ΜΠΛΟΚ 88
Το μεγάλο στρογγυλό ρολόι με τον πλαστικοποιημένο κινέζικο κήπο, αυτόν με τους βράχους, τα τρεχούμενα νερά, την τοξωτή γέφυρα, τα χρυσόψαρα, τις ανθισμένες ροδακινιές και τις μισάνοιχτες παιώνιες, δείχνει τρεις τα ξημερώματα. Ο Γιώργης κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας και μ’ έναν φωσφοριζέ μαρκαδόρο φτιάχνει χοντρές γραμμές πάνω σ’ έναν χάρτη. Η γραμμή που έχει ζωγραφίσει σήμερα μοιάζει με μυτερό βουνό που σταματάει απότομα και γίνεται πλάτωμα. Ή μοιάζει με φίδι που έχει καταπιεί ελέφαντα. Ξεκινάει από τη διασταύρωση Γρηγορίου Αυξεντίου και Πιερράκου, ανεβαίνει προς την Αμμοχώστου, κόβει κάθετα την Ιάσωνος Μαράτου, κι ύστερα κατεβαίνει τη Γαλήνης μέχρι το τέρμα της, εκεί που ενώνεται με την Μενίππου. Αυτός τώρα παίρνει έναν μαύρο μαρκαδόρο και σημειώνει πάνω στο φίδι μαύρες διακεκομμένες γραμμές κι από πάνω νούμερα. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα. Το φίδι γίνεται σαν εκείνα τα παιχνίδια στα παλιά περιοδικά που γράφανε πάνω-πάνω «ένωσε τις τελίτσες». Ο άντρας σηκώνεται, φοράει μια σκούρα εργατική φόρμα που έχει ακουμπισμένη στον καναπέ, ένα ζευγάρι κίτρινες γαλότσες κι ένα κράνος με ενσωματωμένο φακό, βάζει τον χάρτη με τη γραμμή-φίδι στη μία κωλότσεπη, ένα πλαστικό γάντι κουζίνας στην άλλη, παίρνει απ’ τη ντουλάπα εισόδου μια μικρή απόχη, κλειδώνει το σπίτι και ανεβαίνει τη σκάλα του υπογείου. Εδώ και πέντε μήνες, ο Γιώργης τα πρωινά πηγαίνει στη δουλειά και τα βράδια ψάχνει τους υπονόμους στου Ζωγράφου.
Ο αέρας έξω μυρίζει βρεγμένο χώμα. Εκείνη την ώρα, τις καθημερινές, στον δρόμο δεν κυκλοφορεί ψυχή. Κάπου ψηλά, βλέπει τη φιγούρα μιας γυναίκας πίσω από ένα μισοφωτισμένο παράθυρο. Toυ φαίνεται πως τον κοιτάει. «Οι άλλοι κοιμούνται», λέει σιγανά καθώς ανεβάζει το φερμουάρ της φόρμας. Φαντάζεται μικρά ή μεγάλα δωμάτια, βαμμένα άσπρα ή γκρι, κι ανθρώπους ξαπλωμένους σε κρεβατοκάμαρες με κεφαλάρια ή μαύρα κάγκελα, αγκαλιασμένους ή πλάτη με πλάτη, σκεπασμένους με λουλουδάτα παπλώματα ή κουβέρτες, ντυμένους με ριγέ πιτζάμες ή γυμνούς, να κάνουν ανήσυχους ή γαλήνιους ύπνους. Έτσι γαλήνια κοιμόταν κι αυτός. Για δέκα χρόνια και πέντε μήνες. Πριν του στείλει εκείνο το μήνυμα στις 2 Σεπτεμβρίου, ημέρα Tρίτη, ώρα οκτώ και δεκατρία το πρωί, που ‘λεγε, «Πέταξα τη βέρα μου στα σκατά». Όμως ο Γιώργης θα τη βρει, θα την καθαρίσει και θα τη φορέσει στο δεξί χέρι, στο τέταρτο δάχτυλο, δίπλα στο μεσαίο, κολλητά με τη δική του. «Τούτο νυν οστούν εκ των οστών μου και σάρξ εκ της σαρκός μου».
Τον πρώτο καιρό την περίμενε να γυρίσει. Πέρασαν μια, πέρασαν δυο, πέρασαν τρεις μέρες, ύστερα μια βδομάδα. Μετά την έψαξε. Πήγε στη μάνα της, στην αδερφή της, στο φούρνο που δούλευε στη Μπισκίνη, στη φίλη της με το παιχνιδάδικο, στα κορίτσια στο μανικιούρ. Κανένας δεν ήξερε, κανένας δεν την είχε δει. Έτσι του λέγανε. Ύστερα αγόρασε έναν χάρτη της Ανατολικής Αττικής κι έναν διαβήτη. Μάρκαρε με μολύβι τον δρόμο που ‘παιρνε κάθε πρωί η γυναίκα του, από το σπίτι τους μέχρι τη Μπισκίνη, άνοιξε τέρμα τον διαβήτη, έφτιαξε ένα θεόρατο κύκλο κι έπειτα τον χώρισε σε τετράγωνα κομμάτια, «τα μπλοκ» όπως τα ‘λεγε. Σήμερα θα κάνει το μπλοκ 88. Τα Σάββατα δεν ψάχνει. Έχει παντού κόσμο. Στα μπαράκια, στα φαγάδικα, στους δρόμους, στην πλατεία. Φρεσκοξυρισμένα αγόρια στημένα στις γωνίες περιμένουν κορίτσια με ροζ κραγιόν, ζευγάρια γελάνε μέσα σε αυτοκίνητα, παρέες τσακώνονται πάνω από μισοάδεια πιάτα, ενώ οι άντρες φοράνε καινούργια άσπρα πουκάμισα κι οι γυναίκες φτιάχνουν γατίσια μάτια με μαλακό καφέ μολύβι.
Μες τη μαυρίλα της νύχτας, τα μόνα που ξεχωρίζει ο Γιώργης είναι οι όγκοι των πολυκατοικιών, μερικά φωτισμένα παράθυρα και το πορτοκαλί φανάρι στο ύψος της Εθνικής Τράπεζας που αναβοσβήνει. Περπατάει με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια καρφωμένα σε μια λάμπα που φαίνεται από κάποιο διαμέρισμα στο τέλος του δρόμου. Στο 14 της Αμμοχώστου, στο πλάι μιας πολυκατοικίας με στρογγυλά παράθυρα σαν φινιστρίνια, βρίσκεται ο πρώτος υπόνομος. Το διαμέρισμα του ισογείου είναι σκοτεινό. Μπροστά στη μπαλκονόπορτα έχουν μια απλώστρα γεμάτη με ρούχα που κουνιούνται απ’ τον αέρα. Στα πλαϊνά κρέμεται μια φαρδιά αθλητική φόρμα κι ένα σουτιέν. Ροζ, άσπρο, κίτρινο, γαλάζιο, πορτοκαλί. Ο Γιώργης δεν ξεχωρίζει. To κοιτάει λίγο, ανάβει τον φακό στο κράνος και σκύβει. Προσπαθεί να μετακινήσει τη μαντεμένια σχάρα με τα χέρια. Οι παλάμες του είναι ακόμα καμένες απ’ το τηγανόλαδο. Τί τα ήθελε τα αυγά; Δίκιο είχε όταν του ‘λεγε πως δεν είναι άξιος για τίποτα. Μετά τον αγκάλιαζε, φόραγε την ποδιά της κουζίνας και του ‘φτιαχνε ομελέτες με απάκι, μακαρονάδες με πέστο, πατάτες σπιράλ με λουκάνικο και μανιτάρια αλά κρεμ. Η σχάρα είναι ασήκωτη. Ο Γιώργης γυρίζει ανάποδα την απόχη, σφηνώνει το κοντάρι της στη γωνία του πλαισίου και βάζει όλη του τη δύναμη. Μια, δυο, τρεις. Την τέταρτη φορά, το μαντέμι μετακινείται λίγο. Τώρα το σπρώχνει με το πόδι και φτιάχνει ένα κενό, ίσα που να χωράει το κεφάλι ενός παιδιού. Πιάνει την απόχη και τη βουτάει στον υπόνομο. Την πάει πέρα-δώθε. Ύστερα τη σηκώνει, περνάει με δυσκολία το διχτάκι μέσα από τη σχάρα και τη βγάζει έξω. Είναι γεμάτη λάσπες που στάζουν πάνω στις κίτρινες γαλότσες του κι έπειτα κυλάνε στην άσφαλτο. Η μυρωδιά τους του φέρνει αναγούλα. Πάνε πέντε μήνες κι ακόμα να συνηθίσει. Κρατάει την ανάσα του, όπως κάνουν τα παιδιά όταν φοβούνται, κι έπειτα φοράει το πλαστικό γάντι και ξεκινάει το πασπάτεμα. Από το δίχτυ φεύγουν ολόκληρα κομμάτια. Οι κίτρινες γαλότσες γίνονται σχεδόν μαύρες. Όταν τελειώνει, ξαναβουτάει την απόχη, τη φέρνει πέρα-δώθε, την τραβάει έξω, ψαχουλεύει τη λάσπη. Πάλι τίποτα. Σε μια στιγμή ο αέρας ρίχνει κάτω την απλώστρα. Το φως στο ισόγειο ανάβει κι ο Γιώργης μαζεύει γρήγορα τα σύνεργα και χάνεται στο σκοτάδι.
Στη γωνία Γαλήνης και Αναστασάκη, ένα απορριμματοφόρο με αναμμένα αλάρμ αδειάζει τον κάδο ανακύκλωσης. Τους είχε ξεχάσει αυτούς. Σκύβει το κεφάλι και προχωράει γρήγορα. Οι σκουπιδιάρηδες τον κοιτάνε. «Ε ψιτ», του φωνάζει ο πιο νέος καθώς πετάει μια κόκκινη καρό βαλίτσα μέσα στη χοάνη. «Δεν πετάνε πεταλούδες τη νύχτα». Ο Γιώργης κρύβεται στην είσοδο μιας πολυκατοικίας με καμένη λάμπα και περιμένει να στρίψουν. Ο δεύτερος υπόνομος στο μπλοκ 88 βρίσκεται μπροστά από ένα μπουγατσάδικο. «24 ώρες το 24ωρο», γράφει η επιγραφή νέον πάνω απ’ την πόρτα του. Ο Γιώργης δεν την έχει ξαναδεί. Παλιά το μαγαζί ήταν ψαροταβέρνα. «Η ωραία Λέσβος» το λέγανε. Πήγαιναν κάθε πρώτη Παρασκευή του μήνα και κάθε Βαΐων. Εκεί είχαν κάνει και το πρώτο ραντεβού. Στην ψαροταβέρνα. Ανάμεσα σε κουτσομούρες, μπαρμπούνια, σουπιές, χοβιούς και μαριδάκι Ευβοϊκού. Για χρόνια τού το χτύπαγε. Αυτή φόραγε ένα κοντομάνικο φουστάνι με χρωματιστές ομπρέλες κι όλο μιλούσε. Του διηγιόταν ιστορίες για τον παππού της που πέθανε εκατόν χρονών, για τον αδερφό της που λύγιζε κουτάλια και για μια θεία της που μετακινούσε πράγματα με τα μάτια. Κι ύστερα του μίλαγε για τα παιδιά που θα κάνανε, για το γαλάζιο της θάλασσας που θα περνούσε στο σαλόνι, για τον φούρνο που θα ανοίγανε, να σταμάταγε κι αυτός να δουλεύει στους ξένους. Ο Γιώργης δεν έλεγε τίποτα. Δεν ήξερε τί να πει. Μόνο την κοίταγε.
Τώρα στέκεται μπροστά στο μαγαζί. Ο μπουγατσάς έχει απλώσει τα πόδια και κοιμάται με το κεφάλι ριγμένο πάνω σ’ ένα τραπέζι με λιγδιασμένο τραπεζομάντηλο. Είναι χοντρός, μακρυκάνης και στο κούτελο έχει μια βαθιά ρυτίδα που ξεκινάει από τον δεξί κρόταφο και καταλήγει στην άκρη του αριστερού ματιού. Το μαγαζί βρομοκοπάει. Η τζαμαρία είναι γεμάτη δαχτυλιές και στη βιτρίνα του έχει ένα κοκ με πετρωμένο γλάσο που μοιάζει με ιπτάμενο δίσκο και δυο κομμάτια μπουγάτσα τυλιγμένα σε αλουμινόχαρτο. Ο Γιώργης ακουμπάει την απόχη σε μια νεραντζιά λίγο πιο ‘κει και μπαίνει. «Του δήμου;», ρωτάει ο μπουγατσάς που μόλις έχει ανοίξει τα μάτια. «Του δήμου», απαντάει ο Γιώργης. «Των βόθρων;» ξαναρωτάει. «Όχι, του φωτισμού», του λέει. «Να πας να τους πεις να ‘ρθουν να ξεβουλώσουν τον υπόνομο εδώ μπροστά γιατί κάθε που βρέχει πλημυρίζει το μαγαζί με φύλλα, φοιτητικά εισιτήρια και χαρτιά από κρουασάν». Ο Γιώργης κουνάει το κεφάλι, παραγγέλνει το κοκ κι έναν γαλλικό καφέ που είναι πιο μαύρος κι από μαζούτ, κάθεται δέκα λεπτά και φεύγει. Πάνω στο τραπέζι αφήνει ένα πεντάευρο. Ο μπουγατσάς το χώνει σ’ ένα δερμάτινο πορτοφολάκι που κρύβει στον σβηστό καταψύκτη κι ύστερα βυθίζεται πάλι στον ύπνο.
Πέντε μήνες τώρα και τι δεν έχει μαζέψει απ’ τους υπονόμους. Σαράντα δύο ευρώ σε κέρματα των πενήντα, είκοσι και δέκα λεπτών, τρία γυναικεία σκουλαρίκια, ένα ζευγάρι κρίκους και μια μεγάλη πέρλα χωρίς κούμπωμα, μια πένα από φτερό χήνας, τέσσερα μεταλλικά αυτοκινητάκια, ένα ράλι, ένα πυροσβεστικό, ένα φορτηγό κι ένα κάμπριο με δερμάτινη οροφή, ένα σπασμένο κλειδί ασφαλείας, μια κονκάρδα που γράφει «I love u», μια πλαστική μίνι μάους μινιατούρα χωρίς αυτιά κι ένα χρυσό καμπανάκι από εκείνα που κρεμάνε στα χριστουγεννιάτικα δέντρα. Όλα αυτά τα φυλάει στη μπιζουτιέρα που της έφτιαξε. Την είχε δει σε μια εκπομπή για μαστορέματα. Πήρε μια παγοθήκη, την έβαψε με σπρέι αμμοβολής κι ύστερα της πέρασε μια βελούδινη κορδέλα που την κόλλησε με σιλικόνη. Όταν εκείνη έφυγε απ’ το σπίτι, ο Γιώργης βρήκε τη μπιζουτιέρα καταχωνιασμένη στο ντουλάπι του νεροχύτη, ανάμεσα στον κουβά με τα κρεμμύδια και τη θήκη του ikea για τις πλαστικές σακούλες. Η κορδέλα δεν υπήρχε.
Του ‘χουν μείνει ακόμη δυο υπόνομοι για να τελειώσει το μπλοκ 88. Σε λίγο θα ξημερώσει. Πρέπει να βιαστεί. Ίσως τον δει κανένας γνωστός, ίσως τον περάσουν για γύφτο που κλέβει μέταλλα, ίσως τον νομίσουν για ανώμαλο. Στις επτά πιάνει δουλειά. Σιγά-σιγά το σκοτάδι ασπρίζει. Τώρα ξεχωρίζει τα σχήματα, αν είναι τρίγωνα ή στρογγυλά, τα χρώματα, αν είναι μαύρα ή μπλε, τις φιγούρες, αν είναι νέοι ή γέροι, τις μάρκες απ’ τ’ αμάξια, αν είναι βόλβο ή μερσεντές. Στην αρχή της Γαλήνης, ανάβει τον φακό και σκύβει. Η σχάρα είναι ασήκωτη. Οι καμένες παλάμες τον πονάνε. Σφηνώνει πάλι το κοντάρι στη γωνία, πιέζει, βάζει δύναμη. Το ξύλο λυγίζει. Πάει να σπάσει. Ο Γιώργης ισιώνει το διχτάκι της απόχης και φεύγει.
Ο τελευταίος υπόνομος είναι μπροστά από μια ισόγεια μονοκατοικία με μυτερά κάγκελα και κήπο, στις αρχές της Μενίππου. Μετά τη βροχή τα πυξάρια μοσχοβολάνε. Τα φύλλα τους γυαλίζουν κάτω απ’ το φως της κολώνας. «Φαίνομαι», σκέφτεται και πηγαίνει πίσω απ’ το σπίτι. Στη γωνία από το μπαλκόνι είναι στοιβαγμένα κάτι χαρτόκουτα που γράφουν με μαύρο μαρκαδόρο «γυαλικά», «κουβέρτες», «ρούχα», «κάδρα», και μια μεγάλη συσκευασία, μάλλον από ψυγείο. Το μικρό παράθυρο του μπάνιου είναι μισάνοιχτο και το φως αναμμένο. Μια γυναίκα χτενίζεται μπροστά στον καθρέφτη. Ο Γιώργης βαστιέται απ’ το κάγκελο. Η λόγχη τού τρυπάει την καμένη παλάμη και βρίσκει κρέας. Αυτή έχει την ίδια ελιά πίσω από το λαιμό, τα ίδια κυματιστά μαλλιά, τα ίδια μακριά δάχτυλα, τα ίδια αυλάκια που φτιάχνουν τα κόκκαλα της ωμοπλάτης. Έχει χρόνια να τη δει γυμνή. Δεν τον άφηνε. Όμως αυτός τη θυμάται. Ξαφνικά η γυναίκα γυρίζει και κλείνει το παράθυρο. Είναι σχεδόν έφηβη, με κινέζικα μάτια και μια μεγάλη κόκκινη ουλή κάθετα στο στέρνο. Το φως σβήνει.
Ο Γιώργης γυρίζει πίσω στον υπόνομο. Έχει πια ξημερώσει. Ξέρει πως φαίνεται από παντού αλλά δεν τον νοιάζει. Πιάνει με τα δυο χέρια τη σχάρα και την κουνάει. Το πλαίσιο σηκώνεται με ευκολία όπως τα καπάκια στα μεταλλικά κουτιά με τα μπισκότα ή στα βάζα με το γλυκό κεράσι. Βουτάει μέσα την απόχη, ανακατεύει τη φρέσκια λάσπη, ύστερα τη βγάζει έξω και την πασπατεύει. Δεν πιάνει τίποτα. Μετά την ξαναβουτάει. Το φως ξεχύνεται αυθάδικα μέσα απ’ τα φύλλα, τους κάθετους δρόμους, τους ακάλυπτους των πολυκατοικιών, τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Στον πάτο της γεμάτης απόχης κάτι λαμπυρίζει. Αυτό το κάτι είναι κάπως στρογγυλό, κάπως επίπεδο, και εντελώς τρύπιο στο κέντρο. Με μια κίνηση αναποδογυρίζει το διχτάκι και πετάει κάτω τη λάσπη, που φτιάχνει στην άσφαλτο ένα γυαλιστερό ύψωμα σαν σοκολατένιο βουνό ή τα φρέσκα σκατά ενός γιγάντιου σκύλου. Στην κορυφή του βουνού, ίσα που φαίνεται ένα ημικύκλιο. Είναι ένα από εκείνα τα δαχτυλίδια ανοίγματος που έχουν τα αναψυκτικά. Κι ο Γιώργης, εκεί στο μπλοκ 88, στις 2 Μαρτίου, ημέρα Παρασκευή, ώρα έξι και πέντε το πρωί, στη γωνία Γαλήνης και Μενίππου, πέφτει στα γόνατα, σαν να προσεύχεται, το τραβάει έξω, το καθαρίζει απ’ τις λάσπες κι έπειτα το φοράει στο δεξί χέρι, στο τέταρτο δάχτυλο, δίπλα στο μεσαίο, κολλητά με τη βέρα του. Ίσα για να νοιώσει αυτή την ψύχρα του μετάλλου.
***
Η Βάσω Χόντου είναι Χημικός Μηχανικός. Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι και ζει στην Αθήνα. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά