που θα του ζητούσαν, να δείξει, εν τέλει, πνεύμα υποταγής και ν’ αναγνωρίσει τη δύναμή τους να κουμαντάρουν ανθρώπινες ζωές. Αν αδιαφορούσαν και τον άφηναν να πεθάνει από πείνα, θα ξεφορτωνόντουσαν έναν μπελά αλλά θα γινόντουσαν ρεζίλι των σκυλιών σ’ ολόκληρη την πόλη. Αυτό το τελευταίο δεν τους πολιόνοιαζε βέβαια γιατί είχαν ήδη χάσει την υπόληψή τους προ πολλού εξαιτίας άλλων περιστατικών κι είχαν αποκτήσει μια απύθμενη ξεδιαντροπιά κι αναισθησία. Επομένως, το μόνο που τους ενοχλούσε αφάνταστα και τους έκανε να χάνουν και τον ύπνο τους ακόμα ήταν ότι δεν είχε σκοπό να συρθεί μπροστά στα πόδια τους, να τα φιλήσει και να ικετέψει.

Ο απεργός έμενε όλη την μέρα στην σκηνή και δεν έβγαινε μέχρι τ’ απόγευμα, όταν σχόλναγαν απ’ τις δουλειές τους οι υπάλληλοι και τα παιδιά απ’ τα σχολεία κι οι ηλικιωμένοι έβγαιναν για τον απογευματινό τους περίπατο. Τότε όλοι πέρναγαν μπροστά απ’ την σκηνή του για να τον δουν να κάθεται οκλαδόν κι ακίνητος και με βλέμμα άδειο να κοιτάει πέρα μακριά, μέχρι την άκρη τής απελπισίας που τον είχε κυριεύσει.

Τον πρώτο καιρό ελάχιστοι κοντοστέκονταν και τον παρατηρούσαν από απόσταση, αλλά αργότερα μαζευόταν όλο και πιο πολύς κόσμος κρατώντας πάντα την ίδια απόσταση. Όλοι τους ήσαν επιφυλακτικοί χωρίς όμως να μπορούν να δικαιολογήσουν κιόλας αυτήν τους την επιφυλακτικότητα. Ένιωθαν ότι κινδύνευαν αν πλησίαζαν λίγο περσότερο; Πίστευαν ότι ο απεργός με ένα τέτοιο αίτημα δεν έπαιρνε στα σοβαρά τον ρόλο του και επομένως ήταν ένας τσαρλατάνος που ήθελε απλώς να τραβήξει την προσοχή τού κόσμου; Άρα όποιος τον πλησίαζε για να πιάσει συζήτηση μαζί του μπορεί και να ξέπεφτε στα μάτια των υπολοίπων; Όλ’ αυτά όμως ήταν υποθέσεις και κανείς δεν ήξερε τι να πιστέψει.

Κάποτε αυτή η επιφυλακτικότητα μετατράπηκε σε περιέργεια κι ετίθετο πλέον το ερώτημα απ’ όλους: Μήπως δεν έχουν τα πράγματα έτσι τελικώς; Οι πιο τολμηροί τον πλησίαζαν πιο συχνά και του έκανα δειλά δυο-τρεις ερωτήσεις στις οποίες απαντούσε με σοβαρότητα κι ευγένεια. Τους εξέθετε την κατάστασή του, τους έλεγε τα παράπονά του και τα προβλήματα που απέρρεαν απ’ την εποχικό χαραχτήρα τής δουλειάς του. Μιλούσε με λόγια προσεχτικά κι άρθρωνε λόγο αποφασιστικό και δυναμικό πείθοντας όσους τον άκουγαν.

Με τον καιρό η περιέργεια ικαναποιήθηκε μέσ’ απ’ τις πολλές επαφές και την ανάκριση κι ήρθε η ώρα να δείξουν όλοι ευσπλαχνία και συμπάθεια. Δεν υπήρχε λόγος νά ’ναι ακόμα καχύποπτοι ή περίεργοι: Οι κουβέντες του ήταν ειλικρινείς κι η στάση του αμετάβλητη· τηρούσε το πρόγραμμα νηστείας –το φανέρωνε εξάλλου το παρουσιαστικό του που μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και πιο ισχνό, λιγόστευε η σάρκα του και παίρναν τα κόκκαλα θέση εμφανή κάτ’ απ’ το βρώμικο τομάρι του– και θα επέτρεπε σ’ οποιονδήποτε να κάνει τις ανάλογες διαπιστώσεις περί της τήρησης αυτού του προγράμματος. Απαιτούσε κιόλας νά ’ρθει όποιος ήθελε στη σκηνή του για να πραγματοποιήσει αυστηρούς ελέγχους, να μείνει κι εκεί ακόμα όλο το εικοσιτετράωρο και να τον παρακολουθεί. Ήταν μάλιστα διατεθειμένος να στερηθεί και τον ύπνο του για να βοηθήσει το έργο των ελεγκτών.

Τώρα στεκόντουσαν όλοι σε μεγάλες ουρές που σταδιακά ολοένα και μάκραιναν, περιμένοντας να του μιλήσουν, να του συμπαρασταθούν, να τον συμπονέσουν, να δακρύσουν μαζί του, ακόμα και να του πιάσουν το κοκκαλιάρικο χέρι του ή να τον χαϊδέψουν φιλικά στην πλάτη και στο κεφάλι. Αυτός τους δεχόταν με υπομονή κι είχε πάντα να πει κάτι με τον καθέναν που γονάτιζε δίπλα του και τον κοιτούσε με ύφος λυπημένο. Τότε ήταν που μίλαγαν κι οι ίδιοι για τα προβλήματά τους κι αντάλλαζαν απόψεις για την ζωή και τον κόσμο μαζί του. Μάλιστα, τού ’χαν προτείνει, όταν θα τελείωνε αυτή η θλιβερή ιστορία, να γίνουν φίλοι του και να τον αποκαταστήσουν, κιόλας. Με την σειρά του τους έδειχνε φωτογραφίες απ’ την παιδική του ηλικία και τους μιλούσε για τους γονείς του και για την πορεία τής ζωής του μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Λίγο αργότερα προστέθηκαν και παρέες από νέους και νέες που θαυμάζοντας τις θυσίες του, μαζευόντουσαν το σούρουπο γύρ’ απ’ τη σκηνή, άναβαν χιλιάδες μικρά κεριά και με κιθάρες στα χέρια σιγοψιθύριζαν άσματα αισθαντικά, μελαγχολούσαν για την τύχη τού καημένου απεργού και κλαίγαν ήμερα. Πόσοι και πόσες απ’ αυτούς δεν βρήκαν τον πραγματικό έρωτα στα μάτια και στα πρόσωπα συμπασχόντων συνομιλήκων τους εκείνες τις στιγμές!

Σιγά-σιγά ο απεργός έγινε ένα περίεργο αξιοθέατο. Άνθρωποι κι από άλλες γειτονικές πόλεις κατέφθαναν για να θαυμάσουν την ιώβεια υπομονή του κι επιμονή του, να φωτογραφηθούν μαζί του κι ύστερα να του ζητήσουν να βάλει την υπογραφή του στην πίσω πλευρά τής φωτογραφίας. Έφερναν και τα παιδιά τους και τους εξηγούσαν τι σημαίνει να πεινάς θεληματικά για να πετύχεις έναν υψηλό σκοπό. Τους έδειχναν τον απεργό και τ’ άφηναν να τον αγγίξουν λιγάκι ή να του χαρίσουν μια κάρτα μ’ ευχές.

Μια φορά την ημέρα τον επισκεπτόταν ο γιατρός κι ο ψυχολογός νηστείας και τον ενημέρωναν για την πορεία τής υγείας του δίνοντάς του τις ανάλογες συμβουλές, τις οποίες από ευγένεια και μόνον τις άκουγε χωρίς να φέρνει αντιρρήσεις και χωρίς να δημιουργεί προβλήματα στην δουλειά τους. Μα κάθε φορά που τον επισκέπτονταν και διαπίστωναν ότι δεν ακολουθούσε τις οδηγίες τους, τον μάλωναν σαν νά ’ταν μικρό παιδί και τον θερμοπαρακαλούσαν ν’ αλλάξει μυαλά γιατί σύντομα ο οργανισμός του θα κατέρρεε. Αυτός τους διαβεβαίωνε ότι θα κάνει τα δέοντα και καθησυχασμένοι έφευγαν για να τον ξανασυμβουλέψουν και να τον ξαναμαλώσουν όταν θα τον συναντούσαν την επόμενη μέρα.

Ο απεργός πείνας ήταν πλέον το διασημότερο πλάσμα όχι μόνον της πόλης αλλά κι όλης της επικράτειας. Πριν σχηματιστούν οι μακριές ουρές ανθρώπων, ερχόντουσαν οι ειδησεογράφοι καθημερινά και στήναν τον εξοπλισμό τους και τα συνεργεία τους περιμετρικά τής σκηνής· κι όταν αυτός έβγαινε έστω και για λίγο, χιλιάδες φλας άναβαν κι εκατοντάδες μικρόφωνα στρεφόντουσαν προς το μέρος του σαν κάνες όπλων και τον σημάδευαν, συνοδευόμενα από δεκάδες ερωτήσεις που ακουγόντουσαν όλες ταυτόχρονα μ’ αποτέλεσμα κανείς να μην μπορεί να βγάλει νόημα απ’ το περιεχόμενό τους. Μοιάζαν τότε όλοι αυτοί σαν ν’ ανοιγόκλειναν το στόμα τους προκαλώντας με τις φωνές τους μόνον μια δυνατή κι ενοχλητική βοή· μα ήσαν ικανοποιημένοι που έστω του απηύθυναν τον λόγο και πρόλαβαν να πετύχουν ένα καλό πλάνο. Τότε ο απεργός φοβισμένος κι αγανακτισμένος ξανάμπαινε στην σκηνή μέχρι την επόμενη φορά που θα τολμούσε να ξεμυτίσει για νάρθει αντιμέτωπος πάλι με τα φλας, τα μικρόφωνα και τις δεκάδες ερωτήσεις. Απ’ τη στιγμή που εμφανίστηκαν οι ειδησεογράφοι, δεν ξανάφυγαν παρά μόνον όταν τελείωσε η απεργία.

Τις νύχτες όταν όλοι αποσυρόντουσαν κι ο απεργός πήγαινε για ύπνο, ερχόντουσαν μικρές ομάδες φυλάκων που με βάρδιες παρακολουθούσαν εάν έτρωγε έστω και μια μπουκιά φαΐ. Κάθε λίγο και λιγάκι ένας απ’ αυτούς έβαζε το κεφάλι στην σκηνή τον έβλεπε για λίγο κι ύστερα επέστρεφε εκεί που καθόντουσαν κι οι υπόλοιποι, δίπλα απ’ τη σκηνή, σ’ ένα ξύλινο τραπέζι όπου έπαιζαν χαρτιά ή ζάρια. Αυτό γινόταν όλη νύχτα, κάτι που ενοχλούσε τον απεργό όχι γιατί δεν τον άφηναν να κοιμηθεί ή γιατί γινόντουσαν αδιάκριτοι, αλλά γιατί με τους τακτικούς αυτούς ελέγχους έδειχναν ότι δεν του έχουν εμπιστοσύνη, ότι πίστευαν πως μπορεί να εξαπατά την κεντρική διοίκηση κι όλο τον κόσμο που μέχρι τώρα τον είχε εμπιστευτεί, είχε αποδεχτεί την ιερότητα τού σκοπού του κι ήταν έτοιμος να τον στηρίξει με κάθε τρόπο.

Όμως ο απεργός δεν ήταν διατεθειμένος να βάλει μπουκιά στο στόμα του όσο κι αν τον παρακαλούσαν οι γιατροί κι οι ψυχολόγοι, όσο κι αν οι φύλακες τρώγαν και πίναν πάνω στο τραπέζι μιλώντας δυνατά για την θεσπέσια γεύση τού δείπνου τους και την ονειρεμένη μυρωδιά του, προσπαθώντας έτσι να τον κάνουν να λυγίσει και να γίνει κι αυτός ένα μ’ όλους τους προηγούμενους απεργούς που διέκοψαν νωρίς την απεργία τους.

Όταν φύσαγε τοποθετούσαν το φαΐ προς την φορά τού ανέμου για να του σπάσουν την μύτη με τις μυρωδιές, ενώ άλλες φορές πηγαίναν μπροστά στην είσοδο τής σκηνής κι αφού πέρναγαν τα κεφάλια τους μέσα, του έδειχναν προκλητικά ένα τροφαντό μπούτι απ’ τ’ οποίο κόβανε μεγάλες μπουκιές και τις μασουλάγαν με τα στόματα ανοιχτά, πλαταγίζοντας έντονα τις γλώσσες τους. Τελειώνοντας το ξεκοκκάλισμα τού πετούσαν τα κόκκαλα στα μούτρα και χασκογελούσαν. Όμως και πάλι αυτός αδιαφορούσε και τους κοιτούσε με μια εκνευριστική ψυχρότητα κι απάθεια.

Εξάλλου, είχε δώσει το λόγο του στο συνδικάτο, που τον στήριζε ψυχολογικά και τον είχε δασκαλέψει πώς θα συμπεριφερόταν όσο θά ’παιζε τον ρόλο τού απεργού πείνας, ότι δεν θα λυγίσει. Το συνδικάτο του μπορούσε να τον είχε βολέψει απ’ την αρχή ως παραμόνιμο σε κάποια υπηρεσία τής πόλης, όχι αναγκαστικά στην υπηρεσία καθαριότητας, κάτι πού ’χε γίνει αιτία να ψυχρανθούν οι σχέσεις του με τον απεργό. Όμως δεν το έκανε γιατί ήθελε να δημιουργήσει την εντύπωση σ’ όλη την κοινωνία ότι τα μέλη του όταν διεκδικούν κάτι, το κάνουν μ’ ένα πνεύμα ανυποχώρητο, μη συμβιβάσιμο, με μια στάση παραδειγματισμού προς τα υπόλοιπα μέλη τής κοινωνίας και πάν’ απ’ όλα με μια διάθεση αποφασιστικής εφόρμησης. Για όλα αυτά δεν είχε ιδέα ο απεργός γιατί κανείς δεν του είχε μιλήσει για τις πραγματικές προθέσεις τού συνδικάτου. Αυτός περίμενε να εργαστεί ως παραμόνιμος κι ο μόνος τρόπος, τού ’χαν πει, για να το πετύχει ήταν να ψωμολυσσάξει μπας και φιλοτιμηθεί η κεντρική διοίκηση.

Το συνδικάτο έψαχνε καιρό να βρει κάποιον αποφασισμένο να υποφέρει και να φτάσει κοντά στις πύλες τού Άδη προκειμένου να πετύχει κάποιον σκοπό. Δεν το ενδιέφερε ποιος θα ήταν αυτός ο σκοπός, το ενδιέφερε να βρεθεί ο άνθρωπος που θα υπέφερε, που ακόμα και θα θυσιαζόταν γι’ αυτόν. Στο πρόσωπο τού απεργού βρήκαν τον ή ρ ω α τής ημέρας και γιατί όχι τον μελλοντικό μπροστάρη σ’ άλλες διεκδικήσεις κι αιτήματά τους.

Οι εβδομάδες πέρναγαν κι η στάση τής κεντρικής διοίκησης συνέχιζε να ήταν άκαμπτη. Κάποιοι απ’ το συμβούλιο πρότειναν να τον καλέσουν για να τον συνετίσουν, να του δείξουν το αβάσιμο τού εγχειρήματός του, ενώ οι πιο τολμηροί απ’ αυτούς σκέφτηκαν να του προτείνουν να σχηματίσει την δική του αντιπροσωπεία που θα ερχόταν μπροστά στο συμβούλιο για να διαπραγματευτεί το ζήτημά του. Άλλωστε, μια ολόκληρη πόλη οργανωνόταν ανέκαθεν σε μικρές ή μεγάλες ομάδες ακόμα και για τα πιο επουσιώδη ζητήματα, για ζητήματα που μπορούσαν να λυθούν χωρίς διαμεσολαβήσεις κι αντιπροσωπείες.

Επομένως και τώρα δεν θα ήταν δύσκολο να σχηματίσει ο απεργός την δική του ομάδα, με τον δικό της πρόεδρο, τον δικό της γραμματέα και φυσικά τα πιστά της μέλη. Κι όλοι αυτοί μαζί θα ήταν διατεθειμένοι να κάνουν με τη σειρά τους την δική τους απεργία πείνας, αν χρειαζόταν, για να ασκήσουν πίεση, να γίνουν φορτικοί κι έτσι να φανούν αντάξιοι κι αφοσιωμένοι εκπρόσωποι τού απεργού. Φτάνει να μην υποψιαζόταν ο ίδιος ότι η διοίκηση θα κατάφερνε να φέρει τελικά στα νερά της την αντιπροσωπεία του με έκτακτα ταξίματα με σκοπό να χειραγωγήσει τόσο αυτήν όσο και τον απεργό.

Στο μεταξύ όλη η κοινωνία βρισκόταν σ’ αναβρασμό κι αναστάστωση. Έξω απ’ το κτήριο τής κεντρικής διοίκησης και μπροστά απ’ την σκηνή τού απεργού μαζευόντουσαν καθημερινά πλέον χιλιάδες άνθρωποι που δεν ενδιαφέρονταν, όμως, να δουν τον απεργό και να μιλήσουν μαζί του. Ενδιαφέρονταν να διαμαρτυρηθούν, να φωνάξουν, να εκτοξεύσουν απειλές και να φανούν σ’ όλους επικίνδυνοι. Η διαμαρτυρία τους αυτή φυσικά ετίθετο σε μια βάση αόριστη, μη στρεφόμενη σε συγκεκριμένο γεγονός ή πρόσωπο. Μα τους αρκούσε πού ’χαν καταφέρει να συντονιστούν στο μήκος κύματος αυτής της έστω ασαφούς διαμαρτυρίας· δεν έπαυε, όμως, νάναι διαμαρτυρία, εξέγερση, κάτι που προκαλούσε πανδαιμόνιο.

Κρατώντας τεράστια πανό, όπου αναγράφονταν σε διάφορες γλώσσες σύντομα παραθέματα απ’ τα μεχρι εκείνη τη στιγμή διαβάσματά τους, κατέκλυζαν όλοι αυτοί οι χιλιάδες άνθρωποι τον φαρδύ δρόμο και στοιβαζόντουσαν απ’ την μια άκρη στην άλλη φωνάζοντας δυνατά συνθήματα. Στα μπαλκόνια των γύρω κτηρίων στεκόντουσαν λυρωδοί ντυμένοι με πράσινες και κόκκινες ολόσωμες στολές, γυαλιστερές, απ’ τις οποίες κρεμόντουσαν πολλά μικρά καμπανάκια και μ’ ένα τους νεύμα ξεκίναγαν τα πλήθη από κάτω να τραγουδάνε ρυθμικά και δυνατά τα τραγούδια τους. Μέσα σ’ αυτόν τον συρφετό η σκηνή τού απεργού δεν φαινόταν πουθενά, ούτε καν εκείνη η ξύλινη επιγραφή που ήταν στερεωμένη στην κορφή της.

Σταδιακά ξεχνιόταν τόσο ο απεργός όσο και το αίτημά του, μαζί με τις θυσίες που έκανε. Το σώμα του είχε σχεδόν σκελετωθεί κι ο ίδιος δεν είχε την δύναμη να ανταποκριθεί στις επισκέψεις και στις επαφές των άλλων· έμενε πλέον μέρα-νύχτα μέσα στη σκηνή και κανείς δεν νοιαζόταν αν ζούσε ή πέθανε. Απ’ την άλλη μεριά η κεντρική διοίκηση είχε προβλέψει ότι γύρω στις σαράντα ημέρες –κι αυτές οι σαράντα ημέρες φτάναν σε λίγο στο τέλος τους– το ενδιαφέρον τού κόσμου για τον απεργό θα μειωνόταν δραματικά γιατί θα βαριόταν να βλέπει και ν’ ακούει τα ίδια και τα ίδια και θα στρεφόταν αλλού, γυρεύοντας άλλα αξιοπερίεργα γεγονότα. Αυτό καθησύχαζε κάπως την διοίκηση κι ήδη ετοίμαζε κάποιο καινούργιο δρώμενο ή το επόμενο ασυνήθιστο αξιοθέατο που θα τραβούσε την προσοχή τού κόσμου και θ’ ανανέωνε το ενδιαφέρον του.

Με τον καιρό προστέθηκαν σ’ αυτό το παρδαλό πλήθος διαμαρτυρόμενων κι εξεγερμένων ανθρώπων, υποψήφιοι απεργοί πείνας που απειλούσαν την διοίκηση μ’ αυστηρές κι εξαντλητικές νηστείες σε περίπτωση που δεν ικανοποιούσε το ένα και μοναδικό αίτημά τους: Να βγάλει απ’ τη μέση τον απεργό πείνας, πριν πεθάνει, είτε ικανοποιώντας του το δίκαιο αίτημά του είτε όχι –αυτό τους ήταν αδιάφορο– και να πάρουν αυτοί τη θέση του έξ’ απ’ το κτήριο τής κεντρικής διοίκησης, φροντίζοντας συνάμα να ξαναστείλει τους ειδησεογράφους με τα χιλιάδες φλας, τα εκατοντάδες μικρόφωνο και τις δεκάδες ερωτήσεις, να παροτρύνει τον κόσμο να σχηματίσει ατελείωτες ουρες μπροστά απ’ τις δικές τους σκηνές και να εγκαταστήσει φύλακες τις βραδυνές ώρες!

Έστειλαν μάλιστα και δικούς τους ανθρώπους στο πολυώροφο κτήριο για να δώσουν γραπτώς αυτό τους το αίτημα περνώντας μέσ’ από αχανή γραφεία, μιλώντας μ’ εκατοντάδες υπαλλήλους, περιμένοντας ώρες ολόκληρες έξω απ’ τους προθαλάμους των γραφείων των προϊσταμένων για να πετύχουν ένα ραντεβού μαζί τους και πηγαίνοντας απ’ τον έναν όροφο στον άλλο μέχρι να καταλήξουν μπροστά στο συμβούλιο τής διοίκησης, ύστερα από μέρες περιπλάνησης στους λαβυρινθώδεις διαδρόμους τού υπέρογκου κτηρίου.

Το συνδικάτο τού απεργού βλέποντας ότι χάνει την επιρροή του μέσω αυτού κι ότι έρχονται στο προσκήνιο νέα πρόσωπα, καινούργιες απεργίες πείνας και διαφορετικά αιτήματα, αποφάσισε να ενσωματωθεί με τα υπόλοιπα συνδικάτα και ν’ αλλάξει προσανατολισμό, ακόμα και ν’ ασπαστεί τα δικά τους δόγματα και τους καινούργιους συσχετισμούς δυνάμεων.

Στο μεταξύ κανείς δεν είχε αναζητήσει τον απεργό, ενώ τ’ αλαλάζοντα πλήθη συνέχιζαν να καλύπτουν με τις φωνές τους και τα σώματά τους τα πάντα γύρω και μπροστά απ’ το κτήριο τής κεντρικής διοίκησης. Η υπόθεσή του, ως φαίνεται, είχε ξεχαστεί παντελώς.

Έπειτα, η κοινωνία δεν είχε τύψεις καν για τον τρόπο εξέλιξης αυτής της ιστορίας γιατί ένιωθε ότι είχε εκτελέσει το χρέος της απέναντι στον απεργό και με το παραπάνω μάλιστα όλες αυτές τις σαράντα ημέρες. Στην μνήμη της βέβαια υπήρχαν ακόμα πολλές εικόνες από εκείνη την περίοδο κι αυτό ήταν αρκετό για να ζητήσει μετά από πολύ καιρό απ’ την κεντρική διοίκηση να καθιερώσει αυτό το σαρανταήμερο τού χρόνου ως επέτειο απόλυτης κι ολοκληρωτικής νηστείας όπου θα γιορταζόταν με τις δέουσες τιμές η ιδέα τής αποχής απ’ το φαγητό ως ένας αποτελεσματικός τρόπος αποτοξίνωσης κι ανανέωσης τού οργανισμού!

 

Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης